«Η ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ»

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Ο Άρης Χατζηστεφάνου, δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και συγγραφέας του βιβλίου «Προπαγάνδα και Παραπληροφόρηση στο ίντερνετ», περιγράφει το βιβλίο ως ένα εγχειρίδιο για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της προπαγάνδας και επισημαίνει ότι, ενώ οι βασικές αρχές της προπαγάνδας (τίτλοι, σύνταξη, φωτογραφίες) ισχύουν σε όλα τα μέσα, το διαδίκτυο εισάγει νέες προκλήσεις.

Ο ίδιος τονίζει πως το κύριο μέλημα αποτελούν οι αλγόριθμοι και τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (όπως το ChatGPT), τα οποία εμπεριέχουν μορφές φιλελεύθερης δυτικής προπαγάνδας, καθώς εκπαιδεύονται σε κείμενα γραμμένα κυρίως στη Δύση ενώ αναφέρει παραδείγματα όπου π.χ. το ίδιο το ChatGPT δηλώνει ότι εκπαιδεύτηκε σε αυτά που λένε “λευκοί, πλούσιοι άνδρες” και περιπτώσεις ιδιοκτητών όπως ο Elon Musk (Grok, Twitter) και ο Larry Ellison (Oracle, TikTok) που επεμβαίνουν στους αλγόριθμους, οδηγώντας σε αναπαραγωγή ναζιστικών/αντισημιτικών θέσεων ή σε έλεγχο της πληροφόρησης.

Ο Αρης Χατζηστεφάνου διευκρινίζει ότι δεν είναι ένα “τεχνοφοβικό” βιβλίο, θεωρώντας ότι ζούμε σε μια εποχή με εξαιρετικές δυνατότητες ενημέρωσης, ωστόσο, τονίζει την ανάγκη να κατανοήσουμε τους εξωγενείς παράγοντες που επεμβαίνουν, όπως το “data poisoning”, όπου χιλιάδες ψεύτικες ιστοσελίδες δημιουργούνται για να “εκπαιδεύσουν” τα bots με συγκεκριμένες πληροφορίες.

Υπογραμμίζει επίσης ότι “δεν υπάρχει νοημοσύνη πίσω από την τεχνητή νοημοσύνη”, καθώς πρόκειται για μοντέλα που αναζητούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα και προβλέπουν την επόμενη λέξη για να βγάζουν νόημα, κάτι που δεν συνεπάγεται ότι λένε την αλήθεια. Το πρόβλημα, όπως λέει, δημιουργείται όταν αποδίδουμε χαρακτηριστικά αυθεντίας στην τεχνητή νοημοσύνη, χωρίς να αμφισβητούμε τις απαντήσεις της (“AI hallucination”).

Τέλος, επισημαίνει το πρόβλημα του μονοπωλιακού ελέγχου της πληροφορίας από εταιρείες όπως η Google και το Facebook, γεγονός που επηρεάζει τους πολιτικούς και οικονομικούς όρους και διαμορφώνει τον ίδιο τον καπιταλισμό ενώ προτείνει την “κοινωνικοποίηση” αυτών των “φυσικών μονοπωλίων” όχι ως επαναστατική ιδέα, αλλά ως τρόπο να ανακτηθεί ο έλεγχος της πληροφορίας και, κατ’ επέκταση, της “δικής μας διάνοιας” από τους λίγους δισεκατομμυριούχους που τα ελέγχουν.