Κάθε χρόνο, η αστική τάξη της χώρας και τα κόμματά της αξιοποιούν την επέτειο της 28ης Οκτώβρη, πλασάροντας το παραμύθι της λεγόμενης «εθνικής ενότητας» και «εθνικής ομοψυχίας», που δήθεν υπήρξαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής. Τις προβάλλουν και σήμερα ως προϋπόθεση για την ευημερία και την προκοπή του λαού, ενώ την ίδια στιγμή συντρίβουν τη ζωή του για λογαριασμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Τα γεγονότα της 28ης Οκτώβρη 1940 έχουν καταγραφεί στην Ιστορία και δεν αλλάζουν. Η ερμηνεία τους όμως διαφέρει τόσο στους κατά καιρούς ερμηνευτές τους, όσο και στις εκάστοτε διαφορετικές συνθήκες.

.
Ένα βασικό ζήτημα, σχετικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ανάμεσα σε άλλα βρίσκεται στο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ως στοιχείο της ταξικής πάλης σήμερα, έχει σχέση με την προοπτική της λαϊκής κοινωνικοπολιτικής πάλης γενικά και τη διέξοδο της. Ζήτημα που βασίζεται στην αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, στην προοπτική της κοινωνικής εξέλιξης, το αναπόφευκτο της κοινωνικής επανάστασης. Θεμέλιό του είναι η εξουσία και ο χαρακτήρας της, ζήτημα το οποίο δεν εξαφανίζεται ποτέ, ακόμη και στην περίοδο του πολέμου. Βεβαίως, τα «σύγχρονα αστικά ρεύματα» στη μελέτη της Ιστορίας επιδιώκουν να αφαιρέσουν το ταξικό στοιχείο από την αντιφασιστική πάλη, προκειμένου να πείσουν τις λαϊκές μάζες πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από τη διαιώνιση της πλουτοκρατίας και της εκμετάλλευσης. Αποσιωπώντας το γεγονός πως στην απελευθερωτική πάλη κατά του φασιστικού Άξονα σε διάφορες χώρες η αστική τάξη δεν πήρε μέρος, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ ταυτόχρονα πάσχιζε εν μέσω πολέμου να πλουτίσει περισσότερο και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις διατήρησης της εξουσίας της μετά το τέλος του. Αυτή η στρατηγική της επιδίωξη καθόρισε τη συγκεκριμένη στάση της στον πόλεμο. Και αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα και μέσα από το παράδειγμα της Ελλάδας.
Η Ελλάδα στον πόλεμο — χωρίς «εθνική ενότητα»
Καμιά «εθνική ενότητα» δεν υπήρξε στον Ιταλο-ελληνικό πόλεμο. Υπήρξαν ασφαλώς αυταπάτες στις λαϊκές μάζες, κυρίως κατά το ξέσπασμα του πολέμου, όχι όμως και πραγματική «εθνική ενότητα», γιατί αυτή είναι ανύπαρκτη σε μια ταξική κοινωνία, είτε σε συνθήκες ειρήνης είτε σε συνθήκες πολέμου. Κι αυτό φάνηκε περίτρανα στο τέλος του Ιταλο-ελληνικού πολέμου, κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά και αργότερα.
Η στάση της αστικής τάξης και μαζί των κατακερματισμένων και σε βαθιά κρίση πολιτικών της δυνάμεων είναι αρκετά διδακτική, για το τι σημαίνει στην πράξη «εθνική ενότητα».
Ένα τμήμα της, οι φυγάδες πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, διαμόρφωσε κυβερνητικό κέντρο στην Αίγυπτο και ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Ένα άλλο τμήμα της, οι δωσίλογοι, συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Ένα τρίτο μεγάλο τμήμα της λούφαξε στην Αθήνα, ενώ συχνά έπαιρνε μέρος στην υπονόμευση του λαϊκού αγώνα. Και, τέλος, ένα τέταρτο οργάνωσε ορισμένη δράση κατά των κατακτητών σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, ενώ παράλληλα είχε διαύλους συνεργασίας και με τους Γερμανούς, για να χτυπήσει το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Στόχος όλων ήταν η διατήρηση της αστικής εξουσίας μετά τον πόλεμο.
Η επιλογή στρατοπέδου από την αστική εξουσία στην Ελλάδα, στην ενδοκαπιταλιστική διαμάχη που είχε ξεσπάσει, δεν είχε να κάνει με τις ιδεολογικές συγγένειες της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, αλλά με τα στρατηγικά συμφέροντα μερίδων της αστικής τάξης. Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου από τη Μεταξική δικτατορία ήταν μια στάση απόλυτα συνεπής με τα προτάγματα και τους πολύχρονους δεσμούς που είχε διαχρονικά το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης και ειδικά το κραταιό εφοπλιστικό κεφάλαιο με τη βρετανική πολιτική· ήταν αποτέλεσμα της επιλογής στρατοπέδου με βάση αυτό το κριτήριο.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν απότοκο των ιστορικών συμβάσεων ειρήνης που επιβλήθηκαν στους ηττημένους από τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε συνδυασμό με την ανισόμετρη συστημική ανάπτυξη, που επέτρεψε στους ηττημένους —και κυρίως στη Γερμανία— να ξαναπροβάλουν και πάλι τις αξιώσεις τους. Οι αντιθέσεις αυτές οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο από τη μεγάλη συστημική οικονομική κρίση του 1929, μια περίοδο όπου οξύνθηκαν όλες οι αντιθέσεις που μαστίζουν τον καπιταλισμό. Το σύνολο αυτών των ενδοαστικών και ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων, οδήγησε στο ξέσπασμα του πολέμου. Με αυτήν την έννοια ο πόλεμος αυτός ήταν καθαρά για την κυριαρχία ανάμεσα στις αστικές τάξεις και την πλουτοκρατία της εποχής, επομένως εξʼ ορισμού άδικος για τους λαούς όλου του κόσμου.
Η Αριστερά πρωτοστατεί στην Αντίσταση
Στην κατεύθυνση της διαστρέβλωσης της Ιστορίας, εντάσσεται και η επιχείρηση «αποχρωματισμού» της Αντίστασης στην Ελλάδα, με αναφορές περί «εθνικής ομοψυχίας», «εθνικής ενότητας» και κυρίως αποσιώπησης του ρόλου της Αριστεράς και του ΚΚΕ στη δημιουργία και στην εποποιία του ΕΑΜ. Η εποποιία αυτή δε θα ήταν δυνατή αν το ΚΚΕ υποτασσόταν τότε στις σειρήνες του «ρεαλισμού» που επικρατούσαν στην πολιτική σκηνή. Κανένας από αυτούς που σήμερα μιλάνε για υποταγή και «σώφρονα διαχείριση» της καπιταλιστικής κρίσης δε δικαιούται να επικαλείται την ΕΑΜική κληρονομιά ως άλλοθι. Να μην ξεχάσουμε επίσης τη στάση της φασιστικής κυβέρνησης Μεταξά που αναρριχήθηκε στην εξουσία κοινοβουλευτικά, με τη στήριξη της αστικής τάξης και των κομμάτων της, η ηγεσία των οποίων εγκατέλειψε το λαό στην τύχη του, την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Το πραγματικό και διαρκές «ΟΧΙ» στον φασίστα εισβολέα, στον φασίστα κατακτητή και τους συνεργάτες του, η πάλη για την απελευθέρωση της Ελλάδας και η συμβολή μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού στην αντιφασιστική νίκη στην Ευρώπη, είναι γραμμένα με το αίμα των αριστερών, των κομμουνιστών και των αγωνιστών που βάδισαν μαζί τους από άκρη σε άκρη, από κορυφή σε κορυφή της ελληνικής γης. Βέβαια να μην έχουμε αυταπάτες ότι σύσσωμος ο ελληνικός λαός αγωνίστηκε για το διώξιμο των ναζί-φασιστών καταχτητών.
Με την εισβολή των Ιταλών φασιστών στην Ελλάδα στις 28 Οκτώβρη 1940 και την ήττα τους στο μέτωπο της Αλβανίας, τη σκυτάλη πήρε η ναζιστική Γερμανία που εισέβαλε στις 6 Απρίλη του 1941 και κατέλαβε τη χώρα. Οι εναπομείναντες εκπρόσωποι της αστικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας την παρέδωσαν με χαρά στους κατακτητές. Έτσι ξεκινά η κατοχή της Ελλάδας από την ναζιστική Γερμανία.
Αποφασιστική, ως προς το χαρακτήρα της λαϊκής πάλης, ήταν η συμβολή του ιστορικού πρώτου γράμματος του έγκλειστου στα κρατητήρια της Κρατικής Ασφάλειας Νίκου Ζαχαριάδη «Προς το Λαό της Ελλάδας» και που καλούσε το λαό να αντιπαλέψει σύσσωμος με τ’ όπλο στο χέρι τον ντόπιο φασισμό και τους εισβολείς, σ’ έναν αγώνα που σαν αποτέλεσμα θα έπρεπε να έχει μια Ελλάδα που να ανήκει στο λαό της. Στο γράμμα του χαρακτήριζε τον πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, υπογραμμίζοντας ότι «δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.» Με βάση το πολιτικό στίγμα αυτού του γράμματος, τον Ιούλη του 1941, συνήλθε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, και αποφάσισε την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με τη συσπείρωση όλων των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που ήταν διατεθειμένες να αγωνιστούν γι’ αυτόν τον σκοπό. Έτσι με πρωτοβουλία του ΚΚΕ δημιουργήθηκε πρώτα το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ) στις 16 Αυγούστου 1941. Στη συνέχεια στις 27 Σεπτέμβρη του 1941 το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ιδρύθηκε από το ΚΚΕ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, το Αγροτικό Κόμμα και την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας. Στις 16 Φλεβάρη 1942 δημιουργήθηκε το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ο Ελληνικό Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), με καπετάνιο τον Άρη Βελουχιώτη. Λίγο αργότερα, στις 23 Φλεβάρη 1943, ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η θρυλική ΕΠΟΝ, που συσπείρωσε στις γραμμές της τεράστιο κομμάτι της νεολαίας. Δίπλα σε αυτές τις οργανώσεις έδρασαν η Εθνική Αλληλεγγύη, η Επιμελητεία του Αντάρτη, η Εθνική Πολιτοφυλακή, η Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ) κλπ. Το Μάρτη του 1943 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ), με πρωτοβουλία της Κομματικής Οργάνωσης Ναυτεργατών του ΚΚΕ (ΚΟΝ). Περίπου 2.500 Έλληνες ναυτεργάτες έδωσαν τη ζωή τους στη διάρκεια του πολέμου, πειθαρχώντας στο μαχητικό σύνθημα της ΟΕΝΟ «κρατείτε τα πλοία εν κινήσει».
Σημαντική ήταν και η συμβολή του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού (ΕΛΑΝ), που δημιουργήθηκε το 1943. Πλησιάζοντας η απελευθέρωση, το ΕΛΑΝ διέθετε 100 σκάφη με περισσότερους από 1.200 μαχητές ναύτες και αξιωματικούς. Δημιουργήθηκαν δηλαδή οι προϋποθέσεις για το μεγάλο έπος της Αντίστασης και του λαϊκο-απελευθερωτικού αγώνα.
Ήταν μια περίοδος της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας και του λαϊκού της κινήματος, το οποίο βρέθηκε πρωταγωνιστής των εξελίξεων, όταν η άρχουσα τάξη συμβιβαζόταν με την πραγματικότητα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας του πολέμου, ακόμη και με τη μορφή του φασισμού και του ναζισμού, της τότε «νέας τάξης πραγμάτων». Και η περίοδος αυτή συνδέεται με μια από τις πιο σημαντικές, ένδοξες και ηρωικές εποχές της λαϊκοδημοκρατικής και επαναστατικής δράσης.
Η ιστορική περίοδος στην οποία αναφερόμαστε είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του λαού μας από τη χιτλεροφασιστική κατοχή και υποδούλωση. Αλλά μόνο μ’ αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια της εξελισσόμενης πραγματικότητας στη συγκεκριμένη περίοδο. Γιατί η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας από τη μια πλευρά και στην εργατική τάξη και τ’ άλλα λαϊκά στρώματα από την άλλη, διεξαγόταν και σε όλην αυτήν την περίοδο της κατοχής. Άλλωστε, ο ελληνικός λαός την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς κατακτητές δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να τη διατηρήσει για πολύ, αφού ο αστικός κόσμος, στηριγμένος στα ένοπλα τμήματα του καθεστώτος που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές και τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές, χτυπά με τα όπλα το λαϊκό κίνημα προκειμένου να επανεγκαθιδρύσει την αστική εξουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από την προπολεμική διαπλοκή του ελληνικού κεφαλαίου με το αγγλικό, συνέπιπταν και τα συμφέροντά τους μεταπολεμικά, αφού ο αστικός κόσμος της Ελλάδας χωρίς τους Βρετανούς δε θα μπορούσε να επιβάλει τη δική του εξουσία, γιατί δεν είχε λαϊκό έρεισμα. Οι δε Βρετανοί έβλεπαν τη γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο ως έδαφος χρήσιμο για τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
Εδώ επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά και παρά το ότι ο ίδιος ιδεολογικά συμφωνούσε με τον Χίτλερ, στον πόλεμο συντασσόταν με τους Βρετανούς, αφού όπως έχει ομολογήσει δημόσια μετά την επίθεση της Ιταλίας, τα συμφέροντα του κεφαλαίου της Ελλάδας υπηρετούνται καλύτερα από τη σχέση τους με το αγγλικό κεφάλαιο. Γι’ αυτό και αντιτάχτηκε στην απαίτηση της φασιστικής Ιταλίας για στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδας απ’ αυτήν.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης (13/10/1873 – 28/8/1946), αστός «κεντρώος» πολιτικός, είχε πει για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ». [Φοίβου Γρηγοριάδη «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», 1975, εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344].
Αλλά η απάντηση του Μεταξά «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο) στον φασίστα Ιταλό πρέσβη αποδεικνύει για άλλη μια φορά, ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των πολιτικών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ο Μεταξάς το γνώριζε αυτό πολύ καλά. Για παράδειγμα να σημειώσουμε ότι στις 3 Μάρτη του 1934, μιλώντας στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, έλεγε κατά λέξη: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτικήν να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι» [Ιωάννου Μεταξά, «Ημερολόγιο», 1950, εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ].
Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η μεταξική δικτατορία δεν κλόνισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με τη Μεγάλη Βρετανία. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο υφυπουργός της Βρετανίας, Ρόμπερτ Βάνσιταρτ (Lord Robert Gilbert Vansittart, 1st Baron Vansittart, 25/6/1881-14/2/1957), σε έγγραφο του τον Μάη του 1937 για τις ελληνοαγγλικές σχέσεις έγραφε: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα». [Γιάννη Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», 1977, εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ. 25].
Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Έλληνα δικτάτορα, ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Άρθουρ Μέρτον (Arthur Sidney Merton, 18/5/1882-28/5/1942, ειδικός ανταποκριτής της «Daily Telegraph» στην Τουρκία και Αίγυπτο) τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης». [Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις, 1971, εκδόσεις «Πάπυρος», σελ. 76].
Ο λαός στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ανάμεσα σε δυο συνασπισμούς καπιταλιστικών κρατών (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, από τη μια πλευρά και Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία από την άλλη), για το εδαφικό ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής, αλλά και με έναν κοινό σκοπό: την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
Από αυτήν την άποψη, η στρατιωτική και πολιτική δράση των Άγγλων στην Ελλάδα για την εγκαθίδρυση αστικού κράτους, με το χτύπημα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, έρχεται ως συνέχεια της οικονομικής και στενής πολιτικής σύνδεσης της αστικής τάξης της Ελλάδας με την αστική τάξη της Αγγλίας, μετά την ήττα του αντίπαλου συνασπισμού καπιταλιστικών κρατών στον πόλεμο, του Άξονα. Προφανώς η στρατιωτική δράση των Άγγλων, ίσως να μην ήταν απαραίτητη στην Ελλάδα, αν στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγούνταν η αστική τάξη, οπότε θα θεωρούνταν νικήτρια και θα συνέχιζε να είναι ο ηγέτης των μεταπελευθερωτικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Η πραγματικότητα όμως εξελίχτηκε εντελώς διαφορετικά. Σ’ αυτόν τον πόλεμο ηγήθηκε η Αριστερά με τους συμμάχους της. Και στην μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του. Αυτό αποδείχτηκε και με τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας και τον εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο «έσπρωξαν» τη χώρα ο αστικός πολιτικός κόσμος της Ελλάδας και οι υποστηρικτές τους οι Βρετανοί. Κι αυτό γιατί δεν φαινόταν άλλος τρόπος για την εγκατάσταση της εξουσίας του κεφαλαίου, με δεδομένο ότι το λαϊκό κίνημα (παρά τα μεγάλα λάθη της ηγεσίας του και την ήττα του, τις μάχες του Δεκέμβρη και την υποχώρησή του, το λάθος του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ και γενικότερα τον απαράδεκτο συμβιβασμό του με τη «Συμφωνία της Βάρκιζας»), δεν είχε οριστικά ηττηθεί.
Ουσιαστικά σ’ όλη την διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν βρισκόταν στην πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, ουσιαστικά κρινόταν το ζήτημα της εξουσίας στη χώρα. Και απασχολούσε με τον ίδιο τρόπο τόσο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα όσο και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, το ΚΚΕ και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματα. Άλλωστε, πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί π.χ. η ένοπλη δράση του Εθνικoύ Δημοκρατικού Ελληνικού Σύνδεσμου (ΕΔΕΣ) κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σ’ όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα;
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, πριν τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του, ετοιμαζόταν και η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 από τον Μεταξά. Την 28η Οκτώβρη 1940, περίπου δυο χιλιάδες κομμουνιστές, πρωτοπόρα μέλη, συνδικαλιστικά στελέχη, βρίσκονταν κρατούμενοι σε 22 φυλακές, στρατόπεδα και τόπους εξορίας. Ακόμη σχεδόν ολόκληρη η κομματική ηγεσία, που είχε εκλεγεί από το 6ο Συνέδριο τον Δεκέμβρη του 1935, βρισκόταν φυλακισμένη και στις εξορίες. Με την έναρξη του πολέμου πρώτοι αντέδρασαν οι Ακροναυπλιώτες αγωνιστές, που με υπόμνημά τους που υπογραφόταν από τον Γιάννη Ιωαννίδη και τον Κώστα Θέο προς την κυβέρνηση του δικτάτορα Μεταξά, στις 29 Οκτώβρη 1940, ζητούσαν να πάνε στην πρώτη γραμμή για να πολεμήσουν.
Το δικτατορικό καθεστώς αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες αγωνιστές όπως ζητούσαν, προκειμένου να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Ακόμη και σ’ αυτήν την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Όσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους βεβαίως πέρασαν τη φρικιαστική εμπειρία των στρατοπέδων του Νταχάου (Dachau), του Άουσβιτς (Auschwitz), του Μαουτχάουζεν (Mauthausen) κλπ.
Ξεκάθαρα η αστική τάξη δεν πολέμησε
Οι επιλογές που είχε η άρχουσα τάξη της Ελλάδας μετά την εισβολή των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες. Αυτό ήταν εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα των τμημάτων της διέφεραν. Και αυτό αντανακλάται και στις συμμαχίες που είχαν με τα διαφορετικά καπιταλιστικά κέντρα. Έτσι μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το τμήμα της αστικής τάξης που είχε σχέσεις με τους Αγγλογάλλους φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή. Το τμήμα της αστικής τάξης που είχε ανάλογες σχέσεις με το γερμανικό κεφάλαιο έμεινε στην Ελλάδα και εγκαθίδρυσε το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα και έναν κρατικό μηχανισμό που θα αποτελέσει, όπως αποδείχτηκε μετά την απελευθέρωση, έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολό του. Ένα μικρό τμήμα της έμεινε στην αδράνεια, ενώ ελάχιστα και μεμονωμένα πολιτικά πρόσωπα έδρασαν στην απελευθερωτική πάλη. Ένα μικρό επίσης τμήμα της ίδρυσε στρατιωτικές οργανώσεις, με κυριότερη τον ΕΔΕΣ, που ουσιαστικά σε στενή συνεργασία με του Άγγλους έκανε αντιΕΑΜικό αγώνα.
Ακόμη πριν την απελευθέρωση της χώρας, έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια — και ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλιγκραντ, που αποτέλεσε την αρχή του τέλους του πολέμου—, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Και αυτό γιατί στην Ελεύθερη Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το μεγάλο κατόρθωμα του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση από τους φασίστες Γερμανούς κατακτητές, αλλά και η δημιουργία φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Αν και δεν αγκάλιαζε τα τότε μεγάλα αστικά κέντρα, στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, τη διοργάνωση εκλογών, αλλά και την «Κυβέρνηση του Βουνού», όπως την έλεγε ο λαός, δηλαδή την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) με έδρα τη Βίνιανη της Ευρυτανίας. Πρώτος πρόεδρος της ΠΕΕΑ ήταν ο υποστράτηγος Ευριπίδης Μπακιρτζής (16/1/1895-9/5/1947) διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια πρόεδρος έγινε ο νομικός Αλέξανδρος Ι. Σβώλος, (1892-22/2/1956). Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό τον ΕΛΑΣ και μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού συσπειρωμένο στο ΕΑΜ.
Η συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές
Το τμήμα του αστικού κόσμου που επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές ήταν οι γνωστοί «κουίσλινγκ» [πήραν την ονομασία αυτή από τον φασίστα Νορβηγό στρατιωτικό Βίντκουν Κουίσλιγκ (Vidkun Abraham Lauritz Jonssøn Quisling, 18/7/1887 – 24/10/1945) που πρόδωσε το λαό του και κυβέρνησε τη χώρα σε συνεργασία με τους ναζί κατακτητές]. Σχημάτισε τις κατοχικές κυβερνήσεις με τους δωσίλογους πρωθυπουργούς: τον στρατιωτικό Γεώργιο Τσολάκογλου (4/1886 – 22/5/1948), τον καθηγητή ιατρικής Κωνσταντίνο Ι. Λογοθετόπουλο (1/8/1878 – 6/7/1961) και τον Μακεδονομάχο Ιωάννη Δ. Ράλλη (1878 – 26/10/1946). Με την ενίσχυση αυτών των δωσιλογικών κυβερνήσεων και των ναζιστών των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής σχηματίστηκαν τα φασιστικά κόμματα «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας», «Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις» (ΕΣΠΟ), η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) κ.ά.
Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί μέσα στις συνθήκες μιας κατακτημένης χώρας. Στα πλαίσια της ύπαρξης και λειτουργίας του σχηματίστηκαν οι κατοχικές δωσιλογικές κυβερνήσεις, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης για αποτροπή κάθε αντίστασης του λαού. Ως κατοχικός πρωθυπουργός ο δωσίλογος Ιωάννης Ράλλης οργάνωσε τα «Τάγματα Ασφαλείας» («Γερμανοτσολιάδες» και «Ράλληδες» τους έλεγε ο λαός), με σαφή αντικομμουνιστική στόχευση και οπλίστηκαν από τη Βέρμαχτ (Wehrmacht), για την αντιμετώπιση του απελευθερωτικού αγώνα των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Παράλληλα δημιουργήθηκαν συναφείς κρατικές και παρακρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η Ειδική Ασφάλεια, στην οποία βασανίζονταν κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές, η Αστυνομία Πόλεων στην πρωτεύουσα και η Βασιλική Χωροφυλακή στην επαρχία. Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο Άμυνας, πάρα το γεγονός ότι δεν υπήρχε τακτικός στρατός!
Όλα τα παραπάνω δεν έγιναν τυχαία. Η ναζιστική Γερμανική κατοχή δεν κατάργησε, ούτε ήθελε φυσικά να καταργήσει, το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και οι τεταρτοαυγουστιανοί φασίστες, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους.
Η κατάσταση αντικειμενικά έβαζε το ζήτημα σε ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου (και υπόκοσμου) να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί άμεσα και κυρίως μακροπρόθεσμα την εξουσία της τάξης του. Αυτήν την αναγκαιότητα την αναγνώριζε όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Γι’ αυτό ακριβώς επικρότησε τη δημιουργία των δωσιλογικών κατοχικών κυβερνήσεων ως «εθνική ανάγκη». Γι’ αυτό ακριβώς και ο αστικός Τύπος τις στήριξε σε όλη τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Είναι σαφές το γεγονός ότι οι κατακτητές χρειάζονταν τις δωσιλογικές κυβερνήσεις ως υποχείρια τους, για να συμβάλουν στο δικό τους ρόλο καταστολής του λαού, ως τοποτηρητές γερμανικών συμφερόντων.
Πρέπει, λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι’ αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά την απελευθέρωση.
Για τη σημασία και το ρόλο των κατοχικών κυβερνήσεων ο εκπαιδευτικός και πολιτικός Κομνηνός Πυρομάγλου (1899 – 15/12/1980) του ΕΔΕΣ θίγει μια άλλη αξιοπρόσεκτη πλευρά, ανεξάρτητα απ’ το γεγονός ότι οι εξελίξεις τελικά δεν την επιβεβαίωσαν. Θέτει το θέμα ότι το υπουργείο Άμυνας λειτουργούσε στην κυβερνητική συγκρότηση των «κουίσλινγκ», αν και δεν υπήρχε στρατός. Ποιον σκοπό εξυπηρετούσε αυτό, πέρα απ’ την προσπάθεια συγκρότησης στρατιωτικών δυνάμεων και την προσπάθεια να εμποδιστούν αξιωματικοί του τακτικού στρατού να στελεχώσουν τον ΕΛΑΣ; Γράφει ο Πυρομάγλου: «Ο σκοπός απεκαλύφθη κατά τους τελευταίους μήνας του 1941, όταν εις μίαν ανά την Ελλάδα περιοδείαν του ο στρατηγός Τσολάκογλου, ατένιζων τας ακτάς της Μικράς Ασίας, εδήλωσεν ότι «οι εκδιωχθέντες Έλληνες, θα πρέπει να επανέλθουν…». Ήτο η περίοδος, κατά την οποίαν το Γερμανικόν Επιτελείον εμελέτα την εισβολήν εις την Τουρκίαν και είχεν ανάγκην μισθοφορικού στρατού. Η παγερά σιωπή του Ελληνικού Λαού έπεισε και «Κυβέρνησιν των Αθηνών» και Γερμανικάς Αρχάς, περί της πλήρους αρνήσεως των Ελλήνων, να εμπλακούν εις μίαν τοιαύτην περιπέτειαν» [Κομνηνού Πυρομάγλου, «Η εθνική αντίστασις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ», Αθήνα, 1975, εκδόσεις Δωδώνη].
Η συνεργασία με τους φασίστες κατακτητές δεν έμεινε μόνο σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Οι κάθε είδους «μαυραγορίτες» έκτισαν τεράστιες περιουσίες εκμεταλλευόμενες την πείνα του λαού. Ασύλληπτος αριθμός περιουσιών άλλαξαν χέρια στα χρόνια της κατοχής για ένα κομμάτι ψωμί. Η λίστα με Έλληνες δωσίλογους, γερμανόφιλους και φιλοναζιστές που έδρασαν στην περίοδο της κατοχής είναι τεράστια. Άτομα που
συνεργάστηκαν με τους κατακτητές σε στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Και οι απόγονοι τους βρίσκονται και σήμερα σε θέσεις κλειδιά της αστικής εξουσίας της χώρας.
Όπως γράφει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης «Η συνεργασία με τον κατακτητή δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την ενεργή συμμετοχή μεγάλου τμήματος του κρατικού μηχανισμού. Δίνοντας τον τόνο της συνεργασίας, οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις του Γεωργίου Τσολάκογλου, του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου και του Ιωάννη Ράλλη, αποτέλεσαν την κορυφή του παγόβουνου της κρατικής συνεργασίας με τον κατακτητή. Σώματα ασφαλείας, νομάρχες, δήμαρχοι, γενικοί διευθυντές και στελέχη υπουργείων, διευθυντές κρατικών υπηρεσιών, δικαστικοί, ιερείς, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακοί και άλλοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους οικειοθελώς ή αναγκαστικά στον κατακτητή. Η πολιτική-διοικητική συνεργασία επέτρεψε στις Αρχές Κατοχής να χρησιμοποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό για να διοικήσουν την κατεχόμενη Ελλάδα. Το επίσημο αφήγημα, το οποίο κάνει λόγο για μικρή μειοψηφία Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.»
Και επίσης σημειώνει: «Τα σκοτεινά και ανελεύθερα χρόνια που έζησε η Ελλάδα από το 1944 έως το 1974 είχαν τις ρίζες τους στον νέο διχασμό που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ένας διχασμός που είχε ως αφετηρία το εκτεταμένο φαινόμενο της συνεργασίας με τον κατακτητή, το οποίο διέσπασε τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής.» Και ακόμη:«Αν θέλουμε να εντοπίσουμε κάποιες από τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους, της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας, θα πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας και στις μακροχρόνιες συνέπειες που είχε το φαινόμενο της συνεργασίας με τον κατακτητή.» [Μενέλαου Χαραλαμπίδη, Οι δωσίλογοι – Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της κατοχής, Αθήνα, 2023, εκδόσεις Αλεξάνδρεια].
Επίσης αξίζει να διαβάσουμε από σχετικό πρωτοσέλιδο άρθρο της κεντρώας εφημερίδας «Ελευθερία» της εποχής της απελευθέρωσης: «Πολιτικοί, αξιωματικοί, δικαστικοί, βιομήχανοι καταβάλλουν από της πρώτης ημέρας της απελευθερώσεως απεγνωσμένας προσπάθειας διά να σώσουν τας κεφαλάς συνενόχων ή φίλων των. […] Σκοτεινοί άνθρωποι, πλουτίσαντες επί κατοχής λόγω της συνεργασίας των με τον εχθρόν, διαθέτουν τώρα μεγάλα ποσά διά να εξαγοράσουν συνειδήσεις, δεν αρρωδούν δε να διατυπώνουν απειλάς.» [Ελευθερία, 9/2/1945].
Απόντες οι αστοί πολιτικοί
Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ο κεντρώος Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860 – 24/6/1949) αρχηγός του κόμματος των «Φιλελευθέρων», ο Γεώργιος Καφαντάρης, του «Προοδευτικού Κόμματος», ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος (1887 – 27/7/1951) του «Αγροτικού Κόμματος» και της «Νεοδημοκρατικής Ενώσεων Αριστερών», ο Γεώργιος Παπανδρέου (13/2/1888 – 1/11/1968) του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», ο Βενιζελικός Νικόλαος Πλαστήρας (4/11/4883-26/7/1953), ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (13/12/1902 – 11/9/1986), του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος», ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (8/3/1907-23/4/1998), του «Λαϊκού Κόμματος», αποτελούν μερικά τρανταχτά παραδείγματα των πολιτικών εκφραστών της αστικής τάξης που απείχαν ουσιαστικά, ορισμένοι και τυπικά, ενώ ο Στυλιανός Γονατάς (15/8/1876-29/3/1966), υπαρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων», καθοδήγησε την ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» του Ιωάννη Ράλλη. Όπως γράφει ο Πέτρος Ρούσος (1908-30/7/1992), ο Γεώργιος Καφαντάρης, σε πρόταση που του έγινε από το ΚΚΕ μέσω του Δημήτρη Γληνού, του Λευτέρη Αποστόλου και του Θανάση Χατζή να προσχωρήσει στην Αντίσταση, απάντησε: «Οι Έλληνες να μη νοιάζονται, το ζήτημα θα το λύσουν οι σύμμαχοι» — δηλαδή οι Εγγλέζοι. [Πέτρου Ρούσου «Η μεγάλη πενταετία 1940-1945», 1976, Σύγχρονη Εποχή].
Την ίδια στάση κράτησαν στις προτάσεις του ΚΚΕ και άλλοι. Στον Γεώργιο Παπανδρέου, στον οποίο έγινε πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το επίσης κατηγορηματικό «όχι», που έδωσε ως απάντηση. Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Νικόλαος Πλαστήρας καλούσε τον λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές. Διαβάστε το σχετικό απόσπασμα από το γράμμα του Νικόλαου Πλαστήρα: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» [«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 14/1/1998]. Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Μόλις η Ελλάδα κατακτήθηκε, αλλά και στην πορεία, το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ’ όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση.
Οι άκαπνοι αστοί πολιτικοί σε αντιλαϊκή δράση μαζί με τους Άγγλους
Ο αστικός κόσμος που μετακόμισε στο εξωτερικό, περνούσε τον καιρό του στην Αίγυπτο μέσα σε ατελείωτες αντιλαϊκές δράσεις που πραγματοποιούσε με τους Εγγλέζους. Κύριο μέλημά τους είχαν να συγκροτήσουν, να συντηρήσουν και να ενισχύσουν τα απομεινάρια του αστικού κράτους που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, προετοιμάζοντας και προσβλέποντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Την εκεί κατάσταση την περιέγραψε πολύ παραστατικά ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών των κυβερνήσεων του Καΐρου, που την παρομοίαζε μ’ ένα «κουβάρι από σκουλήκια» [Γιώργος Σεφέρης, «Πολιτικό ημερολόγιο», τ. Α’, σελ. 131, 1979, Εκδόσεις Ίκαρος].
Ως προς το πώς έβλεπαν τις μεταπολεμικές εξελίξεις και το πώς προετοιμάζονταν ανάλογα, έγραψε ο Πέτρος Ρούσος για τη συνάντησή του με τον γνωστό πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο στο Κάιρο, το καλοκαίρι του 1943: «Ο Κανελλόπουλος έβλεπε πως πλησιάζει και πάλι το «μέγα θέμα» της εξουσίας. Συγκράτησα δύο σκέψεις από τις συνομιλίες μας. Του περιέγραψα την αλγεινή εντύπωσή μας από τη φατριαστική και ηττοπαθή κατάσταση που επικρατεί στις κορυφές του Καΐρου σε αντίθεση με τις μαχητικές διαθέσεις που επικρατούν στους φαντάρους, ναύτες και σμηνίτες υπέρ του συμμαχικού πολέμου. Είχαμε επισκεφτεί την Αλεξάνδρεια και είχαμε μιλήσει με την παράνομη καθοδήγηση της ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), με τον Σαλλά και με ναυτικούς, ιδιαίτερα του πολεμικού στόλου, επίσης με στελέχη της ΟΕΝΟ (Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων) και τον γραμματέα των ναυτεργατών Νίκο Καραγιάννη, που καθοδηγούσαν τον γεμάτο αυτοθυσία αγώνα των Ελλήνων ναυτικών στον πόλεμο.
– Κύριε Κανελλόπουλε, του λέω, είδαμε τα πολεμικά μας και τα πληρώματα έτοιμα για πόλεμο και θυσία και αυτά κρατούνται μακριά από τον αντιχιτλερικό πόλεμο, την ώρα που οι άλλοι θυσιάζονται στην πατρίδα και στους ωκεανούς. Όλοι, και οι Άγγλοι, ομολογούν πως χάρη στους αντιφασίστες είναι πρωτοφανής η πειθαρχία και η επίδοση των πληρωμάτων στα ελληνικά πολεμικά πλοία.
– Μα αυτό είναι ακριβώς που με φοβίζει, μου λέει!» [Πέτρου Ρούσου, «Η Μεγάλη Πενταετία», σελ. 418, 1976, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»].
Ο φόβος του εκφράστηκε με την έμπρακτη αντίδραση των Εγγλέζων, των εκεί ελληνικών κομμάτων και των πραιτοριανών τους λίγους μήνες αργότερα. Τον Απρίλη του 1944, σε συνεργασία με τους Βρετανούς οργάνωσαν την καταστολή και διάλυση των ελληνικών δυνάμεων, στρατιωτών, ναυτών και αεροπόρων, που βρισκόταν στη Μέση Ανατολή, λόγω της συμμετοχής τους στην Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) και την υποστήριξη τους στην ΠΕΕΑ. Τσάκισαν το ελληνικό αντιφασιστικό στρατιωτικό κίνημα της Μέσης Ανατολής ενόψει της απελευθέρωσης που πλησίαζε…
Η σύμπραξη των Εγγλέζων και των αστών πολιτικών έγινε απροκάλυπτα φανερή όλα εκείνα τα χρόνια. Το ίδιο και στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και στη «Βάρκιζα», καθώς και μέχρι τις αρχές του 1947, όταν τους Βρετανούς αντικατέστησαν στην Ελλάδα οι Αμερικανοί.
Ξεκάθαρα, λοιπόν, η στάση που κράτησαν τα αστικά κόμματα (βασιλικά – φασιστικά, φιλελεύθερα, δεξιά, σοσιαλδημοκρατικά κλπ) δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην απομαζικοποίηση τους (όσων βέβαια είχαν έστω και κάποια λαϊκή βάση), στη βαθιά κρίση τους και στη συσπείρωση μεγάλης πλειονότητας του λαού στις γραμμές του ΕΑΜ. Γιατί ο λαός διαπίστωσε με την πείρα του, ότι φθάνοντας οι Γερμανοί φασίστες στην Ελλάδα, δεν είχε ν’ ακουμπήσει παρά μόνο στην Aριστερά. Εκείνους τους δυστοπικούς καιρούς της φαιάς ναζιστικής λαίλαπας η αριστερά και κύρια το ΚΚΕ ήταν που βρέθηκαν δίπλα στις λαϊκές μάζες.
Από τις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης, του ΕΕΑΜ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, της Λαϊκής Πολιτοφυλακής, από τον αντάρτη των βουνών, ως τον μαχητή του μαζικού κινήματος στις πόλεις, η Aριστερά και κύρια το ΚΚΕ έδωσαν στους λαϊκούς αγώνες εκείνων των χρόνων τα καλύτερα παιδιά τους, δημιουργώντας νέο πρότυπο ζωής. Η υπεράσπιση αυτής της κληρονομιάς, πρέπει να αποτελέσει υπόθεση κάθε τίμιου ανθρώπου του λαού σήμερα, κληρονομιά που οι απολογητές του εκμεταλλευτικού συστήματος, με τόνους μελανιού ψέματος, διαστρέβλωσης και συκοφαντίας πάνε να σβήσουν.
Σήμερα πρωτοπόροι στη διαστρέβλωση της Ιστορίας
Τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει τα δημοσιεύματα, η αρθρογραφία, οι «μελέτες», σε εφημερίδες και περιοδικά, οι συζητήσεις και αναλύσεις σε ημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές, με θέμα κυρίως την περίοδο του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου. Κοινός στόχος όλων των παραπάνω είναι η διαστρέβλωση, η απόκρυψη, η αντιστροφή της ίδιας της ιστορικής πραγματικότητας, ακόμα και αυτής που είχε έτσι κι αλλιώς γραφτεί από τους νικητές, κάτω φυσικά από άλλο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Συστατικό στοιχείο όλων αυτών ο αντικομμουνισμός, οι επιθέσεις ενάντια στην αριστερά, η πολύμορφη αμφισβήτηση του ρόλου της τότε Σοβιετικής Ένωσης, του σοσιαλιστικού συστήματος και του διεθνούς εργατικού και επαναστατικού κινήματος. Το ξαναγράψιμο της ιστορίας, γίνεται σε όλον τον κόσμο. Ακόμη και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπου οι μαθητές διδάσκονται από τα βιβλία τους ότι την Ευρώπη την απελευθέρωσαν από τους ναζί κυρίως… οι Αμερικάνοι!!!
Η «επιχείρηση» ξεκινά από τη διαστρέβλωση των αιτιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον οποίο παρουσιάζουν ως απόφαση κάποιων «παρανοϊκών» τύπου Χίτλερ και Μουσολίνι, έτσι ώστε ο λαός, και ιδιαίτερα η νέα γενιά, να μη μάθει ποτέ τις αιτίες του πολέμου ούτε ποιοι και γιατί στήριξαν τον Χίτλερ, ώστε να στραφεί κατά των λαών και της ΕΣΣΔ, ούτε βέβαια ότι ο φασισμός είναι παιδί του καπιταλιστικού συστήματος.
Και στη χώρα μας τους ενδιαφέρει να μην μάθουν οι νέοι, ότι ένα κομμάτι του ελληνικού λαού με έναν ηρωικό αγώνα μπόρεσε να αποκρούσει την εισβολή και να στρέψει σε φυγή τις στρατιωτικές δυνάμεις των ομοϊδεατών τους Ιταλών φασιστών, αποδεικνύοντας πως ένας λαός μπορεί να νικάει και να κατακτάει το δίκιο του, αρκεί να θέλει να αγωνιστεί. Τους ενδιαφέρει να ξεχαστεί ότι η 28η Οκτώβρη 1940 σηματοδοτεί την πάλη μεγάλου μέρους του λαού μας ενάντια στο φασισμό, το ναζισμό, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενάντια στη γερμανοϊταλική κατοχή, σηματοδοτεί την μεγαλειώδη Αντίσταση, τη δημιουργία του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ.
Ταυτίζοντας φασισμό και κομμουνισμό οι διορισμένοι γραφειοκράτες της ΕΕ και οι ανιστόρητοι ηγετίσκοι στις χώρες-μέλη της, ανοίγουν τον δρόμο αξιοποίησης από το σύστημα της δράσης φασιστικών ομάδων με τελικό στόχο το εργατικό κίνημα και τους αγώνες του.
Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός με τα ντόπια όργανά του ματοκύλησε την Ελλάδα και έθαψε στο αίμα των θυμάτων του ελπίδες και όνειρα των Ελλήνων που αγωνίστηκαν. Η Ελλάδα δεμένη στο άρμα της Δύσης, στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», εξακολουθεί να αιμορραγεί και σήμερα, με απόγονους των δωσίλογων να βρίσκονται στην εξουσία. Όμως, όσο κι αν δεν τους αρέσει, το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν έσβησε, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. #
