ΦΙΛΟΤΕΛΙΚΑ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΜΝΗΜΗΣ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα «νήματα» που τραβά η συγγραφέας για τη χρήση των γραμμα­τοσήμων ως συμβόλων επιβολής με βάση τις αναπαρα­στάσεις τους.

Η αρχαιολόγος Ιρις Τζαχίλη ξετυλίγει ένα πυκνό κουβάρι τεκμηρίων από τη συλλογή γραμματοσήμων που εμπιστεύθηκε το 1941 στη μητέρα της ένας Γερμανός κατακτητής στη Θεσσαλονίκη. Ενα βιβλίο «αιφνίδιο» και «ανυπόμονο» που ακροβατεί μεταξύ μυθιστορήματος και ιστορικού δοκιμίου.

Στην υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη, το 1941, ένας Γερμανός αξιωματικός παραδίδει σε μια Ελληνίδα τη συλλογή των γραμματοσήμων του. Αυτός διαμένει σε ένα σπίτι επιταγμένο από τη γερμανική διοίκηση στην περιοχή της Ανάληψης και εκείνη ακριβώς στο διπλανό. Ετσι γνωρίστηκαν.

Της υπόσχεται πως μετά τον πόλεμο θα έρθει να τα πάρει και λίγες μέρες μετά φεύγει, μάλλον απρόθυμα, για το ανατολικό μέτωπο. Ο ίδιος δεν γυρίζει ποτέ. Η συλλογή μένει για 77 χρόνια φυλαγμένη, μεταφέρεται από μετακόμιση σε μετακόμιση και από κούτα σε κούτα, όχι ως «κειμήλιο» αλλά μάλλον ως αντικείμενο «πιθανής» ιστορικής αξίας λόγω του περιεχομένου, μαζί με βαφτιστικά, μπομπονιέρες και άλλα αταξινόμητα ενθύμια. Το 2018, μετά τον θάνατο εκείνης της κοπέλας, η κόρη της, καταξιωμένη προϊστορική αρχαιολόγος, βάζει σε τάξη τα πράγματα της μητέρας της και αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτό το μικρό μαύρο άλμπουμ. Και η περιπέτεια ξεκινά…

Ηelmuth Engelhardt (O Γερμανός αξιωματικός που έδωσε τη συλλογή γραμματοσήμων)

Η Ιρις Τζαχίλη είναι η κόρη που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει την ιστορία που της είπε κάποτε η μητέρα της, Δήμητρα Αγγελίδου, για τον «Γερμανό» και για τη συλλογή που της άφησε φεύγοντας. Ξεκινά δουλειά ιστορικού αλλά με τα εργαλεία και τη μέθοδο της αρχαιολόγου. Από τη στιγμή που ανακαλύπτει το όνομά του και διαπιστώνει πως ήταν υπαρκτό πρόσωπο κάθε στοιχείο λειτουργεί σαν κεραμικό θραύσμα που η Ιρις Τζαχίλη ανακάλυψε και καθάρισε σχολαστικά στην ανασκαφή.

Περιεργάζεται και ταξινομεί τα περίπου 200 γραμματόσημα και προσπαθεί, όπως ακριβώς και στην προϊστορική αρχαιολογία, να ρουφήξει όσο περισσότερο μεδούλι μπορούν να της παράσχουν για το παρελθόν, όχι μόνο της οικογένειάς της αλλά και του Γερμανού αξιωματικού. Αλλά και του κατακτητή τον οποίο υπηρετεί εκείνος, αλλά και των συνθηκών υπό τις οποίες γίνεται η παράδοση της συλλογής, στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη. Αλλά και των αλλαγών που επιφέρει στην πόλη η κατοχή και η επίταξη ιδιωτικών και δημόσιων κτιρίων. Αλλά και πολλών άλλων. Μια «έκρηξη» αφορμών για έρευνα μόλις ανοίγει το μικρό μαύρο βιβλίο με σκληρές σελίδες και έξι οριζόντιες γραμμές από διαφανές χαρτί σε κάθε σελίδα, που συγκρατούν τα γραμματόσημα, όλα γερμανικά, της περιόδου 1938-1941.

Οπως ακριβώς με τα θραύσματα των ανασκαφών έτσι και με αυτά τα γραμματόσημα, η συγγραφέας επιχειρεί να ξετυλίξει ένα τεράστιο κουβάρι από νήματα, τραβώντας όχι όλα, αλλά όσα περισσότερα μπορεί, φτάνοντας να δηλώνει «πόσο αγαπάω ό,τι έχω εγκαταλείψει» εννοώντας τους δεκάδες άλλους δρόμους που δεν ακολούθησε στην έρευνά της ενώ την καλούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Για όσους δρόμους διάλεξε πάντως, η ίδια διαβεβαιώνει πως τα αποτελέσματα της έρευνάς της είναι ακριβή και τεκμηριωμένα. Το βιβλίο δεν περιλαμβάνει μία αλλά πολλές παράλληλες ιστορίες. Δεν ακολουθεί τις φόρμες ούτε του μυθιστορήματος αλλά ούτε και του ιστορικού δοκιμίου. «Η ιστορία που διηγούμαι δεν έχει τέλος αλλά έχει συνεχείς ανατροπές.

Η συγγραφέας Ίρις Τζαχίλη, ομότιμη καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Είναι ένα βιβλίο αιφνίδιο και ανυπόμονο, ακολουθώντας γραμμική διάταξη», λέει η ίδια. Και πάλι με οδηγό την αρχαιολογία, αποφεύγει να βάλει οποιοδήποτε τέλος. Το κάθε θραύσμα μιλά για το συγκεκριμένο σημείο της ανασκαφής, σπίτι, ανάκτορο, νεκροταφείο ή χωράφι που βρέθηκε και λέει τη δική του ιστορία. Οταν ύστερα από χρόνια θα ανασκαφεί όλος ο οικισμός μπορεί η σύνθεση να οδηγήσει σε διαφορετικό δρόμο. Ετσι και με το κουβάρι των γραμματοσήμων. Η Ιρις Τζαχίλη τραβά κάθε νήμα μέχρι εκεί που αντέχει ώστε να μη σπάσει και το αφήνει εκεί, τραβηγμένο για τον επόμενο ερευνητή που θα πάει την ιστορία παραπέρα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα «νήματα» που τραβά η συγγραφέας για τη χρήση των γραμματοσήμων ως συμβόλων επιβολής με βάση τις αναπαραστάσεις τους. Η θριαμβευτική (ώς τότε) πορεία του γερμανικού επεκτατισμού: οι γερμανικές κτήσεις (Αυστρία, Πολωνία, Τσεχία κ.ά.) και οι διεκδικήσεις του ναζιστικού καθεστώτος, μαζί με τεχνολογικά επιτεύγματα, αεροπλάνα, τρένα, γέφυρες κ.ά. Και βέβαια γραμματόσημα αφιερωμένα στα συνέδρια του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος αλλά και πολλές προσωπογραφίες του Χίντεμπουργκ (προέδρου της Γερμανίας μέχρι το 1934, όταν τη θέση του πήρε ο Χίτλερ).

Δήμητρα Αγγελίδου

Και, περιέργως, μόνο ένα γραμματόσημο με τον ίδιο τον Χίτλερ, σε μια εποχή που ήταν παντοδύναμος. Γιατί άραγε; Τι συνέβη; Εκανε «διαλογή» ο Γερμανός αξιωματικός στη συλλογή του αποκαλύπτοντας μια κάποια στάση απέναντι στον αρχηγό του ή μήπως είχε παρέμβει το χέρι της Δήμητρας Αγγελίδου, που πέταξε όσα είχαν το μισητό πρόσωπο κρατώντας ένα, μόνο για δείγμα;

Και από εκεί ξεκινά άλλος δρόμος, άλλο νήμα. Σε ποια συμφραζόμενα διατηρείται η συλλογή μετά το 1941, οπότε της παραδόθηκε; Μέχρι το ‘44 και την απελευθέρωση μεσολαβούν πείνα, αντίσταση, εκτελέσεις, καταστροφές. Και μετά ο Εμφύλιος. Αλλά και στην προσωπική της ζωή. Ερωτες, γάμος και ένα παιδί (η Ιρις). Τι σήμαινε η ύπαρξη της «συλλογής του Γερμανού» στη διάρκεια αυτών των γεγονότων;

Σε κανέναν από τους δρόμους αυτού του συναρπαστικού αναγνώσματος δεν υπάρχει λήξη της διαδρομής και σε κανένα ερώτημα δεν παρέχεται τελική ετυμηγορία. Ούτε φυσικά και στο αν και τι συνέβη μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών πριν από την παράδοση του άλμπουμ και την υπόσχεση της επιστροφής…

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 26.11.2022