Σε κλοιό «επενδυτικών» προτάσεων για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσω της καύσης βιομάζας ή βιορευστού βρίσκεται η Κρήτη, που τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε πεδίο πειραματισμών ως προς τις νέες μορφές ενέργειας. Το θέμα έχει προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις σε δήμους, κυρίως στα νότια του Ηρακλείου, ήδη από τα μέσα του περασμένου έτους όταν προτάθηκαν οι πρώτες 11 μονάδες καύσης βιομάζας συνολικής ισχύος 200 MW. Στη συνέχεια ήρθαν προς έγκριση στο Περιφερειακό Συμβούλιο ακόμα 10 αντίστοιχες επενδύσεις σε όλη την Κρήτη, ενώ με θετική εισήγηση έφυγαν μόνο οι 3 από όλες αυτές τις προτάσεις. Ωστόσο, ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο είχε παίξει στο θέμα η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης, με τον διορισμένο από την προηγούμενη κυβέρνηση γ.γ. Γρηγόρη Ροκαδάκη να δίνει απευθείας άδειες σε ακόμα 10 περιπτώσεις.
Την Πέμπτη που πέρασε, ακόμα 6 αντίστοιχες προτάσεις εισήχθησαν προς έγκριση και απορρίφθηκαν από την Επιτροπή Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Κρήτης για περιοχές των Χανίων και του Δήμου Αρχανών-Αστερουσίων. Το θέμα απασχολεί σε πανελλαδικό επίπεδο τους τοπικούς και περιβαλλοντικούς φορείς, ενώ πρόσφατα υπήρξαν δυναμικές αντιδράσεις από κατοίκους στα Βασιλικά του Δήμου Θέρμης, στη Θεσσαλονίκη, ενάντια στη σχεδιαζόμενη εγκατάσταση δύο αντίστοιχων μονάδων στην περιοχή τους.
Τί είναι η βιομάζα
Τα εργοστάσια βιομάζας παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω της καύσης πρώτων υλών που προέρχονται κυρίως από υπολείμματα αγροτικών καλλιεργειών κλαδιά, κατσίγαρους, καλάμια κ.λπ. ή ακόμα και απόβλητα κτηνοτροφικών μονάδων, ενώ η μέθοδος του «βιορευστού» αναφέρεται κυρίως σε παραγωγή ενέργειας μέσω κινητήρων που καίνε λάδι (είτε χρησιμοποιημένο, τηγανέλαιο κ.λπ. είτε από υπολείμματα ελαιουργείων). Έκδηλη είναι η ανησυχία για την περιβαλλοντική υποβάθμιση που προκαλούν οι μονάδες αυτές, καθώς πρόκειται για καύση, με τη μορφή της αεριοποίησης.
Επιπλέον η εφαρμογή τέτοιων μεθόδων προτάσσει την προτεραιότητα παραγωγής ενέργειας με χρήση υλικών που χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για ζωοτροφή, με ό,τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στην κτηνοτροφία αλλά επηρεάζουν συνολικά τον πρωτογενή τομέα, καθώς μελλοντικά προβλέπονται ακόμα και φυτεύσεις ειδικά για την παραγωγή πρώτων υλών για τα συγκεκριμένα εργοστάσια. Σε αυτή την περίπτωση, εκτός από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλάζει συνολικά το μοντέλο πρωτογενούς παραγωγής εφόσον ενδέχεται να καταλήξουν οι αγρότες να καλλιεργούν χωράφια που θα παράγουν προϊόντα που θα «τρέφουν» τις μηχανές που παράγουν ρεύμα, αντί για τον πληθυσμό. Τέλος, με τις μεθόδους αυτές περνάνε σε δεύτερη μοίρα άλλες υπαρκτές προσπάθειες τοπικών φορέων οι οποίοι παράγουν μέσω των ίδιων πρώτων υλών εδαφοβελτιωτικό υλικό (κομπόστ) με πολύ χαμηλότερο κόστος και μεγαλύτερη κοινωνική χρησιμότητα.