Και εσύ έκανες πως δεν τους βλέπεις. Εχεις δίκιο για τον φαρισσαϊσμό του πολιτικού συστήματος, καθώς ξαφνικά έγιναν όλοι πατεράδες της νίκης ενάντια στον φασισμό. Εχεις δίκιο πως ξαφνικά μάς ξεφύτρωσαν από δεξιά κι αριστερά μπόλικοι αντιφασίστες, που μέχρι χθες, άλλοι έδιναν χείρα βοηθείας στη Χρυσή Αυγή και άλλοι, στην καλύτερη περίπτωση, έκαναν πως δεν έβλεπαν την ύπαρξή της.
Αλλά σε αυτούς τους τελευταίους ανήκεις και εσύ Μίκη.
Θυμάσαι τα χειροκροτήματα του Μιχαλολιάκου κάτω από την εξέδρα του συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία όταν διάβαζες τον πύρινο λόγο σου; Θυμάσαι τον Παναγιώταρο και τους υπόλοιπους να δονούνται υπό τους ήχους της μουσικής σου, με τη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, στην Πλατεία Συντάγματος;
Θυμάσαι τον Κασιδιάρη να σε υμνεί και να τσουβαλιάζει την ιστορία σου (και την ιστορία μας) όπως τον βόλευε; «Ο Μίκης ξεκίνησε από την Ε.Ο.Ν. του Ιωάννου Μεταξά και έκλεισε τον κύκλο του στο Συλλαλητηριο πλάι σε Πατριώτες και Εθνικιστές! Οι ενδιάμεσες στάσεις/κυβιστήσεις παραγράφονται…» είπε για σένα.
Και τους έδωσες εσύ την αφορμή για όλα αυτά. Φυσικά δεν ήταν φασίστες όλοι όσοι βρέθηκαν σε εκείνο το συλλαλητήριο. Αλλά όλοι οι φασίστες ήταν εκεί. Και εσύ (ειδικά εσύ) έπρεπε να το γνωρίζεις.
Αντίθετα, έκανες πως δεν βλέπεις. Κι αν ακόμα ίσως και αυτό θα ήμασταν έτοιμοι να σου το συγχωρήσουμε (υπό την έννοια ότι ήσουν αποκλειστικά υπεύθυνος για τη δική σου παρουσία εκεί αλλά όχι και για τη δική τους) δεν μας άφησες κανένα περιθώριο όταν αποφάσισες από τηλεοράσεως να τους ξεπλύνεις: «Η Χρυσή Αυγή αγαπά την πατρίδα με έναν τρόπο εριστικό» είπες και εκεί κάπου τελειώσαμε οριστικά.
Σήμερα συγχαίρεις τους δικαστές που τους στέλνουν στη φυλακή. Σήμερα τους χαρακτηρίζεις «Χούντα εξίσου προσβλητική και επικίνδυνη για τη Δημοκρατία». Σήμερα μας προειδοποιείς ότι ο αγώνας έναντι του φασισμού δεν τελείωσε αλλά «πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση αφού γνωρίζουμε καλά πόσο ύπουλο είναι το μικρόβιο του φασισμού».
Εχεις δίκιο. Υπάρχουν ακόμα μπόλικοι «εριστικοί» αγαπητικοί της πατρίδας ανάμεσά μας.
Πριν από δυόμισι χρόνια έγραψα πως «Πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης». Με κατηγόρησαν πολλοί για ασέβεια απέναντί σου. Περίεργο πράγμα είναι ο σεβασμός. Και εσύ, στο σημερινό σου κείμενο για «σεβασμό στη διαφορετική άποψη» μιλάς.
Σε σέβονται άραγε όσοι αναφέρονται σε σένα ως ξεμωραμένο γέρο που δεν ξέρει πια τι λέει; Εγώ δεν είμαι από αυτούς. Εγώ μετρώ βαριά και κρίνω αυστηρά κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα σου. Και τώρα τελευταία, οι περισσότερες από αυτές με πονάνε.
——
Το πλήρες άρθρο – παρέμβαση που δημοσίευσε σήμερα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ο Μίκης Θεοδωράκης:
Συγχαίρω και χειροκροτώτους δικαστέςπου είχαν το θάρρος να αψηφήσουν κινδύνους και εμποδια και με την απόφασή τους να καταδικάσουν τη Χρυσή Αυγή αναγνωρίζοντας την ως εγκληματική οργάνωση.
Όταν απαλλαχθήκαμε απο το άγος της Χούντας, ήταν βέβαιο οτι η τεχνητή διαίρεση του Λαού μας θα μείωνε τις αντιστάσεις του σε σημείο να δεχθεί την επανεμφάνιση μιας νέας Χούντας, εξίσου προσβλητικής και επικίνδυνης για τη Δημοκρατία.
Βεβαίως, το μέσον ανόδου της Χρυσής Αυγής διέφερε από τα προηγούμενα. Δηλαδή δεν ήρθε με την απειλή των τανκς αλλά με την ανοχή των εξουσιών, πολιτικών και δικαστικών.
Και ενώ η πρώτη μορφή, η Χούντα, αντιμετωπίστηκε με την αντίσταση του ελληνικού λαού, η δεύτερη, η Χρυσή Αυγή, κατόρθωσε να αποσπάσει την ανοχή θεσμών και κομμάτων, καθώς και την ψήφο περίπου μισού εκατομμυρίου Ελλήνων ψηφοφόρων, εξασφαλίζοντας την παρουσία των εκπροσώπων της μέσα στο Ιερό της Δημοκρατίας, τη Βουλή των Ελλήνων!
Μετά την ιστορική απόφαση αυτής της ομάδας των δικαστών, διέπρεψε ο φαρισαϊσμός όλων των υπευθύνων για την κατάντια της χώρας μας που δίπλα στην τραγική αλλά και ηρωική μορφή της Μάγδας Φύσσα, δίπλα σε όλους εκείνους που έδωσαν τον μεγαλύτερο αγώνα εδώ και τόσο καιρό, “πανηγύριζαν” για τη “νίκη κατά του φασισμού”.
Δεν υπήρξε ούτε αυτοκριτική, ούτε η προσπάθεια να αποκαλυφθούν και να καταδικασθούν οι βαθύτεροι λόγοι-ασθένειες εξαιτίας των οποίων από το 1967 έως σήμερα ζήσαμε δύο επταετίες με τη θηριώδη παρουσία δύο εγκληματικών μορφωμάτων με τη σφραγίδα του φασισμού-ναζισμού που τόσο τραγικά βίωσε ο Λαός μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Γι’ αυτό προτίμησα να μη μιλήσω την ημέρα που εκδόθηκε η δικαστική απόφαση. Γιατί δεν ήθελα μια τόσο σημαντική ημέρα για τη Δημοκρατία να πω δυσάρεστα αλλά και από την άλλη δεν μπορούσα να μην μιλήσω για το θέμα αυτό και να τα αποκρύψω, αφού δεν συνήθισα ποτέ τα μισόλογα.
Γιατί το χειρότερο είναι το γεγονός ότι έχουμε καθημερινά και ολοένα αυξανόμενα δείγματα φασιστικής νοοτροπίας στην καθημερινή μας ζωή, τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις με την έλλειψη κάθε έννοιας σεβασμού της διαφορετικότητας, όσο και στις διακομματικές σχέσεις με την έλλειψη κάθε έννοιας σεβασμού στο δικαίωμα της διαφωνίας και της διαφορετικής άποψης. Πράγμα που αποτελεί απόδειξη έλλειψης πραγματικής Παιδείας και Πολιτισμού.
Έτσι η φασιστική νοοτροπία – σαν το σαράκι που σαπίζει το ξύλο – σαπίζει καθημερινά το εθνικό σώμα με δραματικές συνέπειες τόσο για την υγεία της κοινωνίας, όσο και για τη δυνατότητα υπεράσπισής μας από τους πολλούς και μεγάλους κινδύνους που συσσωρεύουν οι διεθνείς εξελίξεις μπροστά από την πόρτα μας.
Η έκδοση της δικαστικής απόφασης για τη Χρυσή Αυγή δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε εφησυχασμό ότι αγώνας κατά του φασισμού δικαιώθηκε άρα τελείωσε. Αντίθετα, θα πρέπει να δούμε την απόφαση αυτή ως έναν σημαντικό σταθμό στον αντιφασιστικό αγώνα που πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση αφού γνωρίζουμε καλά πόσο ύπουλο είναι το μικρόβιο του φασισμού.
Μόνο με τη συνέχιση του αγώνα αυτού θα δικαιωθούν ο Παύλος Φύσσας και όλα τα θύματα της Χρυσής Αυγής.
Αντίθετα με τον φαρισαϊσμό, τον κρυφό και ύπουλο φασισμό-ρατσισμό και την άγνοια του κινδύνου που τροφοδοτεί τον εθνικισμό, το πλοίο ΕΛΛΑΣ είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα πέσει σε κάποια απροσδόκητη ξέρα καθώς τα τρία Φ (Φαρισαϊσμός, Φασισμός και Φανατισμός) εμποδίζουν την ασφαλή πορεία προς το μέλλον.
Σήμερα, τόσο τα εσωτερικά μας προβλήματα όσο και οι διεθνείς εξελίξεις απαιτούν να έχουμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα, τη σκέψη μας ανεξάρτητη και απαλλαγμένη από ιδεοληψίες και τις καρδιές μας καθαρές και αμόλυντες από το εμφύλιο μίσος, καθώς ταξιδεύουμε σε αχαρτογράφητα νερά.