Σε δυσθεώρητα ύψη εκτοξεύτηκαν οι τιμές των εισιτηρίων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους από την 1η Απριλίου, ελέω μνημονίου, με τις αυξήσεις να φτάνουν έως και το 300%, όπως στη Σπιναλόγκα της Κρήτης. Το μέτρο στοχεύει στην αύξηση των εσόδων από τους τουρίστες που επισκέπτονται τα μνημεία της χώρας τους καλοκαιρινούς μήνες, ωστόσο αποκλείει τα ασθενέστερα κομμάτια της κοινωνίας από τους χώρους του πολιτισμού, όπως έχουν ήδη επισημάνει και οι αρχαιολόγοι.
Υπενθυμίζεται πως το μέτρο προτάθηκε πέρυσι το φθινόπωρο, μετά τις οξύτατες αντιδράσεις για την επιβολή ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση. Οι «θεσμοί» δέχτηκαν την υπαναχώρηση της κυβέρνησης μόνο με την υπόσχεση του «ισοδύναμου» των τεράστιων αυξήσεων στους αρχαιολογικούς χώρους, η οποία αναμένεται να στείλει επαρκείς πόρους στη μαύρη τρύπα του χρέους.
Το μέτρο έχει περιοδικό χαρακτήρα, καθώς οι αυξημένες τιμές θα ισχύουν μόνο για την τουριστική σεζόν (Απρίλιο-Οκτώβριο), ενώ τον υπόλοιπο χρόνο, από Νοέμβριο έως Μάρτιο, οι τιμές θα μειώνονται στο 50%. Ωστόσο, για τους θερινούς μήνες οι αρχαιολογικοί χώροι θα είναι κυριολεκτικά απλησίαστοι για τους Έλληνες επισκέπτες, αφού μια τετραμελής οικογένεια με ενήλικα παιδιά θα πρέπει να ξοδέψει, ούτε λίγο-ούτε πολύ, 80 ευρώ μόνο για να περάσει την πόρτα της Ακρόπολης.
Αντιδράσεις αρχαιολόγων
Τη φιλολογία που συνόδευσε την εξεύρεση του συγκεκριμένου «ισοδύναμου» έχει αποδομήσει ήδη με ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων, λίγες μέρες μετά τη δημοσιοποίηση του μέτρου. Τόνιζαν τότε οι αρχαιολόγοι: «Αποδοκιμάζουμε κάθε σκέψη, κάθε πρόθεση αύξησης της τιμής των εισιτηρίων στα Μουσεία και στους Αρχαιολογικούς χώρους, αλλαγή η οποία στην τωρινή συγκυρία πρακτικώς θα αποτελέσει “ισοδύναμο” του αποκλεισμού των ασθενέστερων κομματιών της κοινωνίας από χώρους Πολιτισμού. Εκείνοι που σήμερα κατεδαφίζουν συθέμελα την ελληνική κοινωνία (στο όνομα της μελλοντικής σωτηρίας της), εκείνοι που ακούραστα ψηφίζουν προαπαιτούμενα επί προαπαιτουμένων (ενώ, μάλιστα, θα καταργούσαν τα μνημόνια «με ένα άρθρο και έναν νόμο») εκείνοι που ξεπουλούν τη δημόσια περιουσία, που παραχωρούν για ψίχουλα λιμάνια και αεροδρόμια (και μετά ζητούν να καλύψουν τα κενά στα ταμεία τους από τα εισιτήρια των μουσείων), αυτοί δεν δικαιούνται να πιάνουν στο στόμα τους τη “λαϊκή οικογένεια”».
Ωστόσο, η αύξηση του εισιτηρίου εκτός από τον προφανή αποκλεισμό των φτωχότερων δημιουργεί μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις που συνδέουν όλο και περισσότερο τους πολιτιστικούς χώρους με τη λογική της αγοράς. Αν ο τουρίστας είναι έτοιμος να δώσει τo τετραπλάσιο τίμημα για να μπει στον αρχαιολογικό χώρο, γιατί να μην «τσιμπήσουν» λίγο και οι τιμές στη διπλανή καντίνα ή στα καταστήματα με τα σουβενίρ; Η λογική που βάζει τον τουρίστα στο στόχαστρο μιας συνεχούς αρπαχτής, ξεκινώντας από το ίδιο το υπουργείο Πολιτισμού πολύ γρήγορα μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ, ειδικά αν δεν αυξάνεται και το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Τη λογική της «κονόμας» εισάγει ευθέως το ίδιο το υπουργείο Πολιτισμού αφού οι αυξήσεις που ανακοινώθηκαν δεν έχουν μια οριζόντια κλίμακα σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία. Αντίθετα, τα μνημεία που «πουλάνε» πήραν και το μεγαλύτερο «καπέλο». Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται φυσικά η Ακρόπολη (20 ευρώ από 12, αύξηση σχεδόν 70%), ενώ αμέσως μετά έρχεται η Κνωσός (15 ευρώ από 6, αύξηση 150%). Ομοίως και στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης (12 ευρώ από 5, αύξηση 140%), ενώ στη Σπιναλόγκα που τελευταία έγινε «must προορισμός» η αύξηση έσπασε κάθε ρεκόρ αγγίζοντας το 300% (στα 8 ευρώ, από 2 που ήταν ώς σήμερα).
Και τα πολιτιστικά μνημεία, λοιπόν, στη λογική της προσφοράς και της ζήτησης, με έναν πολιτισμό που πουλιέται ακριβότερα εκεί που συρρέουν περισσότεροι επισκέπτες. Από την πλευρά του υπουργείου, πάντως, διατυπώνεται η βεβαιότητα πως η τουριστική κίνηση στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία δε θα μειωθεί, καθώς και οι ξένοι τέτοιες τιμές πληρώνουν στα δικά τους μουσεία. Τουριστικοί παράγοντες, πάντως, μια που μιλάμε με όρους αγοράς πια, δεν αποκλείουν και εκπλήξεις, αν δοθεί το σχετικό σήμα μέσω των tour operators, που θα δουν το κόστος και των δικών τους πακέτων να αυξάνεται σημαντικά.