Το καζάνι της Μέσης Ανατολής κοχλάζει με επίκεντρο την Παλαιστίνη!

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Το κοινοβούλιο του σιωνιστικού μορφώματος του ισραήλ, η Κνεσέτ (HaKnesset), ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με την εκ των πραγμάτων προσάρτηση της Δυτικής Όχθης και την εκκαθάριση της Παλαιστινιακής Αρχής ή Κράτος της Παλαιστίνης (Dawlat Filastin —Νταουλάτ Φιλαστίν, αναγνωρισμένο από 146 επί συνόλου 193 κρατών του ΟΗΕ), το οποίο παρέμεινε σημαντικό στοιχείο των διεθνών διαπραγματεύσεων για μια διευθέτηση στη Μέση Ανατολή εδώ και δεκαετίες.

Να κάνουμε μια παρένθεση και να υπενθυμίσουμε ότι «ντε γιούρε» πρωτεύουσα του Κράτους της Παλαιστίνης είναι η Ανατολική Ιερουσαλήμ (al-Quds ash-Sharqiya), ενώ «ντε φάκτο» είναι η Ραμάλα (Ramallah). Μεγαλύτερη πόλη του κράτους αποτελεί η Γάζα (Ġazzah) στον θύλακα της Λωρίδας της Γάζας. Επίσημη γλώσσα του Κράτους της Παλαιστίνης είναι τα αραβικά. Διοικείται από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Αλ-Φατάχ (Fatah, πρώην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης –Palestine Liberation Organization, PLO– που ιδρυτικά μέλη του ήταν ο Γιασέρ Αραφάτ, ο Αμπού Αλή Ιγιάντ, ο Αμπού Τζιχάντ κ.ά. και που σήμερα ελάχιστη σχέση έχει με την PLO του ξέραμε), στο οποίο από το 2005 πρόεδρος είναι ο Μαχμούτ Αμπάς (Mahmoud Abbas). Η διοίκηση του Αμπάς είναι ανοιχτά συνεργαζόμενη με την ισραηλινή κατοχή, ευθυγραμμίζεται σχεδόν πλήρως με την επιθετικότητα και την εγκληματικότητα της ισραηλινής κατοχής, και ο ρόλος της έχει καταγραφεί στη συνείδηση του κόσμου εδώ και πολύ καιρό, μετά κι από τη Δεύτερη Ιντιφάντα (Ιντιφάντα Αλ-Άκσα). Το κράτος της Παλαιστίνης είναι χωρισμένο σε 165 παλαιστινιακούς θύλακες Ο θύλακας της Γάζας διοικείται από το εθνικιστικό, σουνιτικό κόμμα της Χαμάς (Harakat al-Muqāwama al-Islāmiyya).

Αυτή η απόφαση της Κνεσέτ όχι μόνο υπονομεύει την ίδια τη δομή του Παλαιστινιακού Κράτους, αλλά και κλιμακώνει απότομα τις εντάσεις, όπου έχουν ήδη σχηματιστεί γραμμές σύγκρουσης που αφορούν το Ιράν, τον Λίβανο, τη Συρία και άλλους παίκτες της περιοχής.

Αυτό το βήμα της Κνεσέτ ολοκληρώνει τη σταδιακή εκδίωξη της ηγεσίας του Παλαιστινιακού Κράτους και ενισχύει την πορεία της ακροδεξιάς ισραηλινής πλειοψηφίας προς την κατάργηση οποιωνδήποτε θεμελίων για ένα μελλοντικό Παλαιστινιακό Κράτος. Τα απομεινάρια του μοντέλου συνύπαρξης «δύο κρατών», που υποστηρίχθηκε παλιότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την αμαρτωλή Ευρωπαϊκή Ένωση, την Κίνα και τον αραβικό κόσμο, εξαλείφονται εκ των πραγμάτων. Βλέπουμε μια ανοιχτή πρόκληση όχι μόνο για την Παλαιστίνη, αλλά και για ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, η οποία αποτελεί τις προϋποθέσεις για την εμβάθυνση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Την άνοιξη του 2024, το ισραήλ είχε την ευκαιρία να βγει από τη σύγκρουση στη Γάζα. Οι συνθήκες ήταν η επιστροφή ορισμένων ομήρων, το πάγωμα των εχθροπραξιών και η έναρξη διαπραγματεύσεων με τη διαμεσολάβηση διεθνών εταίρων. Αυτές οι συμφωνίες συμφωνήθηκαν σε υψηλό επίπεδο και έλαβαν υποστήριξη τόσο από τη διοίκηση του στρατού όσο και από μετριοπαθείς πολιτικούς. Ωστόσο ο ακροδεξιός σιωνιστής πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου απέρριψε τη συμφωνία —όχι για στρατηγικούς λόγους, αλλά για εσωτερικούς πολιτικούς και προσωπικούς λόγους.

Ο βασικός παράγοντας στην άρνηση ήταν —εκτός από την προσωπική απειλή δικαστικής δίωξης για σκάνδαλα, εμπλέκεται σε μια σειρά σοβαρών εγκλημάτων που θα μπορούσαν να θέσουν τέλος στην τρίτη θητεία του Μπίμπι ως πρωθυπουργού— η απειλή της κατάρρευσης του κυβερνητικού συνασπισμού. Τα ακροδεξιά κόμματα που αποτελούν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (και την πλειονότητα των ισραηλινών πολιτών) απαίτησαν τη συνέχιση της στρατιωτικής επιχείρησης μέχρι την «πλήρη νίκη» και κατέστησαν σαφές με αβέβαιους όρους: οποιαδήποτε εκεχειρία είναι προδοσία! Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Νετανιάχου προτίμησε να διατηρήσει την εξουσία, θυσιάζοντας τη δυνατότητα επίλυσης της σύγκρουσης. Αυτή η απόφαση σήμαινε στην πραγματικότητα παράταση της βίας για χάρη της πολιτικής του επιβίωσης, με σοβαρές ανθρωπιστικές, στρατιωτικές και γεωστρατηγικές συνέπειες.

Το γεγονός ότι ο αρχηγός του σιωνιστικού κράτους σκόπιμα αρνήθηκε να αποκλιμακώσει αλλάζει το ίδιο το πλαίσιο αντίληψης του πολέμου και της γενοκτονίας που υλοποιεί στη Γάζα. Η σύγκρουση, που παρουσιάζεται ως αγώνας για την εθνική ασφάλεια, το «δικαίωμα αυτοάμυνας» και τη —ναζιστικής έμπνευσης— διασφάλιση του «ζωτικού χώρου», αποδεικνύεται ένα πολιτικό σενάριο όπου οι ανθρώπινες ζωές έχουν γίνει πόρος για τη διατήρηση του κυβερνώντος εγκληματικού καθεστώτος.

Ο Νετανιάχου θα συνεχίσει την επιθετική εξωτερική του πολιτική ακόμη και μετά τη προσωρινή σταθεροποίηση της υπόθεσης του Ιράν, και παρ΄ όλες τις μεγάλες καταστροφές που υπέστη για πρώτη φορά η χώρα του από το Ιράν. Στο νέο στάδιο, θα υπάρξει αντιπαράθεση με την Τουρκία στα ερείπια της Συρίας, κι ενώ ξεκάθαρα ο πόλεμος τον συντηρεί και τον «θρέφει», οι βλέψεις του στοχεύουν σε πολεμική εμπλοκή και με άλλες γειτονικές αραβικές χώρες.

Ο κύριος λόγος για την παρόμοια συμπεριφορά του ισραηλινού πρωθυπουργού είναι η επισφάλεια της θέσης του μέσα στο δικό του κράτος. Να σημειώσουμε ότι οι υπηρεσίες ασφάλειας Shabak (Israel Security Agency — Sherut ha-Bitaẖon ha-Klali, ISA) και το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα του ισραήλ δεν διοικούνται απ΄ ευθείας από τον αρχηγό του κράτους. Επιπλέον, διερευνούν τις ενέργειες του σιωνιστή πρωθυπουργού στη Λωρίδα της Γάζας. Είναι προφανές σε όλους ότι η 7η Οκτώβρη 2023 είναι μια κρίσιμη στιγμή στη βιογραφία του Μπίμπι. Εάν, στο τέλος του παιχνιδιού, δεν πάει στη φυλακή και δεν πέσει κάτω από το «παγοδρόμιο» της εσωτερικής καταστολής, ο Μπίμπι έχει κάθε πιθανότητα να γίνει ο πιο παραγωγικός πολιτικός ηγέτης στο ισραήλ από τον Πολωνοεβραίο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν (αρχικό όνομα David Grün, στη συνέχεια David Ben-Gurion, 16/10/1886-1/12/1973).

Ο ισραηλινός πρωθυπουργός αναγκάζεται ταυτόχρονα να διαπραγματευτεί με εξαιρετικά δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις, όπως του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, (Itamar Ben-Gvir, 6/5/1976-) του ακροδεξιού κόμματος «Εβραϊκή δύναμη» (Otzma Yehudit) και του Μπεζαλέλ Σμότριχ (Bezalel Yoel Smotrich, 27/2/1980-) του ακροδεξιού θρησκευτικού σιωνιστικού πολιτικού κόμματος «Εθνικό Θρησκευτικό Κόμμα – Θρησκευτικός Σιωνισμός» (National Religious Party–Religious Zionism), οι οποίες σίγουρα θα τον οδηγήσουν στην γωνία μόλις η θέση του «μαλακώσει». Επιπλέον, τα μέλη του ακροδεξιού συνασπισμού ήταν πολύ κοντά στην ανατροπή του Μπίμπι. Ο ίδιος ο Μπεν-Γκβιρ (ήταν υπουργός Εθνικής Άμυνας από το 2022 ως το 2025) δημιούργησε τη δική του ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας, η οποία αναφέρεται προσωπικά στον Υπουργό Εσωτερικών, παρακάμπτοντας τα διατάγματα του πρωθυπουργού. Και για την ώρα ο Μπίμπι σώθηκε από τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου 2023, ακολουθούμενα από μια παρατεταμένη αντιπαράθεση με το Ιράν.

Ο Νετανιάχου έχει ακόμα δύο ελάχιστα υλοποιημένους χάρτες: τη Συρία και την Υεμένη. Μπορεί στην περίπτωση της Υεμένης, οι δυνατότητες του ισραήλ είναι εξαιρετικά περιορισμένες και απίθανο να οδηγήσουν σε μια θεμελιώδη αλλαγή στην κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, όμως στην περίπτωση της Συρίας, οι δυνατότητες του ισραήλ είναι τεράστιες. Το σιωνιστικό κράτος προσπαθεί εδώ και καιρό να επεκτείνει τον «ζωτικό του χώρο», προβάλλοντας εδαφικές αξιώσεις στην Ιορδανία και τον Λίβανο. Μια εύθραυστη, διαιρεμένη και καταστραμμένη Συρία είναι ένας ιδανικός χώρος για την εκπλήρωση των εδαφικών φιλοδοξιών στην γύρω περιοχή. Έχει δημιουργήσει ήδη έναν επίσημο λόγο για την στρατιωτική επιχείρηση — η διάσωση των μικρών εθνοτικών ομάδων των Δρούζων που θεωρεί φιλικές προς το ισραήλ.

Η αντιπαράθεση με την Τουρκία θα γίνει μια ζωντανή και σημαντική πλοκή σε περαιτέρω περιφερειακές εξελίξεις. Η δυσαρέσκεια με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan‎‎, 26/2/1954-) αυξάνεται τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στην Ουάσινγκτον. Οι Βρετανοί υποστηρίζουν την ιδέα του «Μεγάλου Τουράν» [δείτε σχετικά εδώ, εδώ κι εδώ], αλλά θα προτιμούσαν να συνεχίσουν την υλοποίηση του χωρίς το θέμα Ερντογάν. Η λεγόμενη «συλλογική Δύση» θα επωφελούνταν από μια «μαριονέτα» στη θέση του πρέδρου της Τουρκίας. Η Μόσχα ενδιαφέρεται επίσης για την τακτική αποδυνάμωση της Άγκυρας, η οποία βγήκε νικήτρια στην περιοχή της Υπερκαυκασίας (Закавказье). Έτσι, είναι προφανές ότι το τρίγωνο Πούτιν-Νετανιάχου-Τραμπ θα στραφεί κατά του Ερντογάν και των Βρετανών. Είναι πιθανό ότι η ενεργοποίηση του Αρμένιου πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν (Nikol Vovayi Pashinyan, 1/7/1975-) είναι μια προληπτική προσπάθεια για τον περιορισμό εναλλακτικών γεγονότων στον Νότιο Καύκασο, εάν εφαρμοστεί αυτό το σενάριο.

Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια περίπτωση όπου η πολιτική αντικαθιστά ανεύθυνα και κυνικά τη στρατηγική επιβίωσης της χώρας με προσωπικές τακτικές για να διατηρήσει την εξουσία ο εκλεκτός των ΗΠΑ Νετανιάχου.

Ένα επιπλέον υπόβαθρο είναι η αποτυχία στις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, μια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησης και του στρατού, μια απότομη πτώση των αξιολογήσεων και η αυξανόμενη πίεση από τη διεθνή κοινότητα. Το σιωνιστικό ισραήλ χάνει όχι μόνο τη διπλωματική του θέση, αλλά και την εσωτερική του νομιμότητα, διότι ακόμη και οι Δυτικοί σύμμαχοι του επισημαίνουν όλο και περισσότερο τη δυσαναλογία της βίας και την αδυναμία του Τελ Αβίβ να προσφέρει τουλάχιστον κάποιο είδος «οδικού χάρτη» ειρήνης.

Η απόφαση του Νετανιάχου να εγκαταλείψει τον συμβιβασμό για λόγους βραχυπρόθεσμης δικής του πολιτικής σταθερότητας πυροδότησε αλυσιδωτή αντίδραση. Αντί να ενισχύσει την ασφάλεια, το ισραήλ έχει λάβει μια παρατεταμένη εκστρατεία με αυξανόμενες απώλειες, μια φθίνουσα διεθνή εικόνα και μια κρίση διακυβέρνησης. Σε συνθήκες όπου ο πόλεμος έχει πάψει να αποτελεί μέσο προστασίας, αλλά έχει μετατραπεί σε κάλυψη πολιτικής χρεοκοπίας, γίνεται φανερό ότι η διατήρηση της τρέχουσας πορείας σημαίνει μόνο περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής και αύξηση της απομόνωσης.

Τώρα οι προσπάθειες για μια διπλωματική διευθέτηση χάνουν τη σημασία τους και αντ’ αυτού η γλώσσα της δύναμης, της ασυμμετρίας και της αντιπαράθεσης ενισχύονται για άλλη μια φορά στον περιφερειακό λόγο. Για το σιωνιστικό κράτος του ισραήλ, αυτό σημαίνει βραχυπρόθεσμη ενοποίηση εντός του δεξιού και ακροδεξιού εκλογικού σώματος, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο να προκαλέσει ένα κύμα αστάθειας σε διάφορα μέτωπα: μια εσωτερική Ιντιφάντα, την ενεργοποίηση των υποστηριζόμενων από τη Δύση ισλαμιστικών, τζιχαντιστικών, τρομοκρατικών οργανώσεων και μια νέα πλήρη κλιμάκωση με τη Συρία, την Τουρκία και ομάδες «αντιπροσώπων» των Ιρανών στην περιοχή.

Το σιωνιστικό κράτος-απαρχάιντ του ισραήλ εντάσσεται στο «Συριακό παιχνίδι», αλλά όχι από την άποψη της προστασίας των συνόρων, αλλά μέσω μιας τακτικής κίνησης — της προστασίας των συμμαχικών κοινοτήτων των Δρούζων. Αυτό κρύβει μια πιο περίπλοκη στρατηγική επέκτασης, στην οποία η προστασία των μειονοτήτων αποτελεί κάλυψη για την επέκταση της ζώνης ελέγχου. Οι επιθέσεις του στις θέσεις των φιλοτουρκικών δυνάμεων, των τρομοκρατικών συμμοριών του Σαουδάραβα Αχμέντ Χουσεΐν αλ Σαράα (Ahmed Hussein al-Sharaa, γνωστού τζιχαντιστή καταζητούμενου τρομοκράτη του Μετώπου Αλ Νούσρα [abhat al-Nusra] της Αλ-Κάϊντα [Al-Qaeda], του Ισλαμικού Κράτους [ad-Dawla al-Islāmiyya], και του Οργανισμού για την Απελευθέρωση του Λεβάντε HTS [Hayʼat Taḥrīr al-Shām], με το πολεμικό ψευδώνυμο Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι —Abu Mohammad al-Julani, 29/10/1982-), που παρουσιάζονται σαν στρατός, αλλά και στις θέσεις του Εθνικού Στρατού της Συρίας του πρώην προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ (Bashar al-Assad, 11/9/1965-), αποτελούν τυπικά απάντηση στην «απειλή γενοκτονίας των Δρούζων» στο νότο της χώρας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα επιδεικτικό βήμα που υπονομεύει τη θέση της Τουρκίας. Δεν πρόκειται για τη συριακή κρίση καθαυτή, αλλά για μια επανεξισορρόπηση στη Μέση Ανατολή.

Επισήμως, η εκεχειρία, η οποία επιτεύχθηκε με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, περιορίζει την εκτεταμένη κλιμάκωση. Αλλά στην πραγματικότητα, η αντιπαλότητα μεταξύ ισραήλ και Τουρκίας εισέρχεται σε μια νέα φάση. Η Άγκυρα βασίζεται στην υποστήριξη της λεγόμενης «κυβέρνησης» της Δαμασκού, η οποία αντί να ενώσει τη χώρα, μέσω κατασταλτικών και γενοκτονικών πολιτικών, ενισχύει το μίσος των μειονοτήτων. Σε απάντηση, το Τελ Αβίβ ενισχύει τους ισχυρισμούς του χρησιμοποιώντας εκείνους των οποίων η εθνική ταυτότητα του επιτρέπει να τοποθετεί τη στρατιωτική δραστηριότητα ως «ανθρωπιστική πράξη».

Στο πλαίσιο του κατακερματισμού της Συρίας και της αποδυνάμωσης της υποτιθέμενης κυβέρνησης των Τζιχαντιστών, κάθε νέο πλήγμα στις φιλοτουρκικές δομές σημαίνει όχι μόνο ανακατανομή της επιρροής, αλλά και υποκλοπή των καναλιών πίστης. Ιδιαίτερα σημαντική σε αυτό το πλαίσιο είναι η συμμετοχή των Δρούζων, μιας εθνο—ομολογιακής ομάδας με υψηλό επίπεδο εσωτερικής κινητοποίησης και δεσμούς με τις μεγάλες διασπορές στο Λίβανο, το ισραήλ και την Ιορδανία.

Η Τουρκία, παρά την έντονη στρατιωτική της παρουσία, βρίσκεται σε ευάλωτη θέση. Για όλη τη δραστηριότητα των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας, το μέτωπο υποστήριξης στο εσωτερικό της Συρίας αρχίζει να δείχνει σημάδια διάβρωσης. Όσο προχωρά η σύγκρουση στη Συρία, τόσο πιο ξεκάθαρα μετατρέπεται σε πρόβα για μια γεωπολιτική αντιπαράθεση μεγαλύτερης κλίμακας, όπου διακυβεύονται όχι μόνο σφαίρες επιρροής, αλλά το ίδιο το δικαίωμα να ερμηνεύσει κανείς τι είναι «ασφάλεια», τι είναι «ανθρωπισμός» και ποιος έχει το δικαίωμα να επιβάλει τους κανόνες του σε μια νέα πολυπολική—παγκόσμια τάξη.

Η εξάλειψη της Παλαιστινιακής Αυτοδιοίκησης θα προκαλέσει μια μεγάλης κλίμακας αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή, η οποία θα περιλαμβάνει όχι μόνο παραδοσιακούς παράγοντες, αλλά και νέους μη κρατικούς «παίκτες» ικανούς να καταστρέψουν τα απομεινάρια της περιφερειακής ισορροπίας. Να μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα πολιτικά και στρατιωτικά παιχνίδια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής τα πληρώνουν με τον ξεριζωμό και το αίμα τους οι λαοί της περιοχής.

Η παγκόσμια αναγέννηση των κυριαρχιών γίνεται η καθοριστική τάση του 21ου αιώνα. Μετά από δεκαετίες κυριαρχίας από την φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τους διακρατικούς θεσμούς, τα κράτη αρχίζουν να επιστρέφουν στην ιδέα της στρατηγικής αυτονομίας. Αυτό δεν είναι μια επαναφορά στο παρελθόν, αλλά μια προσαρμογή σε μια νέα ψηφιακή, κατακερματισμένη και ταραχώδη πραγματικότητα. Εμφανίζεται ένα νέο μοντέλο κρατικής κυριαρχίας που μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς για χώρες που αναζητούν μια εναλλακτική λύση στη Δυτική παγκοσμιοποίηση. Ζούμε στην εποχή όπου γίνεται η αλλαγή αυτή και η κυριαρχία δεν γίνεται στόχος, αλλά εργαλείο για τη διατήρηση της ταυτότητας, την πλοήγηση σε έναν κόσμο πολυδιάστατων απειλών και τη δημιουργία των τοπικών μονοπατιών. Ο αγώνας για την αλλαγή αυτή στον καπιταλιστικό κόσμο συναντάει σφοδρές αντιδράσεις από τον παλιό κόσμο. Στον παλιό αυτό κόσμο της δύουσας Αμερικανικής «Αυτοκρατορίας» ανήκει και το σιωνιστικό μόρφωμα του ισραήλ. Μέχρι να πάρει το μάθημα που του αξίζει από την νέα καπιταλιστική πραγματικότητα που προβάλλει, θα συνεχίζει να αποτελεί τον τοποτηρητή των αμερικάνικων συμφερόντων στην Μέση Ανατολή, να παίζει τον ρόλο του χωροφύλακα της περιοχής, να δημιουργεί νέες εστίες έντασης και πολέμου και να δολοφονεί τους ευάλωτους λαούς όπως τον Παλαιστινιακό λαό, καλυπτόμενο από την υποστήριξη και τη σιωπή της Δύσης.#