Για συκοφαντίες και βιαστική… καταδίκη τους από την πολιτική ηγεσία και μερίδα των Μέσων Ενημέρωσης κάνουν λόγο οι εργαζόμενοι στο πωλητήριο εκμαγείων του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού, όπου διαπιστώθηκε σωρεία φορολογικών παραβάσεων έπειτα από έφοδο της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων την προηγούμενη εβδομάδα.
Οι 8 υπάλληλοι του πωλητηρίου εξηγούν στην «Εφ.Συν.» τον τρόπο λειτουργίας όλων των αντίστοιχων πωλητηρίων, αλλά και το επιπλέον βάρος που πέφτει στις πλάτες τους από το -ομολογουμένως- απαρχαιωμένο λογιστικό σύστημα του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων.
Συγκεκριμένα, όπως μας τονίζει η διαχειρίστρια του πωλητηρίου, Χρυσούλα Ζαχαριάδη, το σύνολο των εκθεμάτων-εμπορευμάτων αγοράζεται κεντρικά για όλη την Ελλάδα από το ΤΑΠ στην Αθήνα και στη συνέχεια αποστέλλεται στα 37 πωλητήρια που υπάρχουν σε αντίστοιχους αρχαιολογικούς χώρους σε όλη την Ελλάδα.
Χρεωμένα
«Στην περίπτωση της Κνωσού, τα αντικείμενα χρεώνονται στο όνομά μου και εγώ είμαι υπεύθυνη για τη μηνιαία απόδοση λογαριασμού και την τήρηση της αποθήκης, ενώ μία φορά τον μήνα καταθέτω τα ποσά από τις πωλήσεις στον λογαριασμό τραπέζης του ΤΑΠ», εξηγεί η κ. Ζαχαριάδη και τονίζει πως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκρύψει κάποια πώληση, εφόσον -ούτως ή άλλως- θα της καταλογιστεί το αντικείμενο που λείπει από την απογραφή.
«Θα ήταν σαν να κλέβω τον εαυτό μου», αναφέρει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως στο παρελθόν έχει πληρώσει από την τσέπη της ακόμα και για μικροκλοπές που έχουν σημειωθεί μέσα στον μεγάλο όγκο τουριστών που επισκέπτονται το κατάστημα.
Από την πλευρά της, η αναπληρώτρια διαχειρίστρια του πωλητηρίου, Μαρίνα Παπαδάκη, τονίζει πως για τον μεγαλύτερο όγκο των αντικειμένων δεν επιβάλλεται ΦΠΑ, με βάση απόφαση η οποία ισχύει εδώ και χρόνια για τα προϊόντα του ΤΑΠ, γεγονός που θα έπρεπε επίσης να γνωρίζουν οι ελεγκτές…
«Στα υπόλοιπα, κυρίως εκτυπώσεις και εκδόσεις τρίτων που διακινούνται μέσω του ΤΑΠ, ο ΦΠΑ αποδίδεται κεντρικά και όχι από μας. Με βάση τις καταστάσεις της αποθήκης μας, στις 2 κάθε μήνα υποβάλλουμε συγκεντρωτική λίστα πωλήσεων στο ΤΑΠ για την κίνηση του προηγούμενου μήνα, ενώ για τα εμπορεύματα που υπόκεινται σε ΦΠΑ το ίδιο το ΤΑΠ, κεντρικά και για όλη την Ελλάδα, πληρώνει τον φόρο μέχρι τις 5 κάθε μήνα», τονίζει στην «Εφ.Συν.» η κ. Παπαδάκη.
Πρόβλημα οι αποδείξεις
Εφόσον όλη η εμπορική διαχείριση του ΤΑΠ γίνεται κεντρικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τα τοπικά πωλητήρια είναι η έκδοση αποδείξεων που θα πάρουν στα χέρια τους οι πελάτες-τουρίστες.
Εδώ και χρόνια έχει εισαχθεί το σύστημα των χειρόγραφων αποδείξεων με αριθμημένα διπλότυπα μπλοκ που στέλνει το ίδιο το ΤΑΠ στις κατά τόπους υπηρεσίες και στα οποία οι υπάλληλοι αναγκάζονται να σημειώνουν τον κωδικό του προϊόντος, την τιμή και την ποσότητα που πουλήθηκε.
«Αυτή είναι και η πιο χρονοβόρα διαδικασία της δουλειάς μας», υπογραμμίζει η κ. Ζαχαριάδη. «Στο τέλος της ημέρας πρέπει όλες οι χειρόγραφες αποδείξεις να αντιστοιχιστούν με τη λίστα της αποθήκης μας και να περαστούν μία-μία στον υπολογιστή. Γι΄ αυτή τη δουλειά οι συνάδελφοι φεύγουν από εδώ στις 10 το βράδυ, ειδικά αν είμαστε προς το τέλος του μήνα και πλησιάζει η απογραφή. Θα μπορούσαν όλα να ήταν πιο απλά με ένα στοιχειώδες σύστημα μηχανογράφησης, με barcodes σε όλα τα προϊόντα, αλλά κάτι τέτοιο μας είπαν ότι δεν είναι εφικτό», συμπληρώνει η κ. Ζαχαριάδη, ενώ τονίζει πως όλη αυτή η καθυστέρηση τελικά αποβαίνει εις βάρος των επισκεπτών.
«Αν δείτε τις ουρές που σχηματίζονται στο ταμείο, ειδικά τις μέρες που έχουμε κρουαζιερόπλοια και φτάνουν σωρηδόν 1.500 άτομα, θα καταλάβετε γιατί πολλοί τελικά αφήνουν τα προϊόντα και φεύγουν για να μην ταλαιπωρηθούν», αναφέρει η ίδια.
Η συνηθισμένη πρακτική σε όλα τα πωλητήρια, ειδικά τις ώρες αιχμής, ήταν να μην εκδίδονται οι χειρόγραφες αποδείξεις, όταν αφορούν πολύ μικρό ποσόν, π.χ. μια καρτποστάλ που στοιχίζει 40 λεπτά (Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τα χρήματα πήγαιναν στην τσέπη του υπαλλήλου, αφού ακόμη και η τελευταία καρτποστάλ ήταν καταχωρισμένη στο δελτίο παραγγελίας που είχε σταλεί από το ΤΑΠ στην Αθήνα και στις καταστάσεις της αποθήκης του τοπικού καταστήματος, με χρέωση στο όνομα της διαχειρίστριας).
Μετά τη διάσταση που πήρε το θέμα, όλα πλέον περνούν από το… χειρόγραφο σύστημα, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο οι ουρές στα ταμεία.
Ταμειακές-φαντάσματα
Μια… περίεργη προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της έκδοσης παραστατικών για τον πελάτη (αφού για την Εφορία ο απολογισμός γίνεται κεντρικά από το ΤΑΠ) είχε γίνει την περίοδο από το 1995 μέχρι το 2000, με τη μέθοδο των ταμειακών-φαντάσματα.
Με απόφαση της τότε ηγεσίας του ΥΠΠΟ, έγινε προμήθεια ταμειακών μηχανών για τα 37 καταστήματα πώλησης εκμαγείων, οι οποίες όμως ουδέποτε συνδέθηκαν με την Εφορία, αφού ήταν μόνο για έκδοση… τυπικής απόδειξης.
Μία εξ αυτών των μηχανών ήταν και αυτή που βρήκαν οι υπάλληλοι την Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων στην Κνωσό και -όπως αποκαλύπτεται- υπάρχουν αντίστοιχες σε όλους τους μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους (σ.σ. στην πορεία αποφασίστηκε η σύνδεση με το TAXIS μόνο για τις μηχανές της Ακρόπολης και του Αρχαιολογικού Μουσείου, οι οποίες παραμένουν μέχρι σήμερα και τυπικά νόμιμες).
Σε αυτό το σύστημα καλούνται να δουλέψουν οι υπάλληλοι του ΤΑΠ και με αυτά τα δεδομένα συντηρούν έναν σημαντικό πόρο για το ελληνικό κράτος, αφού έστω και χωρίς μηχανογράφηση τα μηνιαία έσοδα π.χ. του πωλητηρίου της Κνωσού αγγίζουν τις 60.000 ευρώ.
«Είναι αδιανόητο να ακούγονται τόσα ψέματα για τη δουλειά και την υπόληψή μας. Βιάστηκαν ακόμα και υπουργοί (σ.σ. Τέρενς Κουίκ) να ζητήσουν την απόλυσή μας με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά θα έπρεπε πρώτα να ενημερωθούν για το πώς δουλεύει το σύστημα, το οποίο φυσικά δεν το φτιάξαμε εμείς», απαντούν οι εργαζόμενοι στην Κνωσό.
(Κεεντρική φωτογραφία: Η διαχειρίστρια Χρυσούλα Ζαχαριάδη εξηγεί στην «Εφ.Συν.» όλη τη διαδικασία προμηθειών από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων στους κατά τόπους αρχαιολογικούς χώρους).