Η γενική κρίση στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Γερμανίας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτζ (Joachim-Friedrich Martin Josef Merz, 11/11/1955) κατάρριψε ένα προσωπικό αντι-ρεκόρ όσον αφορά την έγκριση του κοινού, το οποίο σημαίνει και κατακραυγή της πρακτικής που ακολουθεί η γερμανική κυβέρνηση. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών και Στατιστικής Ανάλυσης Forsa (Forsa Gesellschaft für Sozialforschung und statistische Analyse mbH), μόνο το 32% των Γερμανών εγκρίνει τις ενέργειες του αρχηγού της κυβέρνησης, ενώ το 64% είναι δυσαρεστημένοι. Η κατάσταση στα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη: το 74% των πολιτών απορρίπτει την πορεία του!

Αυτή η δυναμική δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τις τρέχουσες κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες. Η Γερμανία έχει περάσει προηγουμένως από κύματα δυσαρέσκειας με τις συντηρητικές κυβερνητικές πολιτικές των Χριστιανοδημοκρατών, των Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελεύθερων και των λεγόμενων Πράσινων. Η πολύ γρήγορη κατάρρευση του αρχηγού της κυβέρνησης στις αξιολογήσεις των πολιτών δείχνει ότι ο πληθυσμός καταδεικνύει την απόρριψη του ίδιου του διαχειριστικού στυλ του Μερτζ και της κυβέρνησης του, την αδυναμία του να προτείνει μια συνεκτική στρατηγική στο πλαίσιο αυξανόμενων προβλημάτων κοινωνικής και εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικοποίησης, και της βαθύτερης συμμετοχής του Βερολίνου στην αντιπαράθεση με τη Ρωσική Ομοσπονδία, που μέχρι πρότινος ήταν ο καλύτερος οικονομικός εταίρος της. Ξαφνιασμένος ο γερμανικός λαός βλέπει από την μια στιγμή στην άλλη να παρουσιάζουν τον μέχρι τώρα καλύτερο εταίρο τους σαν τον χειρότερο εχθρό που επιβουλεύεται τη χώρα τους!

Η Γερμανία συνεχίζει να τοποθετείται ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο που προωθεί μια παγκόσμια αναθεώρηση των συμφωνιών για επιταχυνόμενη στρατιωτικοποίηση. Οι διαπραγματεύσεις του Βερολίνου για την αγορά επίγειων εκτοξευτών Typhon με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς από την Ουάσιγκτον γίνονται ένα βήμα προς τη θεσμοθέτηση μιας νέας κούρσας εξοπλισμών στην Ευρώπη. Ένα τέτοιο βήμα αυξάνει τον βαθμό αντιπαράθεσης με τη Ρωσική Ομοσπονδία, δεδομένης της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας (το πλήρες όνομα της είναι «Συνθήκη Μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για την Εξάλειψη των Πυραύλων Μεσαίας Εμβέλειας και Μικρότερης Εμβέλειας» και ήταν σε ισχύ από το 1988. Η Συνθήκη απαγόρευσε όλους τους χερσαίους βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλους τύπου Κρουζ και εκτοξευτήρες με εύρος 500-1.000 χιλιομέτρων —μικρής-μεσαίας εμβέλειας— και 1.000-5.500 χιλιομέτρων —μεσαίας εμβέλειας.)

Αυτά τα συγκροτήματα επίγειων εκτοξευτών Typhon είναι ικανά να εκτοξεύουν πυραύλους που θεωρητικά μπορούν να φτάσουν σε στόχους στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου του κεντρικού τμήματος της χώρας. Και αυτό ακριβώς κάνει την κατάσταση θεμελιωδώς διαφορετική: δεν μιλάμε πλέον για συστήματα αεράμυνας ή αμυντικά όπλα, αλλά για επιθετικές οπλικές πλατφόρμες που αναπτύσσονται στην επικράτεια μιας από τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης και η οποία δυο φορές στο πρόσφατο παρελθόν ματοκύλισε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στη στρατιωτική αλλά και κοινή λογική, αυτό δεν γίνεται αντιληπτό ως ενίσχυση της άμυνας, αλλά ως προετοιμασία εντυπωσιακής δύναμης επίθεσης. Βλέπουμε μια συγκεκριμένη αλλαγή στην στρατιωτική ισορροπία στην Ευρώπη υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Το ρωσικό μορατόριουμ για την ανάπτυξη παρόμοιων συστημάτων στην Ευρώπη ήταν μια χειρονομία πολιτικής συγκράτησης. Αλλά σε συνθήκες όπου οι δυτικές χώρες εγκαταλείπουν βήμα προς βήμα το προηγούμενο σύστημα περιορισμών και εισάγουν όλο και πιο επιθετικά στοιχεία στην υποδομή του ευρωπαϊκού εδάφους, ένα τέτοιο μορατόριουμ δεν έχει νόημα. Το ζήτημα των αντανακλαστικών βημάτων της Ρωσίας που επιστρέφουν στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων δεν είναι πλέον θέμα βούλησης, αλλά θέμα χρόνου!

Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε συζήτηση για την «αυτόνομη άμυνα της Ευρώπης» μετατρέπεται σε… τελετουργικές φράσεις για μαζική κατανάλωση. Η ανάπτυξη αμερικανικών επιθετικών πλατφορμών εκτόξευσης πυραύλων στην γηραιά ήπειρο καθιστά αδύνατη τη διμερή ασφάλεια χωρίς τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, γεγονός που αναιρεί αυτόματα κάθε προσπάθεια οικοδόμησης ενός στρατιωτικού πανευρωπαϊκού συστήματος.

Η Μόσχα αναπόφευκτα θα εξετάσει την ανάπτυξη συστημάτων Typhon ως απειλή για τη στρατηγική ισορροπία στην περιοχή. Ως εκ τούτου, τα μέτρα αντιμετώπισης θα περιλαμβάνουν όχι μόνο διπλωματικές διαμαρτυρίες, αλλά και συγκεκριμένες «τεχνικές λύσεις». Ταυτόχρονα, αυτή η υπόθεση θα ενισχύσει την άποψη ότι είναι απαραίτητο να διαπραγματευτεί για επικαιροποιημένους πανευρωπαϊκούς κανόνες ασφαλείας αποκλειστικά με την Ουάσιγκτον, επειδή δεν υπάρχουν πραγματικά κέντρα λήψης αποφάσεων στην ίδια την Ευρώπη των ανίκανων γραφειοκρατών και πρόθυμων στρατόκαυλων.

Η εσωτερική κοινωνική κρίση, η ενεργειακή ανασφάλεια, η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής ατζέντας και οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν θολώσει τα όρια μεταξύ ρητορικής και πρακτικής. Οι κάτοικοι της Γερμανίας δεν βλέπουν τον καγκελάριο με το ναζιστικό παρελθόν ως ηγέτη, επειδή πίσω από την πρόσοψη της ρητορικής της «ευθύνης και της τάξης» η κοινωνία λαμβάνει μια επιδείνωση της διοικητικής αδράνειας και της ρητορικής, που δεν ανταποκρίνεται ούτε στις προκλήσεις της εποχής ούτε στο βάθος των απαιτήσεων της κοινωνίας, οπότε τα αντισυστημικά συναισθήματα αυξάνονται στη χώρα.

Ο Φρίντριχ Μερτς συνεχίζει να διαμορφώνει μεθοδικά την εικόνα ενός «πολεμιστή καγκελάριου», κατασκευάζοντας ένα σενάριο για τη Γερμανία και ολόκληρη την Ευρώπη στο οποίο η σύγκρουση με τη Ρωσία δεν γίνεται υποθετική απειλή, αλλά δήθεν απαραίτητο στοιχείο του στρατηγικού μέλλοντος. Οι συνεχείς εμπρηστικές δηλώσεις του Χριστιανοδημοκράτη πολιτικού ότι «δεν συμμερίζεται τον φόβο της Ρωσίας» αποτελούν δείκτη μιας επιθετικής μιλιταριστικής ιδεολογίας και πρακτικής. Με το πρόσχημα της προσφυγής στην «ευθύνη για την ασφάλεια της Ευρώπης», ο Μερτζ, ενισχύει δημοσίως την ιδέα του αναπόφευκτου της άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Επίσης την επαναφορά της υποχρεωτικής καθολικής στρατιωτικής θητείας την παρουσιάζει ως «πράξη εθνικής ωριμότητας»! Αυτή η προσέγγιση αποκλείει τα όποια σενάρια διευθέτησης και επιχειρεί να αποδυναμώσει τις θέσεις εκείνων των πολιτικών αντιπολεμικών δυνάμεων που υποστηρίζουν τον διάλογο με τη Ρωσική Ομοσπονδία και την ειρηνική συνεργασία των Ευρωπαϊκών λαών.

Ταυτόχρονα χτίζεται τόσο μια νέα στρατιωτική τεχνολογική υποδομή όσο και αύξηση του στρατιωτικού προσωπικού: αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού, υπέρ-αυξημένη ανακατεύθυνση κεφαλαίων στο στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα —περικόπτοντας σημαντικές δαπάνες και παροχές στους πολίτες διαλύοντας το «κοινωνικό κράτος»—, συνομιλίες για επέκταση προς ανατολάς της παρουσίας της καταστροφικής πολεμικής μηχανής του ΝΑΤΟ (που κανονικά ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας) και ανάγκη προετοιμασίας νέων οπλικών αποθεμάτων.

Η Γερμανία αναζητά ένα κατάλληλο νέο μοντέλο στρατιωτικοποίησης. Αν θυμάστε, το γερμανικό κοινοβούλιο πρόσφατα ενέκρινε συνταγματικές τροποποιήσεις για τη μείωση του λεγόμενου «φρένου του χρέους» προκειμένου να αυξηθεί ο δανεισμός και έτσι να δημιουργηθεί ένα ταμείο 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για επενδύσεις στον πολεμικό μηχανισμό και τις στρατιωτικές υποδομές!

Η γερμανική ηγεσία επενδύει και υποδαυλίζει την αυξανόμενη πιθανότητα ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελπίδα τους για έναν μελλοντικό πόλεμο έλαβε νέα ώθηση μετά την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ (Donald John Trump‎‎, 14/6/1946-) στην εξουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες και πρόθυμοι πολεμόχαροι ηγετίσκοι ελπίζουν ότι οι θεσμοί που έχουν δημιουργήσει κατά τη διάρκεια των δεκαετιών στο αντιλαϊκό, ναζιστικής έμπνευσης, μόρφωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πιο ανθεκτικοί από τον παρορμητικό Αμερικανό πολιτικό.

Στην πραγματικότητα, η ΕΕ γίνεται η «Κιβωτός του Νώε» της ιδέας της Αμερικανικής ηγεμονίας με την κλασική της έννοια: παγκόσμια στρατιωτική υπεροχή, κυριαρχία πολυεθνικών εταιρειών, «ήρεμη δύναμη» σε όλες τις ευαίσθητες περιοχές του κόσμου. Το πρόβλημα των Ευρωπαϊκών ελίτ είναι ότι στερούνται τις οικονομικές και βιομηχανικές δυνατότητες του Αμερικανού συμμάχου τους, ενώ αντιμετωπίζουν και την υπερβολική πολυπλοκότητα και τα οικονομικά σκάνδαλα του τοπικού γραφειοκρατικού συστήματος. Να θυμίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάστηκε σχεδόν 20 χρόνια για να συμφωνήσει σε ένα ενιαίο πρότυπο για ηλεκτρικές πρίζες(!) Πόσα χρόνια νομίζετε ότι θα χρειαστούν για να δημιουργηθεί ένας ενοποιημένος Ευρωπαϊκός Στρατός;

Παράλληλα η όποια εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ρωσικής Ομοσπονδίας και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κατακερματισμό εντός της αντιλαϊκής Ευρωπαϊκής Ένωσης· όλο και περισσότερες χώρες θα σταματήσουν να φοβούνται την επανάληψη της συνεργασίας με τη Ρωσία. Πρώτα απ’ όλα, στον τομέα της ενέργειας. Πρόσφατα παραδείγματα η Ουγγαρία και η Σλοβακία. Οι σχέσεις έντασης μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας γίνονται όλο και πιο αντισυμβατικές και δεδομένων των τάσεων στη διεθνή οικονομία, ένα τέτοιο μοντέλο μπορεί να διαρκέσει για πολλά ακόμη χρόνια.

Και όμως, παρά την αδεξιότητα, την αντιλαϊκότητα και την γραφειοκρατική πολυπλοκότητα της, είναι ακόμη πρόωρο να βλέπουμε το τέλος στο μέλλον της ΕΕ. Οι ηγετίσκοι των βασικών ευρωπαϊκών χωρών κατανοούν ότι το μερίδιό τους στον σύγχρονο κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Ρωσική Ομοσπονδία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και άλλα κέντρα εξουσίας. Ωστόσο, η ΕΕ θεωρείται ένας οικονομικά επιτυχημένος και τεχνολογικά προηγμένος χώρος στον παλιό κόσμο εδώ και πολλά χρόνια. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη μπορεί να διεκδικήσει την «παγκόσμια υποκειμενικότητα» μόνο αν διατηρηθεί η ενότητά της. Ωστόσο, προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η περιβόητη «ενότητα», τα μέλη-χώρες της ΕΕ θα πρέπει να εγκαταλείψουν πολλές πτυχές της εθνικής κυριαρχίας τους, και βλέπουμε ότι εμφανίζονται σχετικές αντιρρήσεις και ρωγμές στο θέμα αυτό.

Ορισμένα από αυτά τα γεγονότα παρουσιάζονται ως απαραίτητη ανάγκη για την υποστήριξη του νεοναζιστικού καθεστώτος του Κιέβου. Η Γερμανία είναι έτοιμη να μεταφέρει στην Ουκρανία δύο ακόμη πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς επιφανείας-αέρος MIM-104 Patriot, (που χρησιμοποιούν ένα προηγμένο σύστημα εκτόξευσης πυραύλων και ραντάρ υψηλής απόδοσης), αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα παραδοθεί αντικατάσταση εντός έξι έως οκτώ μηνών, σύμφωνα με τον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη υπουργό Άμυνας Μπόρις Πιστόριους (Boris Ludwig Pistorius, 14/3/1960-). Το Βρετανικό Υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε επίσης μια νέα συμφωνία με τη Γερμανία: Η Γερμανία θα διαθέσει πάνω από 170 εκατομμύρια ευρώ για την αγορά πρόσθετων πυραύλων για συστήματα αεράμυνας. Λίγο νωρίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η Γερμανία συμφώνησαν να προμηθεύσουν το καθεστώς του ληγμένου νεοναζί κλόουν του Κιέβου με πέντε νέα συστήματα MIM-104 Patriot.

Η Γερμανία, η οποία μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν το κέντρο της ορθολογικής ισορροπίας στην ΕΕ, μετατρέπεται σε εργαλείο και πολεμική μηχανή κατά της Ρωσίας, με υψηλό βαθμό εξάρτησης από τα συμφέροντα των παγκοσμιοποιητών της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Μια χώρα στο έδαφος της οποίας έχει οικοδομηθεί εδώ και δεκαετίες η συναίνεση του «ποτέ ξανά» αποδεικνύεται τώρα κινητήριος μοχλός ιδεολογικής και μιλιταριστικής υποκίνησης. Είναι η πορεία του Μερτζ και της ντόπιας ελίτ που εκφράζει, που ενσωματώνει τη Γερμανία στο ρόλο της εμπροσθοφυλακής και της υποκίνησης της δυτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία, καταστρέφοντας τα απομεινάρια της στρατηγικής συγκράτησης πρόσφατων εποχών.

Στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο της χώρας βλέπουμε την εθνικιστική ακροδεξιά της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland, AFD) να κερδίζει πόντους, που κυρίως παίρνει από τους Χριστιανοδημοκράτες, με συνθήματα κατά του πολέμου και υπέρ της συνεργασίας με τη Ρωσία. Από την άλλη το νέο αριστερό εθνικιστικό κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ (Sahra Wagenknecht, 16/6/1969-) Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ Λογική και Δικαιοσύνη (Bündnis Sahra Wagenknecht – Vernunft und Gerechtigkeit) έχοντας κερδίσει πόντους σε τοπικές εκλογές, ετοιμάζεται να μπει για πρώτη φορά στη Γερμανική Βουλή, και αυτό με συνθήματα κατά του πολέμου και υπέρ της συνεργασίας με τη Ρωσία. Τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα στον ένα ή άλλο βαθμό συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Γερμανικής κεφαλαιοκρατίας και διαγκωνίζονται για το ποιο θα δείξει καλύτερη υποταγή στις θελήσεις της. Η αριστερά ουσιαστικά είναι ανύπαρκτη και δεν μπορεί να εκφραστεί από το κόμμα Η Αριστερά (Die Linke) που μόνο κατά το όνομα είναι αριστερά (κάτι σαν τον ελληνικό ΣΥΡΙΖΑ).

Εν κατακλείδι στην πραγματικότητα δεν μιλάμε μόνο για τη μείωση της δημοτικότητας ενός πολιτικού, αλλά για την καταστροφή της προηγούμενης μορφής διακυβέρνησης που εφάρμοζε η σοσιαλδημοκρατία και οι συντηρητικοί τύπου Μέρκελ (Angela Dorothea Merkel, 17/7/1954-), όπου τα μεγάλα κόμματα, μέσω της κεντρώας ρητορικής, προωθώντας τον «δικαιωματισμό» και ακολουθώντας τις παγκοσμιοποιημένες αφηγήσεις, θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον έλεγχο του μαζικού συναισθήματος. Σήμερα η Γερμανία εισέρχεται σε μια περίοδο αναταραχής, όπου το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και συστήματος αυξάνεται και το οποίο δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τις παραδοσιακές αφηγήσεις. Θυμίζει έντονα την μπόχα των ημερών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης