Καθώς μια ακόμη χώρα υποκύπτει στην παγκόσμια οικονομική κρίση, «οι αγορές» απαιτούν σκληρά μέτρα λιτότητας για να «αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη» και να τεθεί υπό έλεγχο το διογκούμενο χρέος.
Οι επικρατέστεροι οικονομολόγοι επιμένουν ότι απαιτείται «αποφασιστική δράση» για την επίλυση της δημοσιονομικής κρίσης της Γαλλίας – με απλά λόγια, επιβολή αυστηρότερων μέτρων λιτότητας στην εργατική τάξη και τον λαό της χώρας. Θα επιτρέψουν τα μαχητικά συνδικάτα της Γαλλίας να περάσει αυτή η τελευταία επίθεση;

.
Καθώς η πολιτική και οικονομική κρίση στη Γαλλία βαθαίνει, το χάσμα μεταξύ του λαού, των πολιτικών του και του ίδιου του συστήματος διακυβέρνησης διευρύνεται εκθετικά. Η πορεία προς την κατάρρευση παραμένει σταθερή, αλλά οι πρόσφατες αναταραχές στο πολιτικό σύστημα της Γαλλίας, πιθανόν αναδεικνύουν με έντονο τρόπο την αναπόφευκτη κατάρρευση που πλησιάζει.
Ας δούμε τα πρόσφατα γεγονότα στη Γαλλία για να κατανοήσουμε πώς φτάσαμε εδώ και τις αντιφάσεις που αποκαλύπτουν τα άλυτα αινίγματα που αντιμετωπίζει η άρχουσα τάξη.
Αντίφαση πρώτη: «Δημοκρατία» – αλλά μόνο με τους δικούς τους όρους
Οι ρίζες της τελευταίας πολιτικής κρίσης στη Γαλλία ανάγονται στην απόφαση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν (Emmanuel Jean-Michel Frédéric Macron, 21/11/1977-) να προκηρύξει πρόωρες εκλογές τον Ιούνη του 2024. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, που ξεκίνησε το 2017, ο Μακρόν απολάμβανε μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που του επέτρεψε να προωθήσει το φιλοεπιχειρηματικό, φιλοευρωπαϊκό πρόγραμμά του – ένας ευφημισμός για τις επιθέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων και τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πλούσιους.
Αυτό άλλαξε μετά την επανεκλογή του το 2022, όταν έχασε την απόλυτη πλειοψηφία του, περιορίζοντας την ικανότητά του να επιβάλει περαιτέρω νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις». Προσπαθώντας να επανακτήσει τον έλεγχο, ο Μακρόν πόνταρε σε πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές το 2024 – και έχασε.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα κοινοβούλιο χωρίς πλειοψηφία, χωρισμένο σε τρία μπλοκ: μια «αριστερή» συμμαχία με τις περισσότερες έδρες, αλλά χωρίς πλειοψηφία, το ακροδεξιό Εθνικό Ράλι (Rassemblement national) με τις περισσότερες ψήφους, αλλά χωρίς πλειοψηφία, και η αποδυναμωμένη «κεντρώα» ομάδα υποστήριξης της άρχουσας τάξης του Μακρόν.
Αντί να επιλέξει πρωθυπουργό είτε από το κόμμα με τις περισσότερες έδρες είτε από το κόμμα με τις περισσότερες ψήφους, όπως θα συνέβαινε σύμφωνα με την απλή λογική ή την αφελής «δημοκρατική» ηθική, ο Μακρόν επέλεξε τον Μισέλ Μπαρνιέ (Michel Jean Barnier, 9/1/1951-) από το παραδοσιακό δεξιό κόμμα «Οι Ρεπουμπλικανοί» (Les Républicains), ένα κόμμα με συμβολική μόνο παρουσία στη Βουλή. Γρήγορα ονομάστηκε «συνασπισμός των ηττημένων» (coalition des vaincus), βαθύνοντας την απώλεια εμπιστοσύνης του κοινού στην αστική δημοκρατία και προκαλώντας αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ πολλών ψηφοφόρων από όλο το πολιτικό φάσμα, οι οποίοι ένιωθαν ότι η νίκη του Μακρόν ήταν κλεμμένη.
Παρά την ρεκόρ συμμετοχή των ψηφοφόρων και τη ρητορική της άρχουσας τάξης για τη δημοκρατία σε δράση, το αποτέλεσμα αποκάλυψε τη φαρσοκωμική φύση της εξουσίας υπό τον καπιταλισμό: η «δημοκρατία» εφαρμόζεται από την άρχουσα ελίτ, για την άρχουσα ελίτ.
Αντίφαση δεύτερη: Η πολιτική παράλυση εμποδίζει την καπιταλιστική επέκταση
Η θητεία του Μπαρνιέ αποδείχθηκε η συντομότερη στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας. Μετά από μια επιτυχημένη ψήφο μη εμπιστοσύνης τον Δεκέμβρη του 2024 – την πρώτη σε πάνω από 60 χρόνια – απομακρύνθηκε από το αξίωμά του.
Μόλις εννέα μήνες αργότερα, στις 8 Σεπτέμβρη 2025, η κυβέρνηση Μακρόν έπεσε ξανά όταν ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού (François Bayrou, 25/5/1951-) ζήτησε κοινοβουλευτική ψηφοφορία για να υποστηρίξει το «μεταρρυθμιστικό» του σχέδιο – περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων ύψους 44 δισ. ευρώ που στοχεύουν άμεσα στα λαϊκά στρώματα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης από όλο το πολιτικό φάσμα ενώθηκαν για να τον νικήσουν, αναγκάζοντάς τον να παραιτηθεί και επιδεινώνοντας την πολιτική και οικονομική κρίση.
Σε μια αποκαλυπτική τελική δήλωση πριν από την ψηφοφορία, ο Μπαϊρού προειδοποίησε το κοινοβούλιο: «Έχετε τη δύναμη να ανατρέψετε την κυβέρνηση, αλλά δεν έχετε τη δύναμη να εξαλείψετε την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα θα παραμείνει αμείλικτη: οι δαπάνες θα συνεχίσουν να αυξάνονται και το βάρος του χρέους, που είναι ήδη αβάσταχτο, θα γίνει βαρύτερο και πιο δαπανηρό». (8/9/2025)
Η «πραγματικότητα» είναι ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που υπερβαίνει τα 168,6 δισ. ευρώ, ή 5,8% του ΑΕΠ το 2024 – το μεγαλύτερο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σχεδόν διπλάσιο από το όριο του 3% της ευρωζώνης.
Η «πραγματικότητα» είναι ότι το κόστος δανεισμού της Γαλλίας είναι πλέον από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη.
Η «πραγματικότητα» είναι ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις του Μακρόν για τους πλούσιους μείωσαν τα φορολογικά έσοδα κατά 3% του ΑΕΠ, ενώ οι «μεταρρυθμίσεις» του στον τομέα της εργασίας – που αποσκοπούσαν να κάνουν τη Γαλλία πιο «ανταγωνιστική» – απλώς επιδείνωσαν την ανασφάλεια χωρίς να προσελκύσουν επενδύσεις.
Η «πραγματικότητα» είναι ότι αυτές οι πολιτικές διεύρυναν τις ανισότητες και, σύμφωνα με τον Ερίκ Χέιερ (Eric Heyer, 13/5/1967-) του Γαλλικού Οικονομικού Παρατηρητηρίου (Observatoire Français des Conjonctures Économiques), κοστίζουν στο κράτος 50 δισ. ευρώ ετησίως. (La situation et les perspectives des finances publiques, Cour des Comptes, Ιούνης 2025)
Χρειάζονταν να διορίσουν έναν ακόμη πρωθυπουργό, και μόνο ένας ανόητος θα χρησιμοποιούσε την ίδια τακτική και θα περίμενε διαφορετικό αποτέλεσμα. Αλλά ο χρόνος ήταν πολύτιμος. Έχοντας χάσει δύο πρωθυπουργούς σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο Μακρόν βρισκόταν μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα.
Ο Μουτζτάμπα Ραχμάν (Mujtaba Rahman), που καθοδηγεί και επιβλέπει το αναλυτικό και συμβουλευτικό έργο της Eurasia Group σχετικά με την Ευρώπη (ειδικός σε θέματα Ευρωζώνης, Βρυξελλών, Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλίας, Ουγγαρίας και Ελλάδας) σημείωσε: «Ο Μακρόν πρέπει να δράσει γρήγορα για να διορίσει νέο πρωθυπουργό πριν η αναταραχή στο κοινοβούλιο και στους δρόμους μετατραπεί σε εξέγερση εναντίον του. Πρέπει επίσης να διαβεβαιώσει τις αγορές ότι η Γαλλία μπορεί ακόμα να περάσει έναν προϋπολογισμό μείωσης του ελλείμματος φέτος». (Time, 9/9/2025)
Έτσι, στις 9 Σεπτέμβρη – μόλις 24 ώρες μετά την παραίτηση του Μπαϊρού – ο Μακρόν διόρισε τον Σεμπαστιέν Λεκορνύ (Sébastien Lecornu, 11/61/1986-), τον πιστό του υπουργό Άμυνας και το μόνο πρόσωπο που έχει υπηρετήσει σε κάθε υπουργικό συμβούλιο από το 2017, ως πέμπτο πρωθυπουργό του από το 2022. Μια τέτοια αστάθεια, άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη Γαλλία, θυμίζει περισσότερο το πολιτικό χάος της σύγχρονης Βρετανίας.
Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Λεκορνύ δήλωσε ότι ο Μακρόν του είχε αναθέσει μια σαφή αποστολή: «Την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της δύναμής μας, την εξυπηρέτηση του γαλλικού λαού και την πολιτική και θεσμική σταθερότητα για την ενότητα της χώρας». Ο Λεκορνύ, όπως και ο Μακρόν, εκπροσωπούν την κυρίαρχη ελίτ. Είναι η εξουσία, ο πλούτος και η σταθερότητά τους που έχει ορκιστεί να προστατεύσει.
Σε αυτό το σημείο, η φάρσα της γαλλικής πολιτικής έγινε ακόμα πιο γελοία. Μετά από μόλις 27 ημέρες στην εξουσία, και ο Λεκορνύ παραιτήθηκε. Χρειάστηκε σχεδόν τέσσερις εβδομάδες μετά το διορισμό του για να ορίσει τους υπουργούς του. Όταν τελικά το έκανε, προκλήθηκε σάλος σε όλο το πολιτικό φάσμα, καθώς η κυβέρνηση παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη σε σχέση με την προηγούμενη, η οποία είχε ανατραπεί με ψήφο μη εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου τον Σεπτέμβρη.
Και τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 10 Οκτώβρη, μια εβδομάδα που ξεκίνησε με την παραίτηση του Γάλλου πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια του πρωινού της Δευτέρας, έληξε με την αποδοχή του να αναλάβει ξανά την πρωθυπουργία κατά τη διάρκεια του δείπνου της Παρασκευής. «Η ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία, μετά ως φάρσα», είπε ο Καρλ Μαρξ. Τι γίνεται όταν είναι και τα δύο ταυτόχρονα;
Τι έκανε δυνατή μια τέτοια μεταστροφή; Εν τω μεταξύ είχαν γίνει σοβαρές διαπραγματεύσεις. Για να αποφύγει την άμεση απομάκρυνσή του με ψήφο μη εμπιστοσύνης, ο Λεκορνύ έπρεπε να φέρει στο προσκήνιο ένα άλλο κόμμα, οι ψήφοι του οποίου θα του εξασφάλιζαν την πλειοψηφία που θα μπορούσε να νικήσει μια τέτοια ψήφο. Αυτό που κατάφεραν να κάνουν ο ίδιος και ο Μακρόν ήταν να απομακρύνουν το απαξιωμένο κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Parti Socialiste) από την ανθυγιεινή αγκαλιά των συμμάχων του, των θορυβωδών ριζοσπαστών της Ανυπότακτης Γαλλίας (La France Insoumise), με ηγέτη τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν (Ζαν-Λυκ Μελανσόν (Jean-Luc Mélenchon, 19/8/1951-).
Αλλά το τίμημα ήταν υψηλό: δηλαδή, η συμφωνία για να παγώσει μέχρι το 2028 η μισητή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από 62 σε 64 έτη – ένα μέτρο που η αστική τάξη θεωρεί ως το καλύτερο επίτευγμα της προεδρίας Μακρόν.
Εν τω μεταξύ, αυξάνεται η πίεση στον Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, με το ακροδεξιό Εθνικό Ράλι και το αριστερό κόμμα Η Ανυπότακτη Γαλλία να απαιτούν νέα εντολή. Ο στόχος του Μακρόν με τον διορισμό του Λεκορνύ είναι απλός: να επιβιώσει αρκετά ώστε να περάσει έναν προϋπολογισμό που θα ικανοποιήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές, θα περιλαμβάνει αυξήσεις φόρων και περικοπές κοινωνικών δαπανών! Μένει να δούμε πόσο μακριά θα φτάσει με αυτό.
Αντίφαση τρίτη: Ληστεύοντας τους φτωχούς για να πλουτίσουν οι πλούσιοι
Οι γνωστότεροι αστοί οικονομολόγοι επιμένουν ότι απαιτείται «αποφασιστική δράση» για την επίλυση της δημοσιονομικής κρίσης της Γαλλίας – με απλά λόγια, επιβολή αυστηρότερων μέτρων λιτότητας στον λαό.
Όμως οι εργαζόμενοι της Γαλλίας δεν είναι τόσο υποτακτικοί όσο εκείνοι σε πολλές άλλες δυτικές χώρες όπως π.χ. η Ελλάδα. Παραμένουν οργανωμένοι, μαχητικοί και έτοιμοι να αγωνιστούν, αν και για τη διατήρηση των δικών τους σχετικών προνομίων και όχι, προς το παρόν, για μια πραγματικά επαναστατική αλλαγή. Τα συνδικάτα έχουν γεμίσει τους δρόμους γύρω από τη Βαστίλη, απαιτώντας οι πλούσιοι – και όχι οι εργαζόμενοι – να επωμιστούν το κόστος της κρίσης.
Ο Λεκορνύ κληρονομεί ένα κοινοβούλιο χωρισμένο σε τρία ασυμβίβαστα μπλοκ – αριστερά, κέντρο και ακροδεξιά – που διαφωνούν όλα ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του χρέους. Για να αποφύγει τη μοίρα των προκατόχων του και να ικανοποιήσει την προθεσμία των αγορών, πρέπει να επιδιώξει συμβιβασμό όπου δεν υπάρχει πραγματικά.
Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα είναι πώς να περιορίσουν την αυξανόμενη οργή της εργατικής τάξης και του λαού συνολικά, οι οποίοι απαιτούν να επιλυθεί η κρίση της Γαλλίας με την απαλλοτρίωση του πλούτου από την άρχουσα τάξη. Αυτή τη στιγμή, τόσο η ακροδεξιά όσο και η ρεφορμιστική αριστερά παρουσιάζονται ως σύμμαχοι των εργαζομένων ενώ βρίσκονται στην αντιπολίτευση, αλλά μόλις αναλάβουν την εξουσία θα εφαρμόσουν αναπόφευκτα το ίδιο αστικό πρόγραμμα.
Δεν πρόκειται για ζήτημα «ατομικής προδοσίας», αλλά για την ταξική φύση του ίδιου του καπιταλιστικού κράτους, τη σιωπηρή συναίνεση στη συνέχιση των σχέσεων οικονομικής και ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των υπόλοιπων αποικιών της Γαλλίας και τη συνεχιζόμενη συμμετοχή στον ιμπεριαλισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του επιθετικού στρατιωτικού συνασπισμού του ΝΑΤΟ, ενόψει μάλιστα της επίθεσης στη Ρωσία που προετοιμάζουν συστηματικά.
Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού διαδραματίζονται σε κάθε επίπεδο της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης της Γαλλίας. Όχι ότι η Γαλλία είναι μοναδική από αυτή την άποψη: ολόκληρο το δυτικό ιμπεριαλιστικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση. Όσο περισσότερο προσπαθεί να συγκαλύψει τις πραγματικές αιτίες της αυξανόμενης χρέωσης και της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης των μαζών των εργαζομένων της, τόσο πιο βαθιά βυθίζεται στο τέλμα.
Το άμεσο καθήκον του λαού της Γαλλίας είναι να οργανωθεί και να σταθεί αδιάσπαστα αλληλέγγυα για να υπερασπιστεί το βιοτικό επίπεδο και τα εργασιακά δικαιώματα. Με την κινητοποίηση σε όλους τους τομείς, την αποδυνάμωση της εξουσίας του κράτους, των πολεμικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και την αμφισβήτηση της εξουσίας της ΕΕ που επιβάλλει την λιτότητα, οι Γάλλοι εργαζόμενοι μπορούν να προστατεύσουν τις συνθήκες τους, να αμβλύνουν την αστική επίθεση και να δείξουν σε όλους τους εργαζόμενους τη δύναμη που διαθέτουν όταν είναι ενωμένοι.
Αλλά, όπως και στην χώρα μας, μέχρι η γαλλική εργατική τάξη να κινητοποιηθεί από μια ηγεσία με επαναστατική και σοσιαλιστική προοπτική (μακριά από ρεφορμιστικές και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές), μια ηγεσία που θα μπορεί να μετατρέψει την λαϊκή αγανάκτηση από πολιτική διαμαρτυρία του δρόμου σε αποφασιστική ανατρεπτική δράση, μια ηγεσία που θα κάνει κοινή υπόθεση με τους αποικισμένους λαούς τον επαναστατικό αγώνα – από την Παλαιστίνη μέχρι τα κράτη του Σαχέλ –, μια ηγεσία που έχει βαθιές πραγματικές και ουσιαστικές σχέσεις με τους εργαζόμενους και είναι σε θέση, για άλλη μια φορά, να απευθύνει το σοβαρό κάλεσμα «Aux barricades, camarades!» – δεν θα υπάρξει λύση στην κρίση. #
