– Ποτάμια φούσκωσε η οργή και πρώτη πνίγηκε η ντροπή,
για των Τεμπών το φονικό το μπάζωμα το βιαστικό.
– Μέσα σε τούτο τον χαμό θρήνο, κραυγές, ορυμαγδό,
τόσα… μπλα-μπλα και…να… και…θα, τάχα γινήκαν όλα ορθά.
– Μανάδες ‘χάσαν τα παιδιά, μαύρα ντυθήκαν σπιτικά,
δικαιοσύνη που να βρεις ικέτης και γονυπετής.
– Κι έτσι διαβαίνει ο καιρός, δυό χρόνια πέρασαν καπνός
κι οι άγγελοι εκεί ψηλά δικαίωση ζητούν, αλλά…
με τόση ομίχλη κι εμπαιγμό το οξυγόνο λιγοστό.
– Μάρθη, Ελένη και Χρυσή Δικαιοσύνη μου κουφή,
να σε ξυπνήσει σπεύδει ευθύς κάθε γονιός ή συγγενής.
– Νίκο, Σωτήρη και Αγάπη, τ’ άδικου βρώμικη απάτη.
Στη μνήμη λάβαρο υψώνω να μη χαθεί το οξυγόνο.
– Αθάνατή μου Αντιγόνη που τώρα πια δεν είσαι μόνη
Έχεις παρέα τις μανάδες, αδέρφια και τους πατεράδες
Μνημεία, τείχη θα υψώσουν
Οι βλάσφημοι θα το μετανιώσουν.