«Στη Γάζα δεν υπήρχε ποτέ χρόνος για κλάματα»

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Αντί άλλου κειμένου σήμερα διαβάζουμε την αφήγηση του Παλαιστίνιου Ahmed Abu Artema. Ο Ahmed είναι Παλαιστίνιος δημοσιογράφος και ακτιβιστής για την ειρήνη. Γεννημένος στη Ράφα το 1984, ο Ahmed είναι πρόσφυγας από το χωριό Al Ramla. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Οργανωμένο χάος» (Organized Chaos). Άρθρα του δημοσιεύονται στο Middle East Eye, στο Al-Jazeera, στο Common Dreams κ.α. Στις 27 Αυγούστου 2025 έφυγε από τη Γάζα μετά από ενέργειες της Ολλανδίας όπου βρίσκεται σήμερα. Μπορείτε να δείτε την συνέντευξή του στο κανάλι The Electronic Intifada. Ο κόσμος πρέπει να μάθει.

Έφυγα από τη Γάζα με ενοχή, θλίψη και δάκρυα για τον γιο που μου πήρε το ισραήλ!

του Ahmed Abu Artema

.
«Επέζησα της γενοκτονίας, αλλά άφησα πίσω μου τον τάφο του μεγαλύτερου γιου μου, που σκοτώθηκε από το ισραήλ, και περισσότερους από δύο εκατομμύρια Παλαιστινίους που εξακολουθούν να υποφέρουν από την πείνα, τον φόβο και τον θάνατο. Αφού υπέφερα 690 ημέρες γενοκτονίας, φόβου και πείνας στη Γάζα, επέζησα με έναν απροσδόκητο τρόπο.

Είμαι ένας από τις εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστινίων από τη Γάζα που έχασαν σχεδόν τα πάντα από τις 7 Οκτώβρη 2023. Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου, ο μεγαλύτερος γιος μου, ο Αμπντουλάχ, 13 ετών, σκοτώθηκε όταν ισραηλινή αεροπορική επιδρομή χτύπησε το σπίτι της οικογένειάς μας στη Ράφα. Η επίθεση τραυμάτισε εμένα και τα άλλα παιδιά μου και σκότωσε αρκετούς συγγενείς μου.

Λίγο μετά, τα παιδιά μου που επέζησαν έφυγαν στο εξωτερικό. Μήνες αργότερα, ο ισραηλινός στρατός κατέστρεψε το κτίριο όπου βρισκόταν το διαμέρισμά μου. Τα σπίτια των συγγενών μου καταστράφηκαν επίσης, μαζί με ολόκληρη την πόλη μου.

Έχασα το καταφύγιο, την ασφάλεια και όλες τις προϋποθέσεις για να επιβιώσω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο στη Γάζα παρά να περιμένω με απόγνωση.

Μετά από περισσότερο από ενάμιση χρόνο γενοκτονίας, ένας φίλος μου από την Ολλανδία επικοινώνησε μαζί μου για μια θέση συντάκτη στο De Correspondent. Η διαδικασία κύλησε ομαλά: η εφημερίδα υπέβαλε αίτηση για άδεια εργασίας εκ μέρους μου και μέσα σε λίγες εβδομάδες όλα είχαν τακτοποιηθεί.

Το πιο δύσκολο βήμα παρέμενε: να φύγω από τη Γάζα.

Οι Ολλανδοί φίλοι μου και η ομάδα του De Correspondent εργάστηκαν σκληρά για να με βοηθήσουν. Επικοινώνησαν με το ολλανδικό Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο με τη σειρά του επικοινώνησε με τις ισραηλινές και ιορδανικές αρχές.

Τελικά, δόθηκε άδεια σε 13 άτομα από τη Γάζα, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, να ταξιδέψουν στην Ολλανδία. Ο συντονισμός διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες – μια μακρά αναμονή γεμάτη άγχος – πριν η ολλανδική πρεσβεία επιβεβαιώσει τελικά την ημέρα αναχώρησής μου και το σημείο συνάντησης, και περιγράψει τους περιορισμούς που επέβαλε το ισραήλ στο πέρασμα των συνόρων.

Το ισραήλ μας απαγόρευσε να μεταφέρουμε οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένων ρούχων εκτός από αυτά που φορούσαμε, καθώς και τσάντες, βιβλία και ηλεκτρονικές συσκευές – ακόμη και φορτιστή τηλεφώνου.

Δεν έφερα αντίρρηση, καθώς είχα ήδη χάσει σχεδόν τα πάντα. Στην πραγματικότητα, ένιωθα λάθος να πάρω μαζί μου τα λίγα υπάρχοντά μου, όταν τόσοι πολλοί Παλαιστίνιοι στη Γάζα είχαν μείνει χωρίς τίποτα, οπότε τα μοίρασα στα αδέλφια και τους συγγενείς μου.

Μόνο ένα πράγμα με βαραίνει: δεν μου επιτράπηκε να πάρω μαζί μου τα τελευταία ενθύμια του Αμπντουλάχ. Αφού σκοτώθηκε, μάζεψα τα ρούχα και τα παιχνίδια του σε ένα δωμάτιο του διαμερίσματός μου για να διατηρήσω ένα μέρος της μνήμης του. Όμως, τέσσερις μήνες αργότερα, ο ισραηλινός στρατός κατέστρεψε το κτίριο και μαζί με αυτό όλα τα πράγματά του. Μόνο δύο αντικείμενα γλίτωσαν – το Κοράνι του και η χτένα του – επειδή τα είχα φυλάξει σε μια τσάντα έξω από το διαμέρισμα.

Η ημερομηνία αναχώρησης ορίστηκε για την Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025. Επειδή οι συνθήκες για να περάσουμε από το ισραηλινό συνοριακό σταθμό ήταν επισφαλείς, το είπα μόνο στον πατέρα μου. Τον χαιρέτησα την προηγούμενη μέρα με ένα κανονικό αντίο και έφυγα. Τότε μου ήρθε μια τρομερή σκέψη: μήπως αυτό ήταν το τελευταίο μας αντίο; Δεν του άξιζε ένας πιο θερμός αποχαιρετισμός; Αλλά δεν βρίσκω πλέον παρηγοριά στους αποχαιρετισμούς.

Ο γιος μου, ο Αμπντουλάχ, μιλούσε μαζί μου όταν η βόμβα χτύπησε το σπίτι μας και, σε μια στιγμή, έφυγε από τη ζωή. Ο Αμπντουλάχ δεν πρόλαβε να πει την τελευταία του λέξη και εγώ δεν κατάφερα να του πω αντίο. Από τότε, προσπαθώ να αποφεύγω όσο το δυνατόν περισσότερο να δημιουργώ δεσμούς.

Επικίνδυνη διαδρομή.

Το σημείο συνάντησης για την αναχώρηση ήταν κοντά στο γραφείο της Unicef στο Deir al-Balah. Οποιαδήποτε καθυστέρηση θα μπορούσε να σημαίνει την απώλεια αυτής της σπάνιας ευκαιρίας που είχε προκύψει μετά από σχεδόν δύο χρόνια αδύνατων συνθηκών. Κανείς από εμάς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί τη νύχτα πριν, φοβούμενοι ότι η ευκαιρία θα χαθεί.

Δύο άλλοι ταξιδιώτες στη λίστα, ο Hazem και η σύζυγός του, Amal, έμεναν στο Khan Younis. Αδυνατώντας να βρουν μεταφορικό μέσο τη νύχτα, η μόνη τους επιλογή ήταν να ταξιδέψουν στο Deir al-Balah το προηγούμενο βράδυ και να κοιμηθούν σε μια σκηνή δίπλα στη δική μου μέχρι την ώρα της αναχώρησης. Μέχρι τότε, οι περισσότεροι από εμάς ζούσαμε σε σκηνές, αφού τα σπίτια μας είχαν καταστραφεί.

Η μετακίνηση τη νύχτα ήταν επικίνδυνη. Ο ουρανός βούιζε από ισραηλινά drones, που αιωρούνταν συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας, εξαπολύοντας επιθέσεις από καιρό σε καιρό. Αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή και ελπίζαμε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία μας νύχτα κάτω από τον απειλητικό βόμβο των drones.

Η Γάζα είναι χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα εδώ και δύο χρόνια, αλλά στις 2.30 τη νύχτα, οι τρεις μας προχωρήσαμε μέσα στο σκοτάδι προς το σημείο συνάντησης. Φτάσαμε και περιμέναμε για μια ώρα μέχρι να ελεγχθούν τα ονόματά μας και να επιβιβαστούμε σε ένα λεωφορείο.

Υπήρχαν συνολικά περίπου 130 επιβάτες, κατανεμημένοι σε τρία λεωφορεία. Ήταν φοιτητές με υποτροφίες, οικογένειες που επανενώνονταν και άλλοι με συμβάσεις εργασίας. Όλοι είχαν λάβει άδεια να φύγουν από τις ευρωπαϊκές πρεσβείες.

Εκείνη την ημέρα, τρία λεωφορεία γεμάτα επιζώντες θα άφηναν πίσω τους τη γενοκτονία, ενώ δύο εκατομμύρια άλλοι παρέμεναν παγιδευμένοι κάτω από το θάνατο.

Περιμέναμε άλλες δύο ώρες στο λεωφορείο μέχρι να δώσει ο ισραηλινός στρατός το σήμα να ξεκινήσουμε. Μετά από μια μακρά αναμονή, τα λεωφορεία ξεκίνησαν προς τα νότια. Πέρα από το Deir al-Balah βρισκόταν η πόλη Khan Younis και πιο νότια η Rafah.

Από εκεί, συνεχίσαμε ανατολικά μέχρι να φτάσουμε στο ελεγχόμενο από το ισραήλ πέρασμα Kerem Shalom, από το οποίο θα περνούσαμε.

Γη ερειπίων.

Καθώς τα λεωφορεία προχωρούσαν προς τα νότια, η έκταση της καταστροφής γινόταν όλο και χειρότερη. Η εικόνα ήταν τρομακτική – χειρότερη από μια καταστροφική σεισμική δόνηση. Ο ισραηλινός στρατός είχε περάσει από εδώ: το μεγαλύτερο μέρος της Χαν Γιούνις είχε καταστραφεί, ενώ η πόλη της Ράφα είχε εξαφανιστεί εντελώς. Όπου και να κοίταζες – δεξιά, αριστερά ή μπροστά – δεν υπήρχε τίποτα παρά σωροί ερειπίων, κατεστραμμένοι δρόμοι και γη που είχε ισοπεδωθεί από μπουλντόζες.

Το ισραήλ είχε χαράξει νέους δρόμους μέσα από την καταστροφή για να διευκολύνει την κίνηση των οχημάτων του. Αυτή η εικόνα συνόψιζε το ίδιο το ισραήλ: ένα κράτος που ιδρύθηκε πάνω στην καταστροφή της παλαιστινιακής ζωής.

Από τα πρώτα του χρόνια, έχτισε δημόσια πάρκα πάνω από τους τάφους των θυμάτων του. Η ισραηλινή οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα Zochrot έχει καταγράψει δάση, πάρκα και χώρους αναψυχής που φυτεύτηκαν από το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο πάνω στα ερείπια χωριών που καταστράφηκαν το 1948-49.

Ήταν η πρώτη φορά σε σχεδόν δύο χρόνια που βρισκόμουν τόσο νότια. Πριν από τη γενοκτονία, μπορούσε κανείς να οδηγήσει από το βορειότερο σημείο της Γάζας μέχρι το νοτιότερο σε λιγότερο από μία ώρα. Αλλά μετά την εισβολή του ισραηλινού στρατού και τον διαχωρισμό της Γάζας, όλα είχαν αλλάξει.

Αναγκάστηκα να φύγω από τη Ράφα τον Μάη του 2024, πριν από την εισβολή του ισραήλ. Από τότε, όπως όλοι όσοι εκδιώχθηκαν με διαταγή του ισραήλ, δεν μπόρεσα ποτέ να επιστρέψω. Οι κυβερνήσεις είχαν κηρύξει τη Ράφα «κόκκινη γραμμή», αλλά το ισραήλ εισέβαλε ούτως ή άλλως, εξαλείφοντας την πόλη και όλα τα αξιοθέατά της. Κατά ειρωνικό τρόπο, με αυτή του την ενέργεια, εξαφάνισε και την κόκκινη γραμμή που είχαν ορίσει οι κυβερνήσεις.

Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα επέστρεφα στη Ράφα με αυτόν τον τρόπο. Τώρα, περνούσα από εκεί μόνο ως ταξιδιώτης σε διέλευση, χωρίς να ξέρω αν θα επέστρεφα ποτέ.

Καθώς το τοπίο της καταστροφής ξεδιπλωνόταν μπροστά μου, κάθε ίχνος ζωής είχε εξαφανιστεί. Στα δεξιά και στα αριστερά μου υπήρχαν ερημωμένες γειτονιές, που πριν από την ισραηλινή εισβολή ήταν γεμάτες κόσμο. Προς το παρόν, το να μείνω εδώ σήμαινε βέβαιο θάνατο.

Όσο πιο νότια οδηγούμασταν, τόσο πιο παράξενη γινόταν η σκηνή. Άρχισα να βλέπω ομάδες ανθρώπων σε αυτοκίνητα και άλλους να περιμένουν στις άκρες του κατεστραμμένου δρόμου. Ο αριθμός τους συνέχιζε να αυξάνεται μέχρι που φαινόταν να είναι τουλάχιστον χιλιάδες.

Γιατί κάποιος να συγκεντρωθεί σε τόσο θανατηφόρα και επικίνδυνα μέρη; Γρήγορα κατάλαβα: ήταν άνθρωποι που αναζητούσαν βοήθεια.

Κινούμενοι από απελπισία, οι άνθρωποι ρίσκαραν τη ζωή τους για να πάρουν κουτιά με βοήθεια από το λεγόμενο Ανθρωπιστικό Ίδρυμα της Γάζας (Gaza Humanitarian Foundation), που ιδρύθηκε από το ισραήλ και την αμερικανική κυβέρνηση σε αυτές τις επικίνδυνες περιοχές.

Οι κίνδυνοι ήταν τεράστιοι, καθώς τουλάχιστον 2.000 άνθρωποι που ζητούσαν βοήθεια είχαν σκοτωθεί σε μόλις τρεις μήνες, σύμφωνα με το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Ωστόσο, οι άνθρωποι ρίσκαραν τη ζωή τους γνωρίζοντας την υψηλή πιθανότητα θανάτου, κάτι που αντανακλούσε την απελπισία τους και την απουσία εναλλακτικών λύσεων.

Πολλοί ήταν πατέρες που δεν άντεχαν να βλέπουν τα παιδιά τους να πεινάνε, ενώ δεν είχαν τα μέσα να τα ταΐσουν. Έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στη βέβαιη πείνα ή να ρισκάρουν τη ζωή τους για την μικρή πιθανότητα να φέρουν τροφή στο σπίτι.

Πιο νότια, όπου οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί, ο δρόμος προς τη διάβαση ήταν γεμάτος με σκισμένα κουτιά με βοήθεια και χιλιάδες σάκους αλεύρι. Ο Χαζέμ (Hazem), που καθόταν απέναντί μου, τα έδειξε και είπε: «Κοίτα όλη αυτή την τροφή που έχει πεταχτεί στο δρόμο. Πόσο πολύ τα χρειάζονται οι άνθρωποι της Γάζας».

Οι Παλαιστίνιοι αναγνωρίζουν ότι η μικρή ποσότητα βοήθειας που επιτρέπει το ισραήλ δεν οφείλεται σε ανησυχία για τον λαό, αλλά στην προώθηση της εικόνας του μέσω υποστηρικτικών μέσων.

Μόλις εξασφαλιστεί αυτή η εικόνα, δεν έχει σημασία αν η βοήθεια πετιέται στους δρόμους ή λεηλατείται από συμμορίες, τις οποίες προστατεύει το ισραήλ. Οι πεινασμένοι μπορούν να πεθάνουν, και το ισραήλ δεν νοιάζεται.

Ο νόμος των αποικιοκρατών.

Στις 9 το πρωί φτάσαμε στο πέρασμα Karem Abu Salem, που μετονομάστηκε από το ισραήλ σε Kerem Shalom, όπου η Γάζα συναντά τα εδάφη που κατακτήθηκαν από το 1948. Αυτή θα ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που θα περνούσα από εδώ και η πρώτη φορά που θα είχα άμεση επαφή με τον ισραηλινό στρατό.

Αυτή ήταν η πραγματικότητα της Γάζας από το 1994, όταν ήμουν μόλις 10 ετών. Μετά τις Συμφωνίες του Όσλο, το ισραήλ παραιτήθηκε από τον έλεγχο της πολιτικής διοίκησης της Γάζας, γεγονός που μείωσε την επαφή μεταξύ Παλαιστινίων και ισραηλινών αρχών.

Το 2005, το ισραήλ αποσύρθηκε από τους οικισμούς του στη Γάζα και από το συνοριακό σταθμό της Ράφα, που συνδέει την Παλαιστίνη με την Αίγυπτο και αποτελεί το μοναδικό πέρασμα για τους Παλαιστινίους στη Γάζα.

Πριν από τον πόλεμο, ταξίδεψα αρκετές φορές, αλλά πάντα μέσω της Ράφα και χωρίς να έρχομαι σε επαφή με τον ισραηλινό στρατό. Τώρα όλα ήταν εντελώς διαφορετικά.

Λίγα λεπτά αργότερα, για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου, θα έβλεπα έναν Ισραηλινό στρατιώτη από κοντά.

Το λεωφορείο σταμάτησε και ένας Άραβας εργάτης στο πέρασμα επιβιβάστηκε. Φαινόταν να είναι από το Νεγκέβ (Negev). Διάβασε τη λίστα με τα απαγορευμένα αντικείμενα: όλα ήταν απαγορευμένα εκτός από τα έγγραφα και το πορτοφόλι. Ακόμη και η μικρή τσάντα που περιείχε τα έγγραφα έπρεπε να πεταχτεί. Αφού έφυγε, περιμέναμε στο λεωφορείο για περισσότερο από μία ώρα.

Οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν από το λεωφορείο, περιμένοντας να τους καλέσουν. Ο Χαζέμ γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Ο αέρας εδώ είναι καθαρός και το μέρος είναι πολύ ήσυχο. Δεν ακούμε καθόλου το βουητό των drones».

Απάντησα: «Αυτός ο καθαρός αέρας προέρχεται από τη θάλασσά μας, και αυτό το μέρος όπου βρίσκεται τώρα αυτή η στρατιωτική βάση είναι η γη μας. Αυτός είναι πάντα ο νόμος των αποικιοκρατών. Κλέβουν τα πιο όμορφα και πλούσια μέρη της γης, περιορίζουν τους αυτόχθονες σε στενά θύλακες και τους στερούν τα απαραίτητα για μια αξιοπρεπή ζωή».

Ένας από τους φοιτητές που ήταν μαζί μας, ο οποίος ήρθε από ένα κοντινό σημείο διανομής, επέστρεψε με μπουκάλια νερό. Μου πρόσφερε ευγενικά ένα. Του είπα: «Δεν μπορώ να το δεχτώ από τον στρατό». Μου εξήγησε: «Δεν είναι από τον στρατό. Είναι από τον Ερυθρό Σταυρό», οπότε το δέχτηκα.

Μια λάθος κίνηση.

Κατευθυνθήκαμε προς μια σκιερή περιοχή και περιμέναμε στην ουρά για να ελέγξουν τα πιστοποιητικά ταυτότητάς μας. Ένας άλλος Άραβας εργαζόμενος καθόταν εκεί με ένα κινητό τηλέφωνο, μιλώντας με έναν ισραηλινό αξιωματικό στην άλλη άκρη της γραμμής.

Κοίταξε τις ταυτότητές μας και μετέφερε τους αριθμούς στον αξιωματικό, βεβαιώνοντας ότι τα ονόματα ταιριάζουν. Μόλις επιβεβαιωνόταν ένα όνομα, ο ταξιδιώτης έμπαινε σε ένα μικρό δωμάτιο, στεκόταν πίσω από μια κουρτίνα και κοίταζε μια κάμερα, ώστε οι στρατιώτες να μπορούν να τον δουν και να επαληθεύσουν την ταυτότητά του. Το επόμενο βήμα ήταν να περπατήσουμε προς την εσωτερική πύλη του συνοριακού σταθμού.

Περπάτησα κατά μήκος ενός φαρδιού μονοπατιού που περιβαλλόταν από φράχτες και τοίχους, με κάμερες εγκατεστημένες και παρακολουθούμενες από στρατιώτες από τις θέσεις τους.

Όταν έφτασα σε ένα κόκκινο φανάρι, σταμάτησα. Ένας στρατιώτης, οχυρωμένος σε έναν στρατιωτικό πύργο, μίλησε σε σπασμένα αραβικά μέσω ενός μεγαφώνου. Μπορούσα να ακούσω τη φωνή του, αλλά δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του: «Περπάτα!».

Συνέχισα μόνος μου. Μετά από περίπου 200 μέτρα, έφτασα σε μια διασταύρωση. Δεν ήξερα αν έπρεπε να συνεχίσω ευθεία ή να στρίψω δεξιά.

Εδώ, μια λάθος κίνηση μπορεί να σημαίνει θάνατο – το πιο εύκολο πράγμα για έναν ισραηλινό στρατιώτη είναι να πυροβολήσει. Πόσοι Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί απλώς και μόνο λόγω της εκτίμησης ενός στρατιώτη; Μπερδεμένος, στάθηκα ακίνητος. Γνωρίζοντας ότι με παρακολουθούσε, σήκωσα το χέρι μου σε μια χειρονομία ρωτώντας ποια κατεύθυνση να ακολουθήσω. Η φωνή του ακούστηκε πάλι από το μεγάφωνο: «Πήγαινε δεξιά».

Πήρα μια βαθιά ανάσα, ανακουφισμένος που ήμουν πάλι στην ασφαλή πλευρά, και έσπευσα να προχωρήσω. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας του ταξιδιού πραγματοποιήθηκε με κάμερες, χωρίς άμεση επαφή μεταξύ στρατιωτών και ταξιδιωτών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι νιώθεις μια αίσθηση ταπείνωσης όταν μειώνεσαι σε ένα απλό αντικείμενο ασφαλείας που πρέπει να επιθεωρήσει ο στρατός.

Και όμως, δεν μπορούσα να αρνηθώ μια παράξενη ανακούφιση που ένιωθα από το γεγονός ότι δεν τους αντιμετώπιζα άμεσα. Υπάρχουν εμπόδια πολύ σημαντικά και πληγές πολύ βαθιές για να ξεπεραστούν: αυτός ο στρατός κατέλαβε τη γη μου, σκότωσε τον γιο μου, κατεδάφισε το σπίτι μου, κατέστρεψε την πόλη μου. Ψυχολογικά, ήταν πιο εύκολο να μην βλέπω τα πρόσωπά τους.

Τα πρόσωπα των δολοφόνων.

Σε έναν άλλο σταθμό ελέγχου, οι εργαζόμενοι ήταν επίσης Άραβες. Δεν ήξερα ακριβώς ποιοι ήταν – πιθανότατα ισραηλινοί πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το ισραήλ απασχολεί αυτούς τους μη Εβραίους εργαζόμενους σε υποδεέστερες εργασίες ή τους ωθεί σε καθήκοντα που ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, ενώ οι σιωνιστές αφέντες παραμένουν πίσω από οχυρωμένα τείχη, επιβλέποντας τα πάντα.

Μας έψαξαν με μηχανήματα πριν προχωρήσουμε στον τελικό σταθμό του συνοριακού σταθμού. Τελικά, σταθήκαμε μπροστά στους ισραηλινούς στρατιώτες, οπλισμένους με τουφέκια. Ένας στρατιώτης προχώρησε μπροστά με μια λίστα. Έλεγξε τα ονόματά μας ένα προς ένα, διαγράφοντάς τα καθώς επιβεβαιωνόταν η αναχώρησή μας.

Συχνά δεν μας κοίταζε κατευθείαν, και ούτε εγώ τον κοίταζα κατευθείαν. Του έδειξα το διαβατήριό μου. Έριξε μια ματιά στο όνομα και μουρμούρισε στα εβραϊκά: «Kain», που σημαίνει «έγινε».

Πήγα να καθίσω σε ένα παγκάκι κοντά, περιμένοντας να τελειώσουν οι διαδικασίες για να μπορέσουμε να επιβιβαστούμε στο λεωφορείο. Εν τω μεταξύ, οι στρατιώτες κινούνταν γύρω μας, με τα τουφέκια τους στον ώμο, μιλώντας και γελώντας.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, γνώριζα τους ισραηλινούς στρατιώτες μόνο από τις ρουκέτες και τον θάνατο. Τώρα ήμουν αρκετά κοντά για να τους δω να μιλάνε, να γελάνε και να τρώνε. Η περιέργεια με ώθησε να ρίξω μια γρήγορη ματιά στα πρόσωπά τους, μελετώντας τα χαρακτηριστικά τους.

Μια ερώτηση με απασχολούσε: πώς μπορεί ένα πρόσωπο που γελάει να είναι ταυτόχρονα το πρόσωπο ενός δολοφόνου;

Αυτοί οι στρατιώτες υπηρετούν σε έναν στρατό που έχει διαπράξει γενοκτονία για σχεδόν δύο χρόνια και έχει αποικίσει και υποτάξει έναν λαό για 77 χρόνια. Είναι πολύ πιθανό ότι ο καθένας από αυτούς έχει συμμετάσχει άμεσα σε δολοφονίες – και εδώ ήταν, γελώντας, τρώγοντας και μιλώντας.

Πώς μπορεί κάποιος να συμφιλιωθεί με τέτοιες αντιφάσεις;

Πράγματι, οι άνθρωποι είναι παράξενα πλάσματα – ικανά να προσποιούνται, να ψεύδονται και να εξαπατούν ακόμη και τους εαυτούς τους.

Όσο και αν ήθελα να αποστρέψω το βλέμμα μου, ήθελα επίσης να μελετήσω τα πρόσωπα των στρατιωτών, σαν να μπορούσα να διεισδύσω στα βάθη της ψυχής τους. Ταυτόχρονα, φοβόμουν ότι αν τους κοίταζα για πολύ ώρα, θα εξοικειωνόμουν και θα τους θεωρούσα φυσιολογικούς, οπότε περιορίστηκα σε γρήγορες, φευγαλέες ματιές.

Πικρή αναστολή.

Επιβιβαστήκαμε σε ένα λεωφορείο που μας μετέφερε πέρα από τη διάβαση. Στην άλλη πλευρά, μας περίμεναν λεωφορεία της πρεσβείας, με σημαίες των χωρών που είχαν οργανώσει το ταξίδι μας.

Η ολλανδική αντιπροσωπεία μας καλωσόρισε και έδωσε σε καθέναν μας βίζα εισόδου, η οποία είναι αδύνατο να αποκτηθεί ενώ βρίσκεσαι στη Γάζα, λόγω της πλήρους απομόνωσής της από τον έξω κόσμο. Μας πρόσφεραν επίσης φαγητό.

Κρατώντας το φαγητό στα χέρια μου, ένιωσα μια αίσθηση ενοχής. Το φαγητό είναι μια από τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες, αλλά στη Γάζα έχει γίνει ένα μακρινό όνειρο για τα παιδιά. Πριν φύγω, άκουσα μια ομάδα παιδιών να μιλάνε για τα όνειρά τους. Δεν αφορούσαν παιχνίδια, ταξίδια ή διασκέδαση, αλλά μόνο ένα είδος φαγητού που λαχταρούσαν, αλλά δεν είχαν δοκιμάσει εδώ και πολλούς μήνες.

Τώρα πραγματοποιούσα το όνειρο περισσότερων από δύο εκατομμυρίων Παλαιστινίων που εξακολουθούν να είναι παγιδευμένοι στη Γάζα: να έχουν ελευθερία, ασφάλεια και τροφή. Αλλά ο πόνος παρέμενε τότε όπως και τώρα. Αυτή ήταν μόνο μια ατομική σωτηρία. Πώς μπορούσα να γιορτάσω τη δική μου απόδραση από την κόλαση, όταν όλοι οι άλλοι παρέμεναν φυλακισμένοι μέσα στα τείχη της;

Μπορούσα μόνο να πω στον εαυτό μου ότι είχα υπομείνει 690 ημέρες απώλειας, πείνας και φόβου μαζί με τον λαό μου. Ίσως τώρα, από έξω, θα μπορούσα να κάνω κάτι για να ακουστούν οι φωνές τους.

Αφήσαμε πίσω μας τη Γάζα και κατευθυνθήκαμε προς τα σύνορα με την Ιορδανία. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα στα εδάφη μας που καταλήφθηκαν το 1948 και που από τότε ονομάζονται ισραήλ. Η συντριπτική πλειοψηφία των οικογενειών της Γάζας, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου, εκδιώχθηκαν βίαια από πόλεις και χωριά που σήμερα ανήκουν στο ισραήλ.

Η επιστροφή στις πατρίδες τους είναι ένα κοινό όνειρο για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες – μια ιστορία που οι παππούδες και οι γιαγιάδες μεταφέρουν στα εγγόνια τους. Εγώ ονειρευόμουν από καιρό να τις επισκεφτώ. Σήμερα τις είδα επιτέλους, αλλά μόνο από το παράθυρο του λεωφορείου. Μας απέλασαν. Απαγορευόταν να βγούμε από τον δρόμο. Το λεωφορείο μας οδήγησε βαθιά στο Νεγκέβ, περνώντας από το Αράντ (Arad) και τη Νεκρά Θάλασσα.

Υπήρχε μια συντομότερη διαδρομή μέσω της Δυτικής Όχθης, αλλά το ισραήλ μας απαγόρευσε να την ακολουθήσουμε. Ίσως φοβόταν ότι ακόμη και η θέα των ανθρώπων και των πόλεων της Δυτικής Όχθης θα προκαλούσε ένα αίσθημα ενότητας και σύνδεσης με άλλα μέρη της πατρίδας μας. Δεν ξέρω. Αλλά με την αποικιακή νοοτροπία, τίποτα δεν με εκπλήσσει.

Ο δρόμος προς την εξορία.

Στην άλλη πλευρά του δρόμου, είδα τη ζωή να συνεχίζεται ως συνήθως. Οι άνθρωποι βρισκόντουσαν μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη γενοκτονία που διαπράττεται από τον στρατό τους. Μερικοί από αυτούς ήταν οι ίδιοι στρατιώτες, ίσως σε άδεια μετά τη συμμετοχή τους στη σφαγή.

Εκεί, ο θάνατος έπεφτε πάνω σε δύο εκατομμύρια ανθρώπους σε ένα υπαίθριο στρατόπεδο κράτησης υπό καταστροφικές ανθρωπιστικές συνθήκες. Εδώ, η καθημερινή ζωή συνέχιζε, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ίσως ήταν επειδή δεν έβλεπαν τα θύματα πίσω από τον φράχτη ως ίσους σε ανθρωπιά ή δεν πίστευαν ότι η ζωή τους είχε σημασία.

Έτσι συμφιλιώνονται με τη γενοκτονία – προσποιούμενοι ότι δεν υπάρχει.

Στη διαδρομή, είδα ατελείωτες έρημες εκτάσεις. Οι κατοικημένες περιοχές έμοιαζαν με μικρές οάσεις σε μια απέραντη έρημο. Γιατί, λοιπόν, το ισραήλ εμποδίζει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες να επιστρέψουν στις πόλεις τους, όταν υπάρχει τόσο άφθονη γη;

Αυτό μου θύμισε τις μελέτες του Παλαιστίνιου ιστορικού Salman Abu Sitta, ο οποίος διαπίστωσε ότι πάνω από το 80% της γης από την οποία εκδιώχθηκαν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες παραμένει είτε έρημη είτε πολύ αραιοκατοικημένη, με τους περισσότερους ισραηλινούς να συγκεντρώνονται σε μεγάλες πόλεις.

Αυτό σημαίνει ότι στην ιστορική Παλαιστίνη υπάρχει περισσότερη από αρκετή γη για να επιστρέψουν όλοι οι εκτοπισμένοι και να ζήσουν μαζί με τον εβραϊκό πληθυσμό. Το πρόβλημα, προφανώς, δεν είναι η έλλειψη πόρων ή χώρου, αλλά η αποικιακή απληστία και η ιδεολογία της υπεροχής.

Ο οδηγός του λεωφορείου μου πρότεινε να καθίσω κοντά του για να μιλήσουμε. Μου είπε ότι ήταν από την Ιερουσαλήμ. Οι Παλαιστίνιοι μεταξύ του ποταμού και της θάλασσας δεν κατοικούν σε ένα συνεχόμενο γεωγραφικό χώρο. Το ισραήλ έχει ενισχύσει σκόπιμα αυτόν τον διαχωρισμό για να κατακερματίσει την παλαιστινιακή ταυτότητα.

Όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου και οι νεότεροι, δεν είχα επισκεφτεί ποτέ την Ιερουσαλήμ ή τη Δυτική Όχθη. Ήμουν ενθουσιασμένος που γνώρισα έναν Παλαιστίνιο από την Ιερουσαλήμ.

Ανταλλάξαμε μερικές ιστορίες. Ο οδηγός μου είπε ότι δεν είχε ταξιδέψει για 20 χρόνια λόγω προβλημάτων ταυτότητας και διαμονής στην Ιερουσαλήμ. Κάθε Παλαιστίνιος έχει τη δική του προσωπική τραγωδία, που του έχει επιβληθεί από τις πραγματικότητες της κατοχής.

Μετά από περίπου πέντε ώρες, φτάσαμε στη γέφυρα που συνδέει την Παλαιστίνη με την Ιορδανία. Περιμέναμε δύο ώρες στο λεωφορείο πριν ένας Ιορδανός αξιωματικός ασφαλείας, συνοδευόμενος από έναν ισραηλινό στρατιώτη, επιβιβαστεί για να ελέγξει τον κατάλογο των επιβατών. Η επικοινωνία τους ήταν ομαλή, καθώς συνεργάζονταν καθημερινά.

Στη συνέχεια, μεταφερθήκαμε σε άλλο λεωφορείο, το οποίο οδηγούσε Ιορδανός. Ο οδηγός χαιρέτησε μια ισραηλινή στρατιωτίνα που στεκόταν κοντά με μια άνετη οικειότητα – σίγουρα επειδή βλέπονταν καθημερινά. Στη Γάζα, οι Παλαιστίνιοι γνωρίζουν τους ισραηλινούς στρατιώτες μόνο από πίσω από τείχη ή από πολεμικά αεροπλάνα στον ουρανό. Τέτοιες σκηνές δεν υπάρχουν στον κόσμο μας.

Η ειρήνη πρέπει να δημιουργεί ένα όμορφο συναίσθημα, σκέφτηκα. Αλλά για να διαρκέσει η ειρήνη, πρέπει να βασίζεται στη δικαιοσύνη και στο τέλος της καταπίεσης.

Το λεωφορείο μας μετέφερε σε ένα κοντινό κτίριο μέσα στην Ιορδανία, όπου περιμέναμε τον έλεγχο των διαβατηρίων μας. Καθίσαμε για περισσότερες από πέντε ώρες. Κανείς δεν φαινόταν να γνωρίζει τον λόγο της καθυστέρησης, πόσο μάλλον γιατί ήταν απαραίτητες αυτές οι χρονοβόρες διαδικασίες, ειδικά αφού οι ιορδανικές αρχές είχαν ενημερωθεί από καιρό για την άφιξή μας και γνώριζαν ότι θα παραμείναμε μόνο για λίγες ώρες.

Οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν μετά τα μεσάνυχτα και το λεωφορείο μας μετέφερε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο. Ο συντονιστής της ολλανδικής πρεσβείας μας ενημέρωσε ότι έπρεπε να είμαστε στο αεροδρόμιο στις 8 το πρωί, πράγμα που σήμαινε ότι θα κοιμόμασταν το πολύ πέντε ώρες. Οι ιορδανικές αρχές φαινόταν να επιθυμούν διακαώς την αναχώρησή μας, η επείγουσα ανάγκη τους υπαγορευόταν από πολιτικές σκοπιμότητες.

Οι κυβερνήσεις της Ιορδανίας και της Αιγύπτου έχουν επανειλημμένα δηλώσει την αντίθεσή τους στην εκτόπιση των Παλαιστινίων. Στην πραγματικότητα, ο ρόλος τους περιορίστηκε στην αστυνόμευση των συνόρων, ώστε οι Παλαιστίνιοι να μην τα διασχίζουν, αντί να ασκήσουν πραγματική πίεση για να τερματιστούν οι σφαγές και η καταστροφή και να διασφαλιστεί ότι οι άνθρωποι θα έχουν τα μέσα να παραμείνουν στη γη τους.

Τι μένει.

Εκείνη τη νύχτα, καθώς περιμέναμε στην Ιορδανία, έστειλα μήνυμα στην οικογένειά μου για να τους κάνω έκπληξη με την είδηση της αναχώρησής μου. Η 10χρονη κόρη μου, η Μπατούλ (Batoul), που κάνει θεραπεία στο εξωτερικό, μου έστειλε ένα φωνητικό μήνυμα. Με συγκινημένη φωνή, είπε: «Μπαμπά, αλήθεια; Δεν μπορώ να συγκρατήσω τη χαρά μου!» Η Μπατούλ φοβόταν για μένα όσο ήμουν ακόμα στη Γάζα.

Μοιράστηκα μια σέλφι για πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου με την αδελφή μου στην Αίγυπτο. Μου απάντησε με ένα φωνητικό μήνυμα, κλαίγοντας, σοκαρισμένη από το πόσο χλωμός ήμουν και πόσο βάρος είχα χάσει.

Αυτή είναι η κατάσταση κάθε Παλαιστίνιου στη Γάζα. Κανείς δεν έχει γλιτώσει από αυτόν τον πόλεμο. Άφησα πίσω μου την οικογένειά μου, τους φίλους μου και έναν ολόκληρο λαό που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μόνος του τον θάνατο σε όλες του τις μορφές.

Όταν το αεροπλάνο τελικά απογειώθηκε, τα σύνορα φάνηκαν να σβήνουν και ο ορίζοντας να διευρύνεται. Πάντα μου άρεσε η αίσθηση ελευθερίας που μου δίνει το να πετάω.

Εκείνη τη στιγμή, μπορούσα επιτέλους να πω: επέζησα της γενοκτονίας, το σώμα μου δεν είναι πια στη Γάζα.

Αλλά ένα μέρος μου έμεινε πίσω: ο τάφος του γιου μου Αμπντουλάχ, τον οποίο δεν είχα καταφέρει να επισκεφτώ από την εισβολή του ισραήλ στη Ράφα. Σύμφωνα με πληροφορίες, το νεκροταφείο είχε ισοπεδωθεί, αλλά με την πόλη υπό στρατιωτικό έλεγχο, κανείς δεν μπορούσε να φτάσει εκεί για να το επιβεβαιώσει.

Θυμήθηκα τα πράγματά του που αναγκάστηκα να αφήσω και ξέσπασα σε κλάματα. Στη Γάζα, δεν υπήρχε ποτέ χρόνος για κλάματα.»#