Με αφορμή την ερώτηση που έκανε η αγαπημένη μας Σίσσυ «στην Ζιμπάμπουε, τι παίζει… γιατί την θεωρούν, υποδεέστερη;» ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή της ιστορίας και της κατάστασης στη σημερινή Ζιμπάμπουε (Republika seZimbabwe, «πέτρινο σπίτι», Nyika yeZimbabwe στη γλώσσα Shona ή Ilizwe laseZimbabwe στη γλώσσα Ndebele) από την προαποικιακή εποχή έως σήμερα. Είναι μια χώρα με μια εξαιρετικά πλούσια και πολύπλοκη ιστορία, της οποίας οι συνέπειες διαμορφώνουν ακόμα και το σήμερα. Η κατανόηση των γεγονότων από την αποικιοκρατία, τον απελευθερωτικό αγώνα, την εποχή Μουγκάμπε και τη σημερινή εποχή είναι απαραίτητη για να κατανοήσει κανείς τα προβλήματα, αλλά και την ανθεκτικότητα του λαού της.

.
Αρχαία ιστορία
Η ιστορία της Αφρικής πριν την αποικιοκρατία είναι συναρπαστική και γεμάτη με πολιτισμικά επιτεύγματα που συχνά αγνοούνται. Η Αυτοκρατορία του Μονχοταπά (Munhumutapa ή Mwenemutapa, Mwene we Mutapa στη γλώσσα Σόνα) και το Μεγάλο Ζιμπάμπουε είναι από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα.
Η περιοχή κατοικήθηκε για πρώτη φορά από λαούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, οι πρόγονοι των σημερινών Σαν ή Μπουσμένων (San ή Saan, ή Bushmen). Αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούν την αρχαία ανθρώπινη κατοίκηση της σημερινής Ζιμπάμπουε τουλάχιστον 500.000 χρόνια πριν. Αποδείξεις για την παρουσία τους είναι οι πέτρινες ζωγραφιές σε σπηλιές από την Εποχή του Λίθου που υπάρχουν ακόμη και σήμερα σε διάφορα σημεία της χώρας. Η περιοχή αποικίστηκε από τους λαούς Μπαντού (Bantu) πριν από περίπου 2.000 χρόνια. Από περίπου το 300 Κοινής Εποχής λαοί που μιλούσαν γλώσσες της οικογένειας Μπαντού άρχισαν να μεταναστεύουν στην περιοχή από τον βορρά. Αυτοί ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, γνώριζαν τη μεταλλουργία σιδήρου και χρυσού και έφεραν μαζί τους πιο προηγμένες τεχνολογίες.
Η περιοχή ήταν η πατρίδα των Σόνα (Shona) λαών (όπως ήταν οι Khumalos, οι Ndwandwe, οι Zulus κλπ). Η αναδυόμενη πολιτισμική ταυτότητα της περιοχής είναι κυρίως συνδεδεμένη με τη μεγάλη Αυτοκρατορία του Μονχοταπά, γνωστή και ως Βασίλειο των Μπενα-Μουντού (Mwene Munhu), αλλά και το Βασίλειο του Μαπουνγκούμπγουε (Mapungubwe, περίπου 1075 – 1220 Κ.Ε.)
Πριν από το Μεγάλο Ζιμπάμπουε, υπήρχε ένα άλλο σημαντικό βασίλειο. Βρίσκονταν στη συμβολή των ποταμών Λιμπόπο (Limpopo) και Σαμπέ (Save ή Sabi), στη σημερινή Βόρεια Νότια Αφρική, στα σύνορα με τη Ζιμπάμπουε και τη Μποτσουάνα. Το Μαπουνγκούμπγουε ήταν ένα από τα πρώτα κράτη στην Νότια Αφρική. Εισήγαγε μια ιεραρχική κοινωνική δομή, όπου ο ηγέτης ζούσε απομονωμένος στην κορυφή ενός λόφου, χωριστά από τον κοινό λαό. Η οικονομία του βασιζόταν στη γεωργία, την κτηνοτροφία και, πιο σημαντικά, στο εμπόριο χρυσού και ελεφαντόδοντου με τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού. Αυτό το εμπόριο θα γίνει ο κινητήρας των μελλοντικών αυτοκρατοριών.
Η Χρυσή Εποχή της Βασιλείας του Μονχοταπά (Mwene Mutapa / Munhumutapa, περίπου 1450 – 1760 Κ.Ε.) Αυτό είναι το πιο γνωστό και ισχυρό βασίλειο της περιοχής, που συνδέεται άμεσα με το εθνικό σύμβολο της Ζιμπάμπουε. Ιδρύθηκε από τον πρίγκιπα Νιατσίμπε (Nyatsimba Mutota) γύρω στο 1450. Ο θρύλος λέει ότι στάλθηκε από το Μεγάλο Ζιμπάμπουε για να βρει νέες πηγές αλατιού. Βρήκε όχι μόνο αλάτι, αλλά και γόνιμη γη και εύκολες κατακτήσεις, ιδρύοντας έτσι το δικό του Βασίλειο.

.
Η πέτρινη ακρόπολη που σήμερα ονομάζεται Μεγάλο Ζιμπάμπουε (Great Zimbabwe) είναι το πιο διάσημο αρχαιολογικό εύρημα. Ήταν η καρδιά μιας προγενέστερης πολιτισμικής οντότητας (Βασίλειο του Ζιμπάμπουε, 1220-1450 Κ.Ε.) από την οποία προέκυψε το Βασίλειο του Μονχοταπά. Το όνομα Ζιμπάμπουε προέρχεται από τις Σόνα λέξεις «dzimba dzemabwe», που σημαίνουν «Πέτρινα Σπίτια». Η ακρόπολη χτισμένη σε έναν γρανιτένιο λόφο, χρησίμευε ως βασιλικό καταφύγιο και θρησκευτικό κέντρο. Το «Μέγα Εγκλώβιο» ήταν ένας τεράστιος περίβολος από γρανίτη, ο μεγαλύτερος τέτοιου είδους στην Αφρική νότια της Σαχάρας. Πιστεύεται ότι ήταν ένα βασιλικό προαύλιο. Σήμερα το Μεγάλο Ζιμπάμπουε, είναι εκτεταμένα πέτρινα ερείπια μιας αφρικανικής πόλης της Εποχής του Σιδήρου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική Ζιμπάμπουε, περίπου 30 χλμ. νοτιοανατολικά του Μασβίνγκο (Masvingo). Η κεντρική περιοχή των ερειπίων εκτείνεται σε έκταση περίπου 200 στρεμμάτων, καθιστώντας το Μεγάλο Ζιμπάμπουε το μεγαλύτερο από τα περισσότερα από 150 σημαντικά πέτρινα ερείπια που είναι διάσπαρτα στις χώρες Ζιμπάμπουε και Μοζαμβίκη.
Η βάση του πλούτου και της εξουσίας του Βασιλείου ήταν το εμπόριο με τις αραβικές και, αργότερα, πορτογαλικές αποικίες στις ακτές. Εξήγαγαν χρυσό, ελεφαντόδοντο και δέρματα, και εισήγαγαν υφάσματα, χάντρες, κεραμικά και πολυτελή αγαθά από την Ασία.
Το βασίλειο ήταν μια ομοσπονδία από φυλές υπό την ηγεμονία του Μονχοταπά (ο «Κύριος των Ορυχείων»), ο οποίος είχε θρησκευτική και πολιτική εξουσία. Ελέγχονταν μέσω ενός συστήματος φόρου υποτέλειας και ελέγχου των εμπορικών διαδρομών.
Το βασίλειο άρχισε να παρακμάζει από τον 16ο αιώνα Κ.Ε., λόγω εσωτερικών διαμαχών, πιέσεων από γειτονικές φυλές και, κυρίως, λόγω της αυξανόμενης παρέμβασης των Πορτογάλων, οι οποίοι προσπάθησαν να ελέγξουν το εμπόριο χρυσού και να εκχριστιανίσουν τον ηγέτη.
Μεταξύ άλλων σημαντικών πολιτικών οντοτήτων της περιοχής ήταν και το Βασίλειο του Ροζβί (Rozvi ή Butua). Αφού το βασίλειο του Μονχοταπά αποδυναμώθηκε, ένα νέο βασίλειο, το Ροζβί, αναδύθηκε στα δυτικά της Ζιμπάμπουε στην περιοχή Μπουλοάγιο. Ισχυρίστηκε ότι ήταν ο διάδοχος της παράδοσης του Μεγάλου Ζιμπάμπουε και ήταν ικανό να αντισταθεί στις πορτογαλικές επιδρομές για πολλά χρόνια.
Οι Ντεμπέλε (Ndebele) εγκαταστάθηκαν στην περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα, διαμορφώνοντας ένα ισχυρό βασίλειο στο δυτικό τμήμα της χώρας. Μθβακάζι (Mthwakazi) είναι το παραδοσιακό όνομα του αρχαίου λαού των Ντεμπέλε και του βασιλείου των Ντεμπέλε και βρίσκεται μεταξύ του ποταμού Σανιάτι (Sanyati) και του ποταμού Λιμπόπο. Ματάμπελε (Matabele) τους ονόμασαν οι Βρετανοί αποικιοκράτες επειδή δεν μπορούσαν να προφέρουν στη λέξη Mthwakazi. Η γλώσσα των κατοίκων μέχρι σήμερα είναι η Σόνα (chiShona – μία από τις 600 γλώσσες Μπαντού – Bantu) με πέντε ενεργές διαλέκτους και την μιλάνε περίπου 16 εκατομμύρια άνθρωποι.
Η προ-αποικιακή Ζιμπάμπουε δεν ήταν «έρημος» ή «ακατοίκητη». Ήταν η καρδιά ισχυρών και πλούσιων αφρικανικών κρατών. Το Μεγάλο Ζιμπάμπουε είναι μνημείο της εξαιρετικής τεχνικής δεξιότητας και κοινωνικής οργάνωσης των λαών Σόνα. Οι τοίχοι του χτίστηκαν χωρίς κονίαμα και παραμένουν για αιώνες. Η οικονομία βασιζόταν σε ένα περίπλοκο δίκτυο μακρινών εμπορικών δεσμών που έφταναν μέχρι την Κίνα, όπως μαρτυρούν ευρήματα κινέζικης πορσελάνης.
Το σύγχρονο έθνος-κράτος της Ζιμπάμπουε πήρε το όνομά του από αυτά τα πέτρινα ερείπια, που αποτελούν πηγή εθνικής περηφάνιας και απόδειξη ενός μεγαλειώδους παρελθόντος πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων αποικιοκρατών και καταστροφέων. Αυτά τα ερείπια και αυτή η ιστορία διέψευσαν τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες, οι οποίοι αρχικά αρνούνταν ότι μια τόσο εξελιγμένη κατασκευή μπορούσε να είναι δημιουργία απολίτιστων Αφρικανών…
Αποικιοκρατία
Στο τέλος του 19ου αιώνα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις(Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Γερμανία, και Ισπανία) είχαν σε πλήρη ανάπτυξη τα σχέδια τους για την εκμετάλλευση της «μαύρης ηπείρου». Ο Σεσίλ Τζον Ρόουντς (Cecil John Rhodes, 5/7/1853-26/3/1902) ένας πάμπλουτος Βρετανός βιομήχανος, μεγιστάνας των ορυχείων και πολιτικός της Νότιας Αφρικής, ήταν ένας από τους κύριους παίκτες. Το 1880, ο Ρόουντς αποφάσισε να εισέλθει στην πολιτική ζωή του Ακρωτηρίου (Cape Colony ή Cape of Good Hope). Με την προηγούμενη ενσωμάτωση της Δυτικής Γκρικουαλαντ (Griqualand West) στην Αποικία του Κέιπ υπό την κυβέρνηση του Μολτένο (Molteno) το 1877, η περιοχή είχε αποκτήσει έξι έδρες στη Βουλή του Κέιπ. Ο Ρόουντς επέλεξε την αγροτική και κυρίως μπόερς (Boers) εκλογική περιφέρεια του Barkly West.
Το Ακρωτήρι ήταν βρετανική αποικία στην σημερινή Νότια Αφρική, που πήρε το όνομά της από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Υπήρξε από το 1795 έως το 1802 και ξανά από το 1806 έως το 1910, όταν ενώθηκε με τρεις άλλες αποικίες για να σχηματίσει την Ένωση της Νότιας Αφρικής (Union of South Africa), και στη συνέχεια έγινε η Επαρχία του Ακρωτηρίου (Cape Province), η οποία συνέχισε να υπάρχει ακόμη και μετά το 1961, όταν η Νότια Αφρική έγινε δημοκρατία, αν και προσωρινά εκτός της Κοινοπολιτείας των Εθνών (1961-1994).

.
Ο Ρόουντς διετέλεσε πρωθυπουργός της Αποικίας του Ακρωτηρίου από το 1890 έως το 1896. Εισήγαγε διάφορους νόμους για να εκδιώξει τους μαύρους κάτοικους από τη γη τους και να ανοίξει το δρόμο για την «βιομηχανική ανάπτυξη». Η άποψη του Ρόουντς ήταν ότι οι μαύροι έπρεπε να εκδιωχθούν από τη γη τους για να «τους παρακινήσει να εργαστούν» και να αλλάξουν τις συνήθειές τους. «Πρέπει να τους γίνει κατανοητό», έλεγε ο Ρόουντς, «ότι στο μέλλον τα εννέα δέκατα από αυτούς θα πρέπει να περάσουν τη ζωή τους σε χειρωνακτική εργασία, και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν, τόσο το καλύτερο». Περιορίζοντας την έκταση γης που οι Αφρικανοί είχαν το δικαίωμα να κατέχουν σύμφωνα με τον νόμο Glen Grey Act του 1894, ο Ρόουντς περιόρισε ακόμη περισσότερο τα δικαιώματα του μαύρου πληθυσμού.
Μαζί με τη Βρετανική Εταιρεία Νότιας Αφρικής (British South Africa Company – BSAC) ίδρυσε το νοτιοαφρικανικό έδαφος της Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε και Ζάμπια), το οποίο ονόμασε έτσι προς τιμήν του το 1895. Ο Ρόουντς ήταν διαβόητος για το πολιτικό του σύνθημα: «Επέκταση». Πίστευε ακράδαντα στην ανωτερότητα του Βρετανικού πολιτισμού και στην αποικιακή κυριαρχία. Για να οργανώσει και να χρηματοδοτήσει την κατάκτηση των εσωτερικών περιοχών της νότιας Αφρικής, ίδρυσε το 1889 τη Βρετανική Εταιρεία Νότιας Αφρικής. Η BSAC δεν ήταν μια απλή εταιρεία· λειτουργούσε με μια βασιλική πράξη (Royal Charter) από τη Βρετανική Κυβέρνηση, η οποία της παραχωρούσε σχεδόν αυτοκρατορικές εξουσίες, όπως να διοικεί εδάφη, να συλλέγει φόρους, να υπογράφει συνθήκες με γηγενείς ηγέτες, να σχηματίζει αστυνομικές δυνάμεις, τη γνωστή Αστυνομία της BSAC (British South Africa Police), να εκμεταλλεύεται τον ορυκτό πλούτο. Κυριολεκτικά, αποτέλεσε ένα κράτος-εταιρεία.
Η BSAC στράφηκε προς τα πλούσια εδάφη βόρεια του Λιμούποπο ποταμού, τα οποία κατοικούνταν από τους Σόνα, τους Μασονά (Mashona) και τους Ντεμπέλε. Ο Ρόουντς και οι πράκτορές του — με πιο γνωστό τον Βρετανό κυνηγό κι εξερευνητή Φρέντερικ Σέιλου (Frederick Selous,31/121851-4/1/1917) υπέγραψαν συνθήκες με γηγενείς ηγέτες. Η πιο γνωστή είναι η Συνθήκη του Ρουντ με τον βασιλιά Λοβένγκουλα (Lobengula Khumalo, 1835 – 1894) των Ντεμπέλε της Ματαμπελελάντ (Matabeleland). Οι όροι των συνθηκών συχνά παρεξηγούνταν σκόπιμα από τη βρετανική πλευρά. Ο Λοβένγκουλα πίστευε ότι παραχωρούσε μόνο τα δικαιώματα εξόρυξης, ενώ η BSAC ερμήνευε τη συνθήκη ως πλήρη παραχώρηση της κυριαρχίας.
Ο Πρώτος Πόλεμος της Ματάμπελε (First Matabele War, 1893-94) ξεκίνησε όταν ο Λοβένγκουλα κατάλαβε την εξαπάτηση και άρχισε να αντιδρά, η BSAC εφηύρε μια δικαιολογία και ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του. Με το πλεονέκτημα των σύγχρονων όπλων (πολυβόλα Maxim), οι δυνάμεις της BSAC νίκησαν γρήγορα τους Ντεμπέλε και κατέλαβαν την πρωτεύουσά τους, το Μπουλαγουάιο (Bulawayo).
Ο Ρόουντς συνέβαλε ακόμη στην έκρηξη του Δεύτερου Πολέμου των Μπόερ.
Ο Δεύτερος Πόλεμος της Ματάμπελε ή η επανάσταση των Σόνα-Ντεμπέλε (1896-97) ξεκίνησε λόγω της σκληρής και καταπιεστικής διακυβέρνηση της BSAC που οδήγησε σε μια μαζική και συντονισμένη εξέγερση τόσο των Σόνα όσο και των Ντεμπέλε το 1896. Η εξέγερση ήταν σχεδόν επιτυχημένη και πέρασαν πολλοί μήνες για να την καταστείλει η BSAC, με πολύ αίμα και από τις δύο πλευρές. Αυτό ήταν ένα σαφές μήνυμα ότι η αποικιοκρατία δεν θα γινόταν αποδεκτή χωρίς αντίσταση. Η εξέγερση έληξε τον Οκτώβρη του 1897. Οι λευκοί άποικοι είχαν εγκατασταθεί με επιτυχία στο Ματεμπελελάντ (Matebeleland) και το Μασονάλαντ (Mashonaland) που αργότερα έγιναν γνωστά ως Ροδεσία (Rhodesia) προς τιμή του Ρόουντς.
Ο Ρόουντς προώθησε τα επιχειρηματικά του συμφέροντα ως στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας με την αποτροπή της εισόδου των Πορτογάλων, των Γερμανών ή των Μπόερς στην κεντρική και νότια Αφρική. Οι εταιρείες και οι πράκτορες του Ρόουντς εδραίωσαν αυτά τα πλεονεκτήματα αποκτώντας πολλές παραχωρήσεις εξόρυξης, όπως αποδεικνύεται από τις παραχωρήσεις Rudd και Lochner κλπ.

.
Η BSAC κυβέρνησε τη Ροδεσία για πάνω από τρεις δεκαετίες (1890-1923). Από τα κύρια χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης αυτής της περιόδου, το βασικό κίνητρο της BSAC, ήταν το κέρδος. Η διοίκηση ήταν ακριβή και οι φόροι υψηλοί. Πολλοί λευκοί άποικοι απογοητεύτηκαν από την έλλειψη κερδών και την αναποτελεσματική διακυβέρνηση. Η BSAC δημιούργησε το σύστημα διανομής γης που θα χαρακτήριζε τη Ζιμπάμπουε για τον επόμενο αιώνα. Οι καλύτερες και πιο εύφορες γαίες παραχωρήθηκαν σε λευκούς αποίκους, ενώ οι γηγενείς πληθυσμοί αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε «Κοινοπολιτείες Γηγενών» (Native Reserves), που ήταν συνήθως ορεινές, άνυδρες και με φτωχό έδαφος. Αυτό ήταν ο πυρήνας του μετέπειτα αγροτικού προβλήματος.
Για να λειτουργήσουν τα αδαμαντορυχεία, τα χρυσορυχεία και οι φάρμες, η BSAC εισήγαγε ένα σύστημα φόρων (όπως ο φόρος καλλιέργειας) που ανάγκαζε τους άνδρες των γηγενών κοινοτήτων να εργάζονται ως εργάτες για τους λευκούς. Δημιουργήθηκε έτσι ένα οικονομικό μοντέλο που βασιζόταν στη φθηνή, αναγκαστική μαύρη εργασία. Παρά τις υποσχέσεις για «ίσα δικαιώματα για όλους τους πολιτισμένους άνδρες», η πολιτική εξουσία ασκούνταν αποκλειστικά από τη λευκή μειονότητα. Οι μαύροι κάτοικοι στερούνταν πλήρως πολιτικών δικαιωμάτων.
Παρά τις πλούσιες φήμες για χρυσό, η BSAC απέδωσε λιγότερα κέρδη από τα αναμενόμενα. Η διοίκηση της Ροδεσίας αποδείχτηκε οικονομικά βαρύτερη από το αναμενόμενο. Το 1922, η λευκή μειονότητα της Ροδεσίας προχώρησε σε δημοψήφισμα για να αποφασίσει το μέλλον της. Οι ψηφοφόροι απέρριψαν την πρόταση για ενσωμάτωση στη Νότια Αφρική και ψήφισαν υπέρ της αυτοδιοίκησης ως ξεχωριστή αποικία υπό βρετανικό έλεγχο.
Όμως το 1923, η Βρετανική Κυβέρνηση ανέλαβε τον επίσημο έλεγχο. Η Βόρεια Ροδεσία έγινε προτεκτοράτο (σημερινή Ζάμπια), ενώ η Νότια Ροδεσία έγινε αυτοδιοικούμενη βρετανική αποικία. Η BSAC διατήρησε τα δικαιώματά της στα ορυχεία και τα τεράστια κτήματα γης που είχε κλέψει από τους ντόπιους.
Η περίοδος διακυβέρνησης της BSAC δημιούργησε τα θεμέλια του κράτους της Ροδεσίας, μετέπειτα Ζιμπάμπουε, που κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η φυλετική ανισότητα στη γη, δημιουργώντας το νομικό και οικονομικό πλαίσιο για τη φυλετική απαλλοτρίωση της γης, που αποτέλεσε και το κεντρικό ζήτημα του απελευθερωτικού αγώνα. Επίσης εγκαθίδρυσε ένα οικονομικό μοντέλο που εξυπηρετούσε τη λευκή μειονότητα και εκμεταλλευόταν τη μαύρη πλειοψηφία ως εργατικό δυναμικό. Ακόμη δημιούργησε μια πολιτική κουλτούρα όπου εξουσιάζει η λευκή ελίτ, η οποία αργότερα θα οδηγούσε στο UDI και τον εμφύλιο πόλεμο.
Η BSAC ήταν ο μηχανισμός που επέβαλε τον βρετανικό αποικιακό έλεγχο, δημιούργησε το σύστημα φυλετικού διαχωρισμού και άφησε πίσω της ένα κληροδότημα ανισότητας που θα σημάδευε τη χώρα για τα επόμενα 100 χρόνια.
Η περίοδος της Μονομελούς Διακήρυξης Ανεξαρτησίας (Unilateral Declaration of Independence – UDI) και του εμφυλίου πολέμου είναι η κρίσιμη εποχή που οδήγησε από τη Ροδεσία στη σύγχρονη Ζιμπάμπουε. Είναι μια περίοδος έντασης, ιδεολογικής σύγκρουσης και βαθιάς τραγωδίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αφρική άρχισε να ξεσηκώνεται και να απελευθερώνεται από την ευρωπαϊκή αποικιακή κυριαρχία. Χώρες όπως η Γκάνα (1957) και η Τανζανία (1961) απέκτησαν ανεξαρτησία υπό κυβερνήσεις μαύρης πλειοψηφίας. Αυτό δημιούργησε πανικό στη λευκή μειονότητα της Νότιας Ροδεσίας (που αποτελούσε μόνο ~5% του πληθυσμού), η οποία φοβόταν την απώλεια της πολιτικής εξουσίας, των προνομίων και της γης της.
Η Βρετανία, πιεσμένη από τα καταιγιστικά γεγονότα της αντιαποικιοκρατικής εξέγερσης των αφρικανικών λαών και την κατακραυγή των χωρών του σοσιαλισμού, δέχθηκε να χορηγήσει ανεξαρτησία στη Ροδεσία, με τη δημιουργία «πλειοψηφικής κυβέρνησης» (majority rule) – δηλαδή, η πολιτική εξουσία να βασίζεται στη δημογραφική πλειοψηφία, τους μαύρους κατοίκους. Οι λευκοί ηγέτες της Ροδεσίας αρνήθηκαν κατηγορηματικά.
Ανεξαρτησία και εμφύλιος πόλεμος
Στις 11 Νοέμβρη 1965, ο πρωθυπουργός της Ροδεσίας, Ίαν Σμιθ (Ian Douglas Smith, 8/4/1919 – 20/11/2007), και το κυβερνών κόμμα του, το Ροδεσιακό Μέτωπο (Rhodesian Front), υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από τη Βρετανία. Η μονομερής πράξη αυτή θεωρήθηκε παράνομη και αμφισβητήθηκε αμέσως διεθνώς. Ο Σμιθ, προβάλλοντας τη ρατσιστική ρητορική του καθεστώτος, δήλωσε το περίφημο: «δεν θα υπήρχε ποτέ πλειοψηφική κυβέρνηση στη Ροδεσία – ούτε σε χίλια χρόνια». Πίστευε ότι η δυτική «πολιτισμένη» κυβέρνηση της λευκής μειονότητας ήταν ανώτερη και απαραίτητη για να αποτρέψει τη χώρα από το να πέσει στο «πρωτόγονο» χάος, όπως μιλούσε για τις γειτονικές χώρες με μαύρη πλειοψηφία.
Η Βρετανία χαρακτήρισε επίσημα την πράξη «παρανομία και εξέγερση». Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον (James Harold Wilson, Baron Wilson of Rievaulx, 11/3/1916-24/5/1995), του Εργατικού Κόμματος, αρνήθηκε να επιβάλλει την επίσημη άποψη της Βρετανίας και να καταστείλει την εξέγερση, προτιμώντας να επιβάλλει κάποιες οικονομικές κυρώσεις.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλλε οικονομικές κυρώσεις και, αργότερα, πλήρες εμπάργκο εναντίον της Ροδεσίας. Ωστόσο, αυτές οι κυρώσεις παρακάμφθηκαν ευρέως μέσω των γειτονικών χωρών, που τότε ελεγχόταν από φιλικά καθεστώτα: Νότια Αφρική (υπό το απαρτχάιντ) και Πορτογαλική Μοζαμβίκη (μέχρι το 1975).
Ο Απελευθερωτικός Αγώνας μετατρέπεται σε κανονικό εμφύλιο πόλεμο. Πριν ακόμα από το UDI, υπήρχαν απελευθερωτικά κινήματα. Το UDI όμως έσβησε κάθε ελπίδα για πολιτική λύση και ώθησε τα κινήματα σε ένοπλο αγώνα. Τα κύρια Απελευθερωτικά Κινήματα ήταν:
■ Η Αφρικανική Λαϊκή Ένωση Ζιμπάμπουε (Zimbabwe African People’s Union, ZAPU) υπό την ηγεσία του Τζόσουα Νκόμο (Joshua Mqabuko Nyongolo Nkomo, 19/6/1917 – 1/7/1999). Είχε υποστήριξη κυρίως από τη φυλή Ντεμπέλε στο δυτικό τμήμα της χώρας, ήταν συνεργαζόμενο με τη Σοβιετική Ένωση και έδινε προτεραιότητα στην κινητοποίηση των εργαζομένων των αστικών κέντρων. Στρατιωτικό του σκέλος ήταν ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός Ζιμπάμπουε (Zimbabwe People’s Revolutionary Army , ZIPRA), ο οποίος ήταν καλά εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος από τη Σοβιετική Ένωση και ειδικευόταν σε συμβατικές τακτικές.
■ Η Εθνική Αφρικανική Ένωση Ζιμπάμπουε (Zimbabwe African National Union, ZANU): Υπό την ηγεσία αρχικά του Νάμπανινγκι Σιτόλε (Ndabaningi Sithole, 21/6/1920 – 12/12/2000) και αργότερα του Ρόμπερτ Μουγκάμπε (Robert Gabriel Mugabe, 21/2/1924-6/9/2019). Είχε υποστήριξη κυρίως από τη φυλή Σόνα στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα της χώρας. Η ZANU συνεργαζόμενη με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έδινε προτεραιότητα στην κινητοποίηση των αγροτών. Στρατιωτικό του σκέλος ήταν ο Απελευθερωτικός Στρατός Αφρικής Ζιμπάμπουε (Zimbabwe African National Liberation Army, ZANLA), ο οποίος ήταν εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος από την Κίνα και εφάρμοζε τακτικές ασύμμετρου πολέμου και ανταρτοπόλεμου, εδραιώνοντας την παρουσία του στις αγροτικές περιοχές.
Ο εμφύλιος πόλεμος (Rhodesian Bush War) κλιμακώθηκε σταδιακά φτάνοντας στο απόγειό του στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο Ροδεσιανός Στρατός (Rhodesian Security Forces) ήταν μικρός αλλά εξαιρετικά εκπαιδευμένος από τους Βρετανούς και αποτελεσματικός, με ελίτ μονάδες όπως οι «Ανιχνευτές Σέλους» (Selous Scouts – ήταν μια μονάδα ειδικών δυνάμεων του Στρατού της Ροδεσίας που δραστηριοποιήθηκε από το 1973 έως το 1980 κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ροδεσίας). Ωστόσο, αντιμετώπιζε το αδιέξοδο του να πολεμά έναν αόρατο εχθρό που είχε την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού.
Οι αντάρτες του ZANLA και του ZIPRA διείσδυαν από τις γειτονικές βάσεις τους στη Ζάμπια και τη Μοζαμβίκη (η οποία, μετά το 1975, βρισκόταν υπό την κυβέρνηση του φιλικού προς τα κινήματα Μέτωπου για την Απελευθέρωση της Μοζαμβίκης, Frente de Libertação de Moçambique – FRELIMO).
Ο πόλεμος ήταν ιδιαίτερα βίαιος και αμείλικτος. Ο Ροδεσιανός Στρατός χρησιμοποιούσε τακτικές όπως η δημιουργία «προστατευμένων χωριών» για να απομονώσει τους αντάρτες από τον πληθυσμό, ενώ πραγματοποιούσε συχνές επιδρομές σε στρατόπεδα ανταρτών στη γειτονική Μοζαμβίκη και Ζάμπια. Τα απελευθερωτικά κινήματα στόχευαν συχνά εμπορικές φάρμες και περιουσίες λευκών, ενώ υπήρχαν και εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ ZANU και ZAPU.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η κατάσταση για το καθεστώς Σμιθ ήταν απελπιστική. Η πτώση της Πορτογαλικής αποικιοκρατίας (με την Πορτογαλική Επανάσταση του 1974, γνωστή ως Επανάσταση των Γαρυφάλλων, στις 25 Απρίλη 1974 που ανέτρεψε την δικτατορία του Estado Novo, που κυβερνούσε για σχεδόν 50 χρόνια), η ανεξαρτησία της Μοζαμβίκης υπό μαρξιστικό καθεστώς έκλεισε ένα κρίσιμο «παράθυρο» για το καθεστώς Σμιθ και πρόσφερε ασφαλές άσυλο στο ZANU. Οι κυρώσεις και το κόστος του πολέμου είχαν καταστρέψει την οικονομία. Παρά τις στρατιωτικές νίκες, ο Ροδεσιανός Στρατός δεν μπορούσε να εξαλείψει την λαϊκή ανταρσία.
Σε μια προσπάθεια να βρει λύση, ο Ίαν Σμιθ προσπάθησε να δημιουργήσει μια «εσωτερική συμφωνία» με μετριοπαθείς μαύρους ηγέτες. Αυτό οδήγησε στις εκλογές του 1979 και την ανάδειξη του επίσκοπου Άμπελ Μουζορεβά (Abel Tendekayi Muzorewa, 14/4/1925 – 8/4/2010), ως πρωθυπουργού της νέας «Ζιμπάμπουε-Ροδεσίας». Ωστόσο, αυτή η συμφωνία απορρίφθηκε από το ZANU και το ZAPU, καθώς και από τη διεθνή κοινότητα, επειδή δεν συμπεριελάμβανε τα κύρια απελευθερωτικά κινήματα και διατήρησε ασφυκτικό έλεγχο στη λευκή μειονότητα.
Η τελική λύση ήρθε μετά από διαπραγματεύσεις με τη συμφωνία του Λάνκαστερ Χάουζ (Lancaster House Agreement) στο Λονδίνο το 1979. Συμμετέχοντες όλοι οι κύριοι παίκτες: η Βρετανία, το καθεστώς Μουζορεβά, ο Ίαν Σμιθ, ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε (ZANU) και ο Τζόσουα Νκόμο (ZAPU). Η συμφωνία προέβλεπε τελική ανακωχή, σύνταγμα που εγγυόταν πολιτικά δικαιώματα και προστατευμένη εκπροσώπηση για τη λευκή μειονότητα στο κοινοβούλιο για μια δεκαετία, διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών βάσει καθολικού δικαιώματος ψήφου (πλειοψηφική κυβέρνηση) τον Φλεβάρη του 1980.

.
Η περίοδος του Μουγκάμπε
Οι εκλογές του 1980 διεξήχθησαν σε μια ατμόσφαιρα ελπίδας. Η ZANU του Ρόμπερτ Μουγκάμπε κέρδισε συντριπτική νίκη. Ο Μουγκάμπε, κάτω από χειροκρότηματα, τόσο από μαύρους όσο και από λευκούς, υπόσχεται συμφιλίωση και δημοκρατία. Στις 18 Απρίλη 1980, ανακηρύχθηκε επίσημα η Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε, τερματίζοντας 90 χρόνια αποικιακής και μειονοτικής κυριαρχίας.
Η κληρονομιά της περιόδου UDI και του εμφυλίου πολέμου ήταν η παραμονή της ZANU στην εξουσία. Ο αγώνας της ZANU κατά της Ροδεσίας της χάρισε μια τεράστια πολιτική νομιμότητα που επέτρεψε τη διακυβέρνησή της για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Ο εμφύλιος πόλεμος εξομάλυνε τον δρόμο για μια πολιτική κουλτούρα βασισμένη στη βία, τον εκφοβισμό και την καταστολή, η οποία συνεχίστηκε και μετά την ανεξαρτησία. Εμβάθυνε τις εθνοτικές εντάσεις μεταξύ των Σόνα και των Ντεμπέλε, οι οποίες εκδηλώθηκαν βίαια στη δεκαετία του 1980, όπως με τη σφαγή του Γκουκουραχούντι. (Το Gukurahundi ήταν μια σκοτεινή περίοδος μεταξύ 1982 και 1987, κατά την οποία μια στρατιωτική επιχείρηση της κυβέρνησης εναντίον υποτιθέμενων κατασκόπων της ZAPU στο Ματαμπελελάντ οδήγησε στη δολοφονία χιλιάδων αμάχων Ντεμπέλε. Το όνομα προέρχεται από έναν όρο της γλώσσας Shona που μεταφράζεται ελεύθερα ως «η πρώιμη βροχή που ξεπλένει το άχυρο πριν από τις ανοιξιάτικες βροχές») και επέφερε βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις. Ο πόλεμος και οι κυρώσεις κατέστρεψαν την οικονομία, από την οποία η Ζιμπάμπουε δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως.
Αυτή η περίοδος αποτέλεσε, ουσιαστικά, τον δομικό λίθο για τη σύγχρονη Ζιμπάμπουε, με όλες τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις της. Ο Μουγκάμπε σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με την ZAPU. Τα πρώτα χρόνια, με τη βοήθεια της Λ. Δ. της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης, χαρακτηρίστηκαν από σημαντική οικονομική ανάπτυξη και επενδύσεις, ανάπτυξη στην εκπαίδευση και την υγεία, βελτιώνοντας δραστικά τη ζωή πολλών κατοίκων.
Ακολούθησε η Συμφωνία Ενότητας (1987). Η ZANU και η ZAPU συγχωνεύτηκαν, δημιουργώντας τη Αφρικανική Εθνική Ένωση της Ζιμπάμπουε – Πατριωτικό Μέτωπο (Zimbabwe African National Union – Patriotic Front). Η Συμφωνία Ενότητας που υπογράφηκε ανέφερε ότι «η ZANU και η ZAPU έχουν δεσμευτεί αμετάκλητα να ενωθούν υπό ένα πολιτικό κόμμα. Η ενότητα των δύο πολιτικών κομμάτων θα επιτευχθεί υπό την ονομασία ZANU – PF. Ο Μουγκάμπε θα είναι ο πρώτος γραμματέας και πρόεδρος του ZANU-PF. Το ZANU-PF θα επιδιώξει να ιδρύσει μια σοσιαλιστική κοινωνία στη Ζιμπάμπουε με βάση τις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές. Οι υφιστάμενες δομές της ZANU – PF και της PF ZAPU θα συγχωνευθούν σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της παρούσας Συμφωνίας. Και τα δύο κόμματα θα λάβουν άμεσα και δραστικά μέτρα για την εξάλειψη και τον τερματισμό της ανασφάλειας και της βίας που επικρατούν στο Ματαμπελελάντ». Εν τω μεταξύ, ο Μουγκάμπε είχε πλήρη εξουσία να προετοιμάσει την εφαρμογή της Συμφωνίας και να ενεργεί εξ ονόματος και με την εξουσία του ZANU-PF.
Μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η οικονομία άρχισε να υποβαθμίζεται λόγω διοικητικής ανικανότητας, διαφθοράς και δαπανηρών επεμβάσεων στον πόλεμο του Κονγκό.
Το 2000, η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα βίαιο πρόγραμμα κατάσχεσης εμπορικών αγροκτημάτων λευκών αγροτών για να τα μοιράσει στους μαύρους πολίτες χωρίς γη. Αν και είχε λαϊκή υποστήριξη, το πρόγραμμα εφαρμόστηκε χωρίς οργάνωση και οδήγησε σε καταστροφή του αγροτικού τομέα, που ήταν ο κύριος πυλώνας της οικονομίας. Αυτό, σε συνδυασμό με πολιτική αστάθεια, οδήγησε σε μαζική οικονομική πτώση, υπερπληθωρισμό και διεθνείς κυρώσεις. Ο υπερπληθωρισμός έφτασε σε ασύλληπτα επίπεδα (επίσημα 500 δισεκατομμυρίων % το 2008), καταστρέφοντας τις αποταμιεύσεις των πολιτών και αναγκάζοντας την κυβέρνηση να εγκαταλείψει το τοπικό νόμισμα. Η οικονομία επανήλθε σε μια σύντομη περίοδο σταθερότητας μετά την υιοθέτηση του Αμερικανικού δολαρίου ως νομίσματος το 2009. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, ο Μουγκάμπε και η ZANU-PF διατήρησαν την εξουσία.

.
Η περίοδος Μανανγκαγκούα
Η μετα-Mουγκάμπε περίοδος είναι μια συνεχιζόμενη ιστορία, χαρακτηρισμένη από την αρχική ελπίδα για αλλαγή που γρήγορα εξελίχθηκε σε μια πικρή συνέχεια των παλιών προτύπων. Τον Νοέμβρη του 2017 ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε, τότε 93 ετών, φαινόταν να προετοιμάζει την κατά 40 χρόνια μικρότερη σύζυγό του, Γκρέις Μουγκάμπε (Grace Ntombizodwa Marufu Mugabe, 23/7/1965-)), να τον διαδεχτεί. Αυτό εξόργισε το στρατό και την πτέρυγα του τότε αντιπροέδρου Έμερσον Μανανγκαγκούα (Emmerson Dambudzo Mnangagwa, 15/9/1942-, γνωστός και ως «Κροκόδειλος»), ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη θέση του λίγες εβδομάδες νωρίτερα.
Τον Νοέμβρη του 2017, ο στρατός περικύκλωσε την πρωτεύουσα Χαράρε (Harare) και κατέλαβε τον έλεγχο, τοποθετώντας τον Μουγκάμπε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Παρότι ήταν de facto πραξικόπημα, το παρουσίασαν ως «Επιχείρηση Επαναφοράς Νομιμότητας» εναντίον μιας «δυσλειτουργικής χούντας» γύρω από τον πρόεδρο. Υπό τεράστια πίεση από το κόμμα, το κοινοβούλιο και το κοινό, ο Μουγκάμπε παραιτήθηκε μετά από 37 χρόνια στην εξουσία. Η απομάκρυνσή του γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς στους δρόμους.
Ο Μνανγκαγκούα ανέλαβε πρόεδρος με το σύνθημα «Ένα νέο ξεκίνημα για τη Ζιμπάμπουε». Υποσχέθηκε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, τήρηση του Συντάγματος, ελευθερία του Τύπου, πολιτική ανοχή, οικονομική ανάκαμψη, άρση των διεθνών κυρώσεων, ξένες επενδύσεις, διορθωμένη δημοσιονομική διαχείριση, κοινωνική συνοχή, τέλος στη διαφθορά και δίκαιη διοίκηση.
Ο Μνανγκαγκούα κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του Ιούλη του 2018 έναντι του Νέλσον Τσαμίσα (Nelson Chamisa, 2/2/1978-) του κόμματος «Κίνημα για τη Δημοκρατική Αλλαγή» (Movement for Democratic Change Alliance). Η αντιπολίτευση και πολλοί διεθνείς παρατηρητές κατήγγειλαν μαζική νοθεία και ασυμβίβαστες πρακτικές. Στις 6 Αυγούστου 2018, στρατιωτικό απόσπασμα άνοιξε πυρ εναντίον αντιφρονούντων διαδηλωτών στη Χαράρε, σκοτώνοντας τουλάχιστον έξι άτομα. Αυτό ήταν ένα σαφές μήνυμα ότι η βία ως μέσο πολιτικής καταστολής δεν είχε αλλάξει.
Η κυβέρνηση εισήγαγε το 2019 ένα νέο νόμισμα (Zimbabwean Dollar – ZWL, σημερινή ισοτιμία 1€ = 75814 ΖWL), αλλά η δαπανηρή πολιτική και η εκτύπωση χωρίς αντίκρυσμα οδήγησαν σε καταρρακωμένη αξία. Ο υπερπληθωρισμός έχει φτάσει και ξεπεράσει το 200%+, καταστρέφοντας τις αποταμιεύσεις και τους μισθούς. Η έλλειψη βασικών αγαθών, νερού, καυσίμων και φαρμάκων, η συνεχής έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος — λόγω της χαμηλής παραγωγής στο φράγμα της τεχνητής λίμνης Καρίμπα (Kariba Dam) στα σύνορα της Ζάμπια με τη Ζιμπάμπουε —, κυριαρχούν μέχρι σήμερα. Η διαφθορά παραμένει ενδημική στις υψηλές σφαίρες της κυβέρνησης και του στρατού, αποτρέποντας οποιαδήποτε ουσιαστική οικονομική πρόοδο.
Η κυβέρνηση του Μανανγκαγκούα έχει εντείνει, αντί να μειώσει, την καταστολή. Χρησιμοποιεί συχνά τον νόμο για τη «Διεύθυνση και την Πειθαρχία των Εγκλημάτων» και άλλους περιοριστικούς νόμους για να σιωπήσει τους δημοσιογράφους, τους ακτιβιστές και τους πολιτικούς αντιπάλους της. Οι αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των διαδηλώσεων είναι συχνά βίαιες. Η ελευθερία του Τύπου είναι σοβαρά περιορισμένη, με συνεχείς εκφοβισμούς και συλλήψεις δημοσιογράφων.
Οι γενικές εκλογές του Αυγούστου 2023 θεωρήθηκαν από την Αφρικανική Ένωση (African Union, AU) και άλλους διεθνείς παρατηρητές ως ελεύθερες αλλά όχι δίκαιες. Η ZANU-PF κέρδισε μια σαρωτική νίκη, αλλά η αντιπολίτευση και πολλοί αναλυτές κατήγγειλαν σοβαρές ανωμαλίες, συμπεριλαμβανομένης της χειραγώγησης του εκλογικού καταλόγου, της μεροληψίας των κρατικών μέσων και της εκφοβιστικής ατμόσφαιρας. Η νίκη αυτή νομιμοποίησε επίσημα την εξουσία του Μανανγκαγκούα και της ZANU-PF και έδειξε ότι το καθεστώς δεν έχει καμία πραγματική πρόθεση για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και φιλολαϊκή αναπτυξιακή πολιτική.
Σήμερα η οικονομία της χώρας παραμένει σε βαθιά κρίση. Ο πληθωρισμός συνεχίζει να λυμαίνεται το λαό, η ανεργία είναι εξαιρετικά υψηλή (πάνω από 80%) και η «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain) συνεχίζεται με ρυθμό επιτάχυνσης, καθώς οι μορφωμένοι νέοι φεύγουν για καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Ο πληθυσμός αντιμετωπίζει ασφυκτική φτώχεια. Η πανδημία του COVID-19 και οι παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού επιδείνωσαν την κατάσταση. Η ανθρώπινη δυστυχία είναι ορατή στην καθημερινότητα. Η ZANU-PF έχει πλήρη έλεγχο. Η αντιπολίτευση είναι αποδυναμωμένη, διχασμένη και υπό συνεχή πίεση. Δεν υπάρχει φαινόμενος διάδοχος για τον 83χρονο Μανανγκαγκούα, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα για το μέλλον.
Η μετα-Mουγκάμπε περίοδος αποδείχτηκε ότι δεν ήταν μια πραγματική ρήξη με το παρελθόν, αλλά μια αλλαγή προσώπων για να συνεχιστεί το status quo. Ο Μανανγκαγκούα δεν ήταν μεταρρυθμιστής, αλλά ένα κύριο προϊόν του συστήματος. Η διακυβέρνησή του έχει ενισχύσει, αντί να αποδυναμώσει, τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος: αυταρχισμό, οικονομική κακοδιαχείριση, διαφθορά, φτώχεια.

.
Διεθνείς σχέσεις
Οι σημερινές διεθνείς σχέσεις της Ζιμπάμπουε είναι ένα πολύπλοκο και εξελικτικό θέμα, που έχει διαμορφωθεί από το ιστορικό της αποικιοκρατίας, την εποχή Μουγκάμπε και τις τρέχουσες γεωπολιτικές δυναμικές. Σήμερα, η χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ότι έχει μια «Ανατολική Πολιτική» (Look East Policy) αλλά με προσπάθειες για εκ νέου προσέγγιση με τη Δύση. Οι σχέσεις με τη Δύση (κύρια ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρωπαϊκή Ένωση) παραμένουν τεταμένες, αν και λιγότερο εχθρικές από ότι στην εποχή Μουγκάμπε. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ έχουν επιβάλει στοχευμένες κυρώσεις (παγώσεις περιουσιακών στοιχείων και απαγορεύσεις ταξιδίων) εναντίον ατόμων και επιχειρήσεων που θεωρούν υπεύθυνες για τη δυσλειτουργία του κράτους, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διαφθορά. Αυτές οι κυρώσεις δεν είναι γενικές απαγορεύσεις εμπορίου με τη Ζιμπάμπουε, αλλά στοχεύουν σε πίεση στην ελίτ. Η κυβέρνηση Μνανγκαγκούα έχει επενδύσει στην διπλωματία «επανεπένδυσης και επανεγκλεισμού», ισχυριζόμενη ότι θέλει να φιξάρει τις σχέσεις. Ωστόσο, η συνέχιση της πολιτικής καταστολής και οι αμφισβητούμενες εκλογές του 2023 έχουν απομακρύνει την πιθανότητα σημαντικής άρσης των κυρώσεων. Η στάση της Δύσης παραμένει βασικά περιφρονητική και επιφυλακτική προς τη χώρα.
Η «Ανατολική Πολιτική» και οι σχέσεις με τη Κίνα αποτελούν τον πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής της Ζιμπάμπουε. Η πολιτική «Look East» ξεκίνησε υπό τον Μουγκάμπε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ως απάντηση στις κυρώσεις και την απομόνωση από τη Δύση. Η Κίνα είναι πλέον ο πιο σημαντικός εμπορικός και επενδυτικός εταίρος της Ζιμπάμπουε. Η Κίνα χρησιμοποιεί το δικαίωμα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να προστατεύει τη Ζιμπάμπουε από διεθνείς κυρώσεις. Κινεζικές εταιρείες είναι υπεύθυνες για μεγάλα έργα υποδομών (γέφυρες, φράγματα, αεροδρόμια κλπ.). Η Κίνα έχει μεγάλα συμφέροντα στον τομέα των ορυκτών πλούτων (λιθίου, λευκόχρυσου, διαμαντιών κλπ), ενώ παρέχει στρατιωτική συνεργασία με εκπαίδευση και εξοπλισμό στις ένοπλες δυνάμεις της Ζιμπάμπουε. Αυτά αποτελούν και τον κύριο λόγο που η Δύση δρα περιφρονητικά προς τη Ζιμπάμπουε.
Εντός της Αφρικανικής Ένωσης, με σχεδόν όλα τα 55 αφρικανικά κράτη και της Κοινότητας Ανάπτυξης της Νότιας Αφρικής (Southern African Development Community, SADC, με 16 κράτη μέλη: Αγκόλα, Μποτσουάνα, Κομόρες, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Εσουατίνι, Λεσότο, Μαδαγασκάρη, Μαλάουι, Μαυρίκιος, Μοζαμβίκη, Ναμίμπια, Σεϋχέλλες, Νότια Αφρική, Ηνωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας, Ζάμπια και Ζιμπάμπουε), η χώρα λαμβάνει γενικά διπλωματική κάλυψη. Πολλές αφρικανικές χώρες βλέπουν τα προβλήματα της Ζιμπάμπουε μέσα από το πρίσμα της αποικιακής ιστορίας της και είναι απρόθυμες να καταδικάσουν δημοσίως το καθεστώς. Οι παρατηρητές της SADC για τις εκλογές του 2023 ήταν πιο επιεικείς σε σύγκριση με αυτούς της Δύσης.
Παρά την πολιτική αλληλεγγύη, η οικονομική κατάρρευση της Ζιμπάμπουε έχει δημιουργήσει προβλήματα για τις γείτονες της. Εκατομμύρια πολίτες της Ζιμπάμπουε έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, κυρίως προς τη Νότια Αφρική και τη Μποτσουάνα, αναζητώντας εργασία. Αυτό έχει δημιουργήσει κοινωνικές εντάσεις και αντιμεταναστευτικά αισθήματα σε αυτές τις χώρες. Η αστάθεια στη χώρα επηρεάζει αρνητικά τις περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού.

.
Η Ρωσία έχει και αυτή ενισχύσει τη στρατηγική της σχέση με τη Ζιμπάμπουε, βρίσκοντας έναν φιλικό σύμμαχο. Υπάρχουν συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα του ορυκτού πλούτου, της ενέργειας καθώς και στρατιωτικές συμφωνίες. Και οι δύο χώρες μοιράζονται μια αντι-δυτική ρητορική.
Επίσης η Ινδία, η Βραζιλία και η Τουρκία διατηρούν σημαντικούς εμπορικούς δεσμούς, με τη Ζιμπάμπουε, κυρίως στον τομέα του εμπορίου και των επενδύσεων σε γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα.
Οι διεθνείς σχέσεις της Ζιμπάμπουε αντικατοπτρίζουν την εσωτερική της πολιτική. Η αδυναμία ή απροθυμία για δημοκρατικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις την κρατά σε μια «γεωπολιτική αιώρα». Εξαρτάται οικονομικά και πολιτικά από τη Κίνα και τη Ρωσία. Παραμένει σε απομόνωση από τη Δύση λόγω κυρώσεων. Προκαλεί προβλήματα στους γείτονες της μέσω της μαζικής μετανάστευσης. Μέχρι να υπάρξουν ουσιαστικές εσωτερικές αλλαγές, αυτό το διπλωματικό μοντέλο είναι πιθανό να παραμείνει αναλλοίωτο.
Η Ζιμπάμπουε σήμερα παραμένει παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο πολιτικής καταστολής και οικονομικής παρακμής, με το μέλλον της να φαίνεται αβέβαιο και δύσκολο για τον απλό πολίτη. Η Ζιμπάμπουε είναι μια χώρα με τεράστιο δυναμικό (πλούσιους φυσικούς πόρους και γεωργική γη) που έχει ταλαιπωρηθεί από την αποικιακή κληρονομιά του ρατσισμού και της ανισότητας, αλλά κυρίως από δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης, συστηματικής διαφθοράς και οικονομικής κακοδιαχείρισης. Σήμερα τα βασικά προβλήματα παραμένουν, αφήνοντας τον πληθυσμό της σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση με αβέβαιο μέλλον. Η «εξωτική» Ζιμπάμπουε φαίνεται σαν ένα υπέροχο μέρος, αλλά διοικείται από ένα σαπισμένο κράτος, με μηδέν ευκαιρίες για τους ανθρώπους της και ιδιαίτερα για τη νεολαία. Οι κάτοικοι ζουν στη κόλαση. Η χώρα είναι απλώς εξαγωγέας προσφύγων και μεταναστών στη Νότια Αφρική και την Ευρώπη χωρίς να φαίνεται «φως στο τούνελ»… #
