Η παρασκευή ποτών και αφεψημάτων από τα παραδοσιακά βότανα μπορεί, σύμφωνα με την ίδια, εκτός από τη χαρά της δημιουργίας, να προσδώσει ακόμα και ένα μικρό έξτρα εισόδημα στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Οπως αναφέρει η ίδια, «στην Κρήτη σε κάθε εποχή κάτι ανθίζει και τα δέντρα φέρουν τους καρπούς τους. Φημίζεται για τα αρωματικά φυτά που φυτρώνουν παντού, ακόμα και στις παραθαλάσσιες περιοχές. Ο αριθμός των άγριων φυτών που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην κουζίνα, παραμένει υψηλός ωστόσο η χρήση τους στα ποτά είναι περιορισμένη. Ζω στην Κρήτη από το 1984, ως γυναίκα τότε δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή μου στο νησί. Αυτό που με έκανε να τη λατρέψω, είναι το ότι είχε διατηρήσει μεγάλο μέρος του αγροτικού της χαρακτήρα και ότι μπορούσα σε λίγη ώρα να βρεθώ στην εξοχή. Μαζί με την ασχολία μου με τις βιοκαλλιέργειες, έμαθα να παρακολουθώ και να αγαπώ την ποικιλία της κρητικής βλάστησης».
«Ένα ιδιαίτερα σημαντικό κίνητρο για την παρασκευή χειροποίητων ποτών είναι, ασφαλώς, η χαρά της ίδιας της δημιουργίας. Αλλά σήμερα, πια, ένας επίσης σημαντικός λόγος για να φτιάξουμε τα δικά μας ποτά και να συλλέξουμε ή να καλλιεργήσουμε τις πρώτες ύλες μπορεί να είναι και για βιοποριστικούς λόγους. Τις εποχές που οι τιμές στα τρόφιμα ανεβαίνουν, ένας μικρός κήπος μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στον μηνιαίο προϋπολογισμό κάθε νοικοκυριού».
Αυτός είναι και ο στόχος της νέας ιστοσελίδας της Κατερίνας Ντιναπόγια «katerinadinapoja.com», μέσω της οποίας μοιράζεται συνταγές για ποτά με ή χωρίς αλκοόλ, ποτά ζυμούμενα και ποτά χωρίς φυσαλίδες με βότανα της Κρήτης.
Σε ό,τι αφορά την παρουσίαση των φυτών, δεν πρόκειται για επιστημονικές περιγραφές, για συστηματική καταγραφή των φυτών, για τις βιολογικές ιδιαιτερότητες κτλ. Οι περιγραφές είναι πρακτικές και φιλικές προς τον χρήστη και τη φύση, σε μια προσπάθεια να αποδοθεί μια αντίληψη των αισθήσεων και να μεταφερθεί η ιστορική και πολιτιστική σημασία των φυτών. Τελικός στόχος είναι η παρακίνηση των ανθρώπων να φυτεύουν τα δικά τους αγαθά και να φτιάξουν με αυτά τις συνταγές των ποτών της ιστοσελίδας.
Τα βότανα της Κρήτης
Η Κρήτη χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετικά ποικιλόμορφη βλάστηση. Ακόμα και το καλοκαίρι, όταν το έδαφος δείχνει να είναι αφυδατωμένο λόγω της θερμότητας και της έλλειψης βροχής, ανθίζουν πολλά βότανα. Όσο πιο ζέστη κάνει, τόσο πιο έντονα είναι τα αρώματα. Ίσως το πιο διάσημο θεραπευτικό βότανο να είναι το ενδημικό δίκταμο, που αυτοφύεται μόνο στην Κρήτη και που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως σήμερα.
Η ίδια μιλώντας στην «Εφ.Συν.» αναφέρει: «Όταν περπατάτε στη φύση, θα παρατηρήσετε το άρωμα της άγριας φασκομηλιάς με τα εξογκώματα που είναι σαν μήλα, ρίγανη, μαντζουράνα, θυμάρι, φλισκούνι, μάραθο, το οποίο είτε το αγαπάμε, είτε όχι, ανθισμένο πάντα εντυπωσιάζει. Την άνοιξη ανθίζουν η λαδανιά, άγριες τριανταφυλλιές, μολόχες, μαργαρίτες, χαμομήλι και μποράντζα. Στους βράχους φυτρώνει το ενδημικό άγριο γαρύφαλλο. Στις ξερολιθιές, σε ρωγμές και χαραμάδες αναπτύσσονται έκτροπα φυτά και μας δίνουν ελπίδα, γιατί μας θυμίζουν πως, παρά τις άνισες ευκαιρίες, επιβιώνουν ακόμα και ευδοκιμούν. Οι παπαρούνες χρωματίζουν τους αγρούς και σε όλο το νησί απλώνονται χαλιά με βρώσιμα αγριολούλουδα, τσουκνίδες και πικραλίδες. Το υπερικό, μπορεί να μην έχει την δύναμη να διώξει τους σημερινούς δαίμονες, αλλά λάμπει στους αγρούς και μας φτιάχνει τη διάθεση. Οι ντόπιοι γνωρίζουν πάντα τις καλύτερες θέσεις των φυτών και είναι πάντα πρόθυμοι να μας τις αποκαλύψουν».
Ποτά με βότανα
«Όλοι θα πιούν μια μαλοτήρα, το κρητικό τσάι του βουνού, ένα δίκταμο, φασκόμηλο ή ένα χαμόμηλο. Τα τελευταία χρόνια, επέστρεψε ακόμα και στις πόλεις, η πόση του σχεδόν ξεχασμένου μείγματος τσαγιού «σαρανταβότανο» και «καρτεράκι». Το πεντάνευρο, ενώ υπάρχει παντού στα πόδια μας, η προηγούμενη γενιά το χρησιμοποιούσε στις χορτόπιτες και ως τροφή για τα κουνέλια, η δικιά μου γενιά το ξέχασε εντελώς, αλλά η νέα γενιά μπορεί με το πεντάνευρο να φτιάξει σιρόπι για τον βήχα και για τα κοκτέιλ, να το προσθέσει σε πράσινα σμούθι αλλά και στα λικέρ» λέει η κ. Ντιναπόγια.
«Μπορεί το πιο σημαντικό δέντρο της Κρήτης να παραμένει η ελιά, αλλά οι ροδιές, οι χαρουπιές και οι ψευδοπιπεριές είναι από τα πιο εντυπωσιακά δέντρα στο νησί. Υπάρχουν πεύκα, άρκευθοι, κράταιγοι, κουμαριές, χαρουπιές, συκιές, το Αμάρι είναι γνωστό για τις κερασιές του. Στις ρεματιές μεγαλώνουν οι μυρτιές, συχνά μας καλωσορίζουν στις πλατείες των χωριών οι μουριές. Βρίσκουμε για τα ποτά μας εύκολα άνθη άγριας αμυγδαλιάς και εσπεριδοειδών, εύκολα μπορούμε επίσης να προμηθευτούμε άγουρα σταφύλια για την αγουρίδα μας, άγρια βατόμουρα και φραγκόσυκα για ένα πόσιμο ξύδι».
Τοπικά προϊόντα
«Στην Κρήτη, μια περιοχή, όπου θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν όλα όσα χρειαζόμαστε, όπου ο αγροτικός πληθυσμός ήταν κάποτε η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, εξαρτόμαστε σήμερα σε απόλυτο σχεδόν βαθμό από τα εισαγόμενα τρόφιμα. Έτσι έχει η τοπική καλλιέργεια μικρή σημασία σε ότι φτάνει στο καλάθι αγορών. Οι μεγάλες αλυσίδες προβάλλουν τα λίγα τοπικά προϊόντα της γκάμας τους, αλλά στην πραγματικότητα μόνο ένα μικρό μέρος προέρχεται από την περιοχή όπου ζούμε. Η εφαρμογή στην πράξη της κατανάλωσης με περιφερειακό χαρακτήρα και μικρές αποστάσεις διανομής, δεν μπορεί να δημιουργηθεί απλά από τα σουπερμάρκετ. θα έπρεπε να αναπτυχθούν νέα κοινωνικά δίκτυα αυτάρκειας. Μέχρι τότε θα συμβιβαστούμε με τους μικρούς μας κήπους και τα δικά μας μπαλκόνια» αναφέρει η ίδια.
Παλιές συνταγές και ταξικό πρόσημο
Παρότι είναι πιθανό να επινοηθούν νέες συνταγές, που δεν υπάρχουν ήδη, σε κάποια μορφή, ωστόσο πολλές από αυτές που υπάρχουν στην ιστοσελίδα, βρέθηκαν σε παλιά βιβλία με χειρόγραφες σημειώσεις ή σε άρθρα παλιών εφημερίδων και περιοδικών. «Κάποιες έχουν προσαρμοστεί σε ό,τι μου ταιριάζει περισσότερο, άλλες στα υλικά που είναι διαθέσιμα. Θέλω να μοιραστώ και τις δικές μου (τροποποιημένες) συνταγές και να προσαρμοστούν ανάλογα με τις διαφορετικές προτιμήσεις» λέει η Κατερίνα Ντιναπόγια.
Για τη διαχρονική προσπάθεια του ανθρώπου να αναζητήσει ποιοτική τροφή, η ίδια γράφει:
«Για τους προγόνους μας ήταν αναγκαίο να διατηρούν τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά για τους χειμερινούς μήνες. Στα σύγχρονα βιομηχανικά κράτη, ο σκοπός δεν είναι μόνο η μακρόχρονη διατήρηση των αγαθών, δεδομένου ότι όλα υπάρχουν παντού και όλο τον χρόνο. Αλλά πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στα βιομηχανοποιημένα, μαζικά παραγόμενα τρόφιμα με τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων και τα χημικά πρόσθετα.
Η βιολογική σήμανση φέρνει, ίσως, λίγο παραπάνω σαφήνεια, αλλά ακόμα και στη βιολογική καλλιέργεια χρησιμοποιούνται -εν μέρει- αμφίβολα παρασκευάσματα και μέθοδοι καλλιέργειας, ώστε να μπορούν να παραχθούν τα προϊόντα οικονομικά. Επιπρόσθετα η βιολογική πιστοποίηση και το μήνυμα πίσω από αυτή, γεννά ερωτηματικά, διότι ο όρος γίνεται παράλογος, όταν βρίσκουμε στην αγορά τον χειμώνα βιολογικά σταφύλια από μακρινές χώρες.
Επιπροσθέτως είναι τα βιολογικά και τα υγιεινά προϊόντα από τα παντοπωλεία εκλεκτών τροφίμων, ένα προνόμιο για αυτούς που μπορούν να τα πληρώσουν. Κάτι τέτοιο γινόταν και τον μεσαίωνα με διάκριση μεταξύ της τροφής των αγροτών και της αριστοκρατίας, κάτι που συνεχίζει να υπάρχει με τις τροφές του προλεταριάτου και πρεκαριάτου και σε αυτές δεν ανήκουν τα φυσικά και υγιεινά ποτά.
Κατά συνέπεια οι βαρετοί αγγλικοί κήποι με γκαζόν της εποχής του «οικονομικού θαύματος» μεταξύ 1945 και 1975, που αλλαχού θεωρείται ένδοξη, μετατρέπονται όλο και πιο συχνά σε άγριους κήπους αυτάρκειας, ακόμα και επιβίωσης. Φύτευση σε πολύ μικρές εκτάσεις, ακόμα και σε μπαλκόνια, γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. Το ότι η αυτάρκεια είναι συνδεδεμένη με «εναλλακτικούς πράσινους» ή με «αρνητές του πολιτισμού», είναι ένας ευρέως διαδεδομένος μύθος. Διότι η αυτάρκεια απαιτεί δίκτυα γνώσης, ανθρώπους που αλληλοϋποστηρίζονται και χρειάζεται πόλεις όπου οι κήποι μπορούν να έχουν αντίστοιχο χώρο όπως και τα πάρκινγκ. Χρειάζονται συνθήκες εργασίας που δέχονται πως ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε μόνο για την μισθωτή εργασία.
Όσοι ασχολούνται με την αυτάρκεια στα τρόφιμα, δεν είναι λοιπόν αρνητές του πολιτισμού, αλλά συνηθισμένοι μεσοαστοί. Παρατήρησαν πως οι τιμές όλο και ανεβαίνουν, ενώ ο μισθός παραμένει χαμηλός. Και η ενέργεια που απαιτείται για την παραγωγή αλλά και για την μεταφορά πέρα-δώθε και ακριβαίνει και ρυπαίνει. Για πολλούς είναι μία αντίδραση και διαμαρτυρία ενάντια στις ανώφελες μακρινές διαδρομές μεταφοράς, ενάντια στην προσφορά φυτών σε κάθε εποχή».
Περισσότερα: katerinadinapoja.com