Η Διαθήκη ενός λαού που δεν σβήνει

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Αν κάποτε φτάσει η στιγμή που θα ρωτήσεις: Υπήρξαν αυτοί οι άνθρωποι; Εκεί, σ’ εκείνη τη γη που τώρα δείχνει άδεια, θα σου απαντήσει ο άνεμος.

Θα σου πει για τα γέλια των παιδιών που σώπασαν απότομα. Για τα χέρια που μοίραζαν ψωμί κι έγιναν στόχοι. Για τις μητέρες που κράτησαν τα παιδιά αγκαλιά ως την τελευταία ανάσα χωρίς να φωνάξουν, μην τρομάξουν τα μικρά τους.

Μην ψάξεις τις αλήθειες τους σε βιβλία και χαρτιά. Θα τα έχουν κάψει. Κοίτα το χώμα. Αν μυρίζει αίμα και γιασεμί, αν θροΐζουν οι παλιές λέξεις όταν περπατάς ξυπόλυτος, εκεί ήμασταν κάποτε…

Εμείς ήμασταν σπίτια με αυλές, φούρνοι που μύριζαν φρέσκο ψωμί και λιακάδα, γέλια ανάμεσα σε συρματοπλέγματα. Εμείς ήμασταν το καθημερινό θαύμα, να μεγαλώνεις μέσα στον τρόμο και ν’ ανθίζεις.

Κι όταν μας ρώτησαν: Πού είναι ο Θεός σας τώρα; Απαντήσαμε: Στην τελευταία μας πράξη αντίστασης.

Σου αφήνουμε παιδί του αύριο, μια πέτρα από τον κήπο μας εκεί που σκότωσαν το φως, μα δεν κατάφεραν να σκοτώσουν την ιδέα και την ανάμνηση του. Μην τους πιστέψεις αν σου πουν πως δεν υπήρξαμε. Ζωγράφισε μας με το χέρι σου, ζωντάνεψέ μας μέσα από την αγάπη σου να σωθεί ό,τι αρνήθηκαν.

Αυτός είναι ο τρόπος που νικιέται η λήθη, με μνήμη που επιμένει. Με ψυχή που δεν υπογράφει την ήττα. Με λαούς που αντιστέκονται, όχι για μια πατρίδα μοναχά, αλλά για να μη χαθεί ο Άνθρωπος.

Ηρακλής