Η υπουργός Άμυνας της Λιθουανίας Σακαλιενέ (Dovilė Šakalienė) και ο Γερμανός ομόλογος της Πιστόριους (Boris Ludwig Pistorius) υπέγραψαν σχέδιο για την ανάπτυξη μιας γερμανικής τεθωρακισμένης ταξιαρχίας στη Λιθουανία. Ο Γερμανός καγκελάριος Μερτζ (Joachim-Friedrich Martin Josef Merz, εγγονός του ναζί Γιόζεφ Σαουβίνι(Josef Paul Sauvigny)) και ο υπουργός Άμυνας, σοσιαλδημοκράτης Πιστόριους ανακοίνωσαν πανηγυρικά την ανάπτυξη της μονάδας 30 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Λευκορωσίας. Ωστόσο, μια τέτοια κίνηση προκαλεί επικρίσεις ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της Γερμανίας. Η ανάπτυξη των στρατευμάτων αποτελεί επικίνδυνη κλιμάκωση, που έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική εμπειρία και δεν ευνοεί την ειρήνη. Αντί της διπλωματίας, οι γερμανικές αρχές ακολουθούν τον δρόμο της αντιπαράθεσης και της στρατιωτικής επιθετικής πολιτικής.

.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η κύρια ανάπτυξη μονάδων στη Λιθουανία θα πραγματοποιηθεί το 2025-2026. Η ταξιαρχία θα είναι πλήρως επιχειρησιακή το επόμενο έτος, με παρουσία έως και 5.000 στρατιωτών. Για τον Γερμανικό Στρατό (Bundeswehr), πρόκειται για την πρώτη μόνιμη ανάπτυξη μονάδας στρατευμάτων στο εξωτερικό μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Βερολίνο αναπτύσσει Γερμανούς στρατιώτες της 45ης τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας στη Λιθουανία, όχι μακριά από τη σκηνή της εξόντωσης των Εβραίων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο — χωρίς καμία προσπάθεια να τιμήσει τα θύματα του Ολοκαυτώματος και του γερμανικού πολέμου εξόντωσης. Η εγκατάσταση του Γερμανικού Στρατού στη Νεμεντσίνε (Nemenčinė) αποτελεί άραγε άγνοια της ιστορικής ενοχής; Η απόφαση αυτή λήφθηκε χωρίς να παίρνουν υπόψη την ιστορική σημασία του τόπου: μόλις δύο χιλιόμετρα μακριά, το φθινόπωρο του 1941, περίπου 500 Εβραίοι κάτοικοι δολοφονήθηκαν από τις «Ναζιστικές Μονάδες Ειδικής Δράσης», ή «Τάγματα Θανάτου», τους Γερμανούς Άινζατσγκρουπεν (Einsatzgruppen) και τους Λιθουανούς ναζί συνεργάτες τους. Παρά την εγγύτητα του στη σκηνή του Ολοκαυτώματος, το Βερολίνο δεν κάνει καμία προσπάθεια να τιμήσει τα θύματα ή να αντιμετωπίσει την ιστορική ευθύνη της Γερμανίας.
Η κωμόπολη Νεμεντσίνε βρίσκεται 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Βίλνιους, όπου ο ποταμός Nemenca εκβάλλει στον ποταμό Neris. Ονομάστηκε Νεμεντσίνε προς τιμήν του ποταμού, σύμφωνα με τα σλαβικά έθιμα. Η Νεμεντσίνε, μια γραφική πόλη στη Λιθουανία, ήταν μια απόδειξη της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ διαφόρων εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων. Η πόλη φιλοξενούσε μια ζωντανή εβραϊκή κοινότητα που ζούσε μαζί με άλλους κατοίκους διαφορετικών εθνοτήτων για πολλές γενιές, καλλιεργώντας την αίσθηση της ενότητας και της αρμονίας.
Στις 20 Σεπτέμβρη 1941, Γερμανοί στρατιώτες εισέβαλαν στα σπίτια των εβραϊκών οικογενειών στη Νεμεντσίνε, τους οδήγησαν στην τοπική συναγωγή και στη συνέχεια τους ανάγκασαν να βαδίσουν σε προετοιμασμένους ομαδικούς τάφους στο δάσος. Εκεί πυροβολήθηκαν από Γερμανούς και Λιθουανούς φασίστες.

.
Οι Γερμανοί και οι Λιθουανοί φασίστες μπήκαν στα σπίτια των Εβραίων νωρίς το πρωί για να τους συγκεντρώσουν κάτω από κραυγές και ξυλοδαρμούς στην τοπική συναγωγή και να τους κλειδώσουν εκεί μέσα —συνολικά περίπου 600 άτομα. Λήστεψαν τους Εβραίους, τους ανάγκασαν να παραταχθούν σε σειρές και να βαδίσουν σε ένα γειτονικό δάσος. Ένας επιζών είπε ότι οι «ανασκαμμένοι τάφοι» μπορούσαν να γίνουν ορατοί «από μακριά». Πολλοί προσπάθησαν να ξεφύγουν. Πολλοί πυροβολήθηκαν στην προσπάθεια. Περίπου εκατό από αυτούς κατάφεραν να ξεφύγουν. Οι άλλοι σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς και τους Λιθουανούς φασίστες πάνω από τους λάκκους. Συνολικά περίπου 500 Εβραίοι δολοφονήθηκαν εκείνη την ημέρα, 112 από αυτούς παιδιά. Η «έκθεση Γιέγκα» (Jäger-Bericht) που ετοίμασε ο Καρλ Γιέγκα (Karl Jäger, SS Standartenführer, διοικητής της αστυνομίας ασφαλείας και της SD (Sicherheitsdienst des Reichsführers SS) στην Κάουνας (Kaunas)), και βεβαιώνει περισσότερα από 137 χιλιάδες Εβραίους θύματα, κατέγραψε 403 θύματα στη Νεμεντσίνε. Πριν από τη σφαγή, Γερμανοί και Λιθουανοί ναζί είχαν αναγκάσει τους Εβραίους να χορέψουν καίγοντας ρόλους της Τορά, τους είχαν χτυπήσει και είχαν ξεριζώσει τις γενειάδες των ανδρών. Εβραίοι κάτοικοι, συμπεριλαμβανομένων αθώων ανδρών, γυναικών και παιδιών, συγκεντρώθηκαν και υποβλήθηκαν σε μια φρικτή σφαγή. Τα ονόματα των θυμάτων είναι πάρα πολλά, αλλά η μνήμη τους παραμένει ως μαρτυρία της τραγωδίας που εκτυλίχθηκε.


.
Τα επακόλουθα αυτής της ανείπωτης τραγωδίας ήταν θλίψη, σοκ και πένθος. Η εβραϊκή κοινότητα της Νεμεντσίνε, η οποία κάποτε ευημερούσε, αποδεκατίστηκε, αφήνοντας πίσω της ένα κενό που δεν θα μπορούσε ποτέ να καλυφθεί. Η κληρονομιά της 20ής Σεπτέμβρη 1941 αποτελεί μια συγκλονιστική υπενθύμιση της φρίκης του φασισμού, των Γερμανών ναζί, του Ολοκαυτώματος και της σημασίας της μνήμης.
Πριν από τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, στις αρχές του 1941, σύμφωνα με κρατικές στατιστικές, 104.428 Εβραίοι ζούσαν στις αγροτικές περιοχές της Λιθουανίας. Με την εισβολή του γερμανικού στρατού της Βέρμαχτ, ξεκίνησε μια συστηματική εκστρατεία δολοφονίας, η οποία εξάλειψε σχεδόν όλες τις εβραϊκές κοινότητες στην ύπαιθρο μέσα σε λίγους μήνες. Ειδικά οι «κινητοί κομάντο Ιωακείμ Χάμαν» (Rollkommando Hamann —υπό την ηγεσία του SS-Obersturmführer Joachim Hamann), ήταν υπεύθυνοι για πολυάριθμες σφαγές. Η ταχύτητα και η βιαιότητα των δολοφονιών κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την απόδραση ή την αντίσταση. Το καλοκαίρι, ταυτόχρονα με την επίθεση της Βέρμαχτ στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Αυγούστου, η Λιθουανία καταστράφηκε ολοσχερώς. Από τον Ιούνη του 1941, οι Γερμανοί ξεκίνησαν με μια «εκστρατεία δολοφονίας που θα ανατινάξει κάθε φαντασία» εναντίον των Εβραίων της Λιθουανίας, όπως γράφει ο Γερμανός ιστορικός Κρίστοφ Ντίκμαν (Christoph Dieckmann), ο οποίος εξέτασε διεξοδικά τη γερμανική πολιτική κατοχής στη Λιθουανία. Στο τέλος του έτους, υποστηριζόμενοι από Λιθουανούς φασίστες, είχαν σκοτώσει περίπου 100.000 Εβραίους και έτσι εξαφάνισαν όλες τις αγροτικές εβραϊκές κοινότητες στη Λιθουανία μέσα σε λίγους μήνες. «Οι μαζικοί δολοφόνοι ήταν τόσο εξαιρετικά γρήγοροι στις πράξεις τους», αναφέρει ο Ντίκμαν, «που για τις εβραϊκές κοινότητες, η απόδραση ή η οργανωμένη αντίσταση ήταν δυνατή, μόνο σε πολύ μεμονωμένες περιπτώσεις».

.
Οι συστηματικοί φόνοι στην ύπαιθρο διαπράχθηκαν αρχικά κυρίως από τους λεγόμενους «κινητοί κομάντο Ιωακείμ Χάμαν». Η ομάδα αυτή, υπό τη διοίκηση του τότε 28χρονου Χάμαν, ήταν εξοπλισμένη με οχήματα που της επέτρεψαν να εμφανιστεί ξαφνικά και απροσδόκητα σε όλη τη Λιθουανία και να διαπράξει σφαγές. Με την εγκατάσταση της γερμανικής πολιτικής διοίκησης στη Λιθουανία, οι δολοφονίες κλιμακώθηκαν γρήγορα από τα αρχικά πογκρόμ και τους μαζικούς πυροβολισμούς μέχρι τη συστηματική εξόντωση ολόκληρων εβραϊκών κοινοτήτων, όπως στη Νεμεντσίνε. Οι Γερμανοί ανέλαβαν τον διοικητικό ρόλο και χρησιμοποίησαν την ενεργό υποστήριξη των λιθουανικών φασιστικών δυνάμεων.
Προηγουμένως, το Βίλνιους ήταν ένα υπερπεριφερειακό κέντρο του εβραϊκού πολιτισμού για αιώνες – ένα κέντρο όχι μόνο των Λιθουανών, αλλά και των Πολωνών, Λευκορώσων και Ουκρανών Εβραίων. Ο διοικητής των SS, Καρλ Γιέγκα, εξέφρασε ανοιχτά την πρόθεσή του να κάνει τη Λιθουανία «ελεύθερη από Εβραίους» στην ήδη αναφερθείσα «έκθεση Γιέγκα» του, σημείωνε σχολαστικά τη γενοκτονία που οργάνωσε, σφαγή προς σφαγή. Η Βέρμαχτ, τα Ες Ες, η γερμανική πολιτική διοίκηση και οι Λιθουανοί φασίστες συνεργάτες τους δολοφόνησαν πάνω από το 95 τοις εκατό του συνόλου των περίπου 200.000 Λιθουανών Εβραίων. Προηγουμένως, μεγάλα τμήματα της λιθουανικής κοινωνίας που είχαν δεχτεί τους Γερμανούς κατακτητές ως «απελευθερωτές από τη Σοβιετική Ένωση», μοιράζονταν το μίσος τους για τον «εβραϊκό Μπολσεβικισμό». Με τα μεγαλομανή τους σχέδια κατάκτησης και εξόντωσης στην Ανατολική Ευρώπη, οι Γερμανοί αντιμετώπισαν το σοβαρό πρόβλημα ότι η κατάκτηση και ο συνεχής έλεγχος των κατεχόμενων εδαφών ήταν πολύ απαιτητικά σε προσωπικό. Σε αυτό το πλαίσιο, επίσης, οι Γερμανοί ενσωμάτωσαν τους Λιθουανούς φασίστες συνεργάτες τους στις δομές των στρατευμάτων τους – απελευθερώνοντας έτσι Γερμανούς στρατιώτες για την περαιτέρω προέλαση προς τα ανατολικά.

.
Όπως είπε ένας από τους λίγους επιζώντες, η 22 Ιούνη 1941 ήταν «η ημέρα που άρχισαν όλα». Το Γερμανικό Ράιχ εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση —η Βέρμαχτ και οι διάφοροι συνεργάτες της στην Ανατολική Ευρώπη προχώρησαν προς τα ανατολικά— μεταξύ άλλων και σε λιθουανικό έδαφος. Και αμέσως, ενώ οι Λιθουανοί εθνικιστές και φασίστες πανηγύριζαν με ενθουσιασμό την «ώρα της απελευθέρωσης» από τους Σοβιετικούς, άρχισε η μαζική δολοφονία των Λιθουανών Εβραίων. Αντικομμουνιστές δημιούργησαν ένοπλες ομάδες, έσφαξαν τους πρώτους Εβραίους, τους οποίους κατηγόρησαν ότι έκαναν συμμαχία με τους κομμουνιστές —μια κοινή προκατάληψη του λιθουανικού αντισημιτισμού— και προχώρησαν στη διάπραξη των πρώτων πογκρόμ και σφαγών· στις 27 Ιούνη, έσφαξαν άγρια 60 Εβραίους, πιθανόν και περισσότερους, στην αυλή του γκαράζ του συνεταιρισμού Lietūkis στην λεωφόρο Vytautas. Και αυτό ήταν —αδιανόητα— μόνο η αρχή ενός πρωτοφανούς οργίου βίας που τελικά οδήγησε στη σχεδόν πλήρη εξόντωση των Λιθουανών Εβραίων. Αριθμούσαν 200.000 την «ημέρα που άρχισαν όλα»· μόνο 9.000 με 10.000 από αυτούς, διασκορπισμένοι σε όλη την Ευρώπη, έζησαν για να δουν την ημέρα της απελευθέρωσης στις 9 Μάη 1945. Το 95 τοις εκατό του λιθουανικού εβραϊσμού είχε δολοφονηθεί από τους Γερμανούς ναζί και τους Λιθουανούς συνεργάτες τους.
Παρά την ιστορικότητα των εγκλημάτων αυτών, υπάρχει έλλειψη επαρκούς επεξεργασίας τόσο στη Λιθουανία όσο και στη Γερμανία. Στο Βίλνιους, οι φασίστες δράστες των σφαγών τιμώνται δημόσια σήμερα, ενώ το Βερολίνο δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια να αντιμετωπίσει τη δική του ευθύνη ή να τιμήσει τα θύματα. Η τοποθέτηση των γερμανικών στρατευμάτων στη Νεμεντσίνε, χωρίς ντροπή, συμβάλλει στην καταστολή της ιστορίας και αγνοεί την ηθική υποχρέωση προς τα θύματα της σφαγής και του Ολοκαυτώματος. Το Βερολίνο σταθμεύει ένα μέρος της ταξιαρχίας στη Νεμεντσίνα, μόλις δύο χιλιόμετρα μακριά από το μέρος όπου οι Γερμανοί και οι Λιθουανοί ναζί δολοφόνησαν μεγάλο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού του τόπου. Η σφαγή της Νεμεντσίνε ήταν μέρος της συστηματικής μαζικής δολοφονίας με την οποία οι Γερμανοί και οι Λιθουανοί φασίστες εξόντωσαν τους Εβραίους της λιθουανικής επαρχίας. Λίγους μήνες αργότερα ήταν «χωρίς Εβραίους». Η ανάμνηση και η επεξεργασία της κοινής ιστορικής ενοχής δεν παίζει ρόλο στη γερμανο-λιθουανική συνεργασία, η οποία ενισχύεται ξανά εδώ και αρκετά χρόνια. Στο πλαίσιο της τοποθέτησης της Γερμανικής Ταξιαρχίας στη Λιθουανία, το Βερολίνο δεν έχει ακόμη καταβάλει προσπάθειες για να τιμήσει τη συστηματική δολοφονία των Εβραίων της Λιθουανίας, για παράδειγμα της σφαγής στη Νεμεντσίνε. Με τη σιωπή της, συμβάλλει στην καταστολή της πραγματικότητας του γερμανικού πολέμου εξόντωσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

.
Στη Λιθουανία, με προπολεμικό πληθυσμό 2,2 εκατομμυρίων κατοίκων, οι δράστες εκείνης της εποχής τιμώνται δημόσια σήμερα. Οι φασίστες έχοντας στη χώρα οργανωμένη παρουσία από το 1921 γίνονται στενοί συνεργάτες των Γερμανών ναζί (όπως όλων των χωρών της Βαλτικής) και τιμώνται σήμερα ως «μαχητές της ελευθερίας». Η κριτική για το γεγονός αυτό κατηγορείται ως «ρωσική προπαγάνδα». Υπάρχει επίσης μια συνέχεια από το Βερολίνο για τον κατακερματισμό κι αλλαγή της ιστορίας: τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία αρνείται συνεχώς να εγκρίνει ψήφισμα του ΟΗΕ που καταδικάζει την εξύμνηση του γερμανικού φασισμού και των συνεργατών του. Στην αιτιολογική της δήλωση, η ομοσπονδιακή γερμανική κυβέρνηση συμμετέχει στο «βάφτισμα» των συνεργατών των Ναζί της Βαλτικής ως «εθνικοαπελευθερωτών μαχητών» εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Το 2018, ένας επιζών της εξόντωσης των Εβραίων της Λιθουανίας σχολίασε τη λιθουανική κουλτούρα μνήμης και την τιμή των δοσίλογων φασιστών: «όσο είναι εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσίας, θα τους λένε ήρωες!»
Αλλά και η Εσθονία, με προπολεμικό πληθυσμό περίπου 1,2 εκατομμυρίων κατοίκων, παρείχε περίπου 60.000 φασίστες εθελοντές για τον ναζιστικό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Και η Λετονία, είχε 1,8 εκατομμύρια κατοίκους και παρείχε περίπου 100.000 φασίστες εθελοντές στο πλευρό των Γερμανών ναζί. Οι ντόπιοι στρατιώτες των Βάφεν Ες Ες (Waffen SS) τιμώνται σήμερα στα κράτη της Βαλτικής με μνημεία και αναμνηστικές πορείες, ως «μαχητές της ελευθερίας» κατά της Μόσχας. Όπως και στην Ουκρανία, αυτό αντιστοιχεί στη σημερινή μετωπική επιθετική θέση της Δύσης έναντι της Ρωσίας.
Από επίσημες θέσεις στον Γερμανικό Στρατό (Bundeswehr), το Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Εξωτερικών, κυριαρχεί πάνω απ’ όλα δυνατή σιωπή σχετικά με τα ναζιστικά εγκλήματα στη Λιθουανία. Ένα παράδειγμα είναι η περιοδεία στη Βαλτική της τότε Γερμανίδας Υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ (Annalena Charlotte Alma Baerbock – η οποία είναι εγγονή ενός Ναζί και λέει ότι είναι περήφανη για τον παππού της) τον Απρίλη του 2022, που επισκέφθηκε ένα μνημείο για τα «θύματα του κομμουνισμού» —δηλαδή πρόκειται για μνημείο για τους συνεργάτες των Ναζί— αλλά δεν είπε τίποτα για τη μνήμη των θυμάτων των γερμανικών μαζικών εγκλημάτων στις χώρες της Βαλτικής. Η Μπέρμποκ προώθησε τον σχηματισμό της Δύσης εναντίον της Ρωσίας στις χώρες της Βαλτικής και μνημονεύει τα λεγόμενα «θύματα του κομμουνισμού», αλλά όχι τα θύματα του εθνικοσοσιαλισμού. Δεν υπάρχουν σχέδια για να τιμηθούν τα θύματα των ναζιστών κατακτητών και των συνεργατών τους στη Βαλτική, η τρομοκρατία των οποίων προκάλεσε τον θάνατο σχεδόν ολόκληρου του εβραϊκού πληθυσμού.

.
Επίσης, στις αναφορές στον τύπο γύρω από την ίδρυση της γερμανικής ταξιαρχίας στη Λιθουανία, το έργο της μνήμης των γερμανικών εγκλημάτων στη χώρα δεν παίζει ρόλο. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν αναφορές ότι οι γερμανικές αρχές ή οι Γερμανοί στρατιώτες επισκέφτηκαν τα μνημεία των θυμάτων της σφαγής στη Νεμεντσίνε. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί φαίνεται να θέτουν άλλες προτεραιότητες στην κουλτούρα της μνήμης τους: Το 2017, οι άνδρες της Bundeswehr που σταθμεύουν στη Λιθουανία τραγούδησαν μια σερενάτα γενεθλίων για τον Αδόλφο Χίτλερ στους λιθουανικούς στρατώνες τους. Και πιο πρόσφατα, το 2021 ενώ οι Βρυξέλλες ανακοίνωναν τα νέα επιθετικά βήματα κατά της Ρωσίας, γίνεται γνωστό ότι το γερμανικό στρατιωτικό προσωπικό στη Λιθουανία κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία τραγούδησε «τραγούδια γενεθλίων για τον Χίτλερ», λίγο πριν από την 80ή επέτειο της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.
Ενώ ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία αναφέρεται επανειλημμένα ως «πόλεμος εξόντωσης», η συζήτηση για την ταξιαρχία της Γερμανίας στη Λιθουανία δείχνει έναν αυξανόμενο εκτοπισμό και σχετικοποίηση του γερμανικού πολέμου εξόντωσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Η κληρονομιά της σφαγής στη Νεμεντσίνε υπογραμμίζει τη ζωτική σημασία της εκπαίδευσης και της μνήμης του Ολοκαυτώματος και των υπόλοιπων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας από τους Γερμανούς ναζί και τους κατά τόπους συνεργάτες τους. Για να αποτρέψουμε την επανάληψη της ιστορίας, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το σκοτάδι του παρελθόντος, να μάθουμε από αυτό και να ορκιστούμε να οικοδομήσουμε έναν κόσμο με ρίζες στην ανεκτικότητα, την ενσυναίσθηση και την ειρήνη.
Η σφαγή στη Νεμεντσίνε αποτελεί μια πανηγυρική μαρτυρία για την βαρβαρότητα και την ικανότητα απανθρωπιάς που μπορεί να εξαπολύσει ο καπιταλισμός και ο φασισμός, με τον πόλεμο και το μίσος. Η ανάμνηση αυτής της τραγωδίας μας υποχρεώνει να τιμούμε τη μνήμη όσων υπέφεραν και να εργαζόμαστε ακούραστα για έναν κόσμο όπου θα επικρατούν η αλληλεγγύη, η ενότητα και η κατανόηση, διασφαλίζοντας ότι τέτοιες φρικαλεότητες δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε ενάντια στα πολεμικά σχέδια που ετοιμάζουν πυρετωδώς οι μιλιταριστές ηγετίσκοι της φασιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναβιώνουν τον ναζιστικό τρόμο! Χρέος μας!