Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Στάση στο Ρέθυμνο έκανε πριν από λίγες μέρες το Διεθνές Ερευνητικό Πρόγραμμα «Open Jerusalem» που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας και φιλοξενείται στο Πανεπιστήμιο Paris-Est Marne-la-Vallée στη Γαλλία.

Στο πλαίσιο του προγράμματος γίνεται μια τεράστια προσπάθεια ανοίγματος των ιστορικών αρχείων της Ιερουσαλήμ ώστε να αποκαλυφθεί η ιστορία της «από τα κάτω», κυρίως σε ό,τι αφορά την καθημερινότητα των ανθρώπων της και όχι τόσο τα ιδεολογικά ή γεωπολιτικά ζητήματα με τα οποία είναι φορτισμένη η Ιερή πόλη.

Από τις 10 έως τις 12 Μαΐου στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών στο Ρέθυμνο πραγματοποιήθηκε το πρώτο διεθνές συμπόσιο του προγράμματος.

Παρουσιάστηκε η μεθοδολογία της έρευνας και άνοιξε η επιστημονική συζήτηση με βάση τις πρώτες εργασίες των ερευνητών της ομάδας του Open Jerusalem αλλά και ιστορικούς που ειδικεύονται σε παραπλήσια θέματα.

«Διαχρονικά ο κάτοικος της Ιερουσαλήμ φέρει έντονα την ταυτότητα της πόλης μαζί με αυτή της εθνικότητας ή θρησκείας στην οποία ανήκει», λέει στην «Εφ.Συν.» ο ιστορικός Αγγελος Νταλαχάνης, μέλος της βασικής ερευνητικής ομάδας του προγράμματος.

Στην Ιερουσαλήμ, εκτός από τις τρεις βασικές θρησκευτικές ομάδες χριστιανών, μουσουλμάνων και Εβραίων, συναντιέται ιστορικά μια πανσπερμία θρησκειών και εθνικοτήτων.

Εδώ έζησαν Ελληνες, Ελληνορθόδοξοι, Παλαιστίνιοι και άλλοι Αραβες, Εβραίοι, Οθωμανοί, Αρμένιοι, Αιγύπτιοι κόπτες, Αιθίοπες, Ρώσοι, Λατίνοι, Ισπανοί, καθολικοί και προτεστάντες.

Κι όμως, πέρα από την εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τη συνείδηση του κατοίκου της ιδιαίτερης αυτής πόλης.

Αυτός είναι ο ορισμός της έννοιας της citadinité, την οποία αξιοποιεί ο διευθυντής του προγράμματος, Vincent Lemire.

Η citadinité είναι για μια πόλη ό,τι η εθνικότητα για μια χώρα και αποκρυσταλλώνεται στους θεσμούς της πόλης, στα άτομα που κατοικούν και βρίσκονται σε διάδραση μεταξύ τους και με την πόλη, αλλά και στις καθημερινές πρακτικές της κοινωνικής ζωής.

Ειδικά για την Ιερουσαλήμ η αίσθηση αυτή κυριαρχεί εδώ και αιώνες στους κατοίκους της, γεγονός που αποκαλύπτεται από τη μέχρι τώρα ερευνητική πορεία του προγράμματος, αμφισβητώντας το παραδοσιακό αφήγημα που συνοδεύει την πόλη για διαμάχες και πόλεμο ισχύος μεταξύ των πολλών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων που συμβιώνουν στην πόλη.

«Ασφαλώς και καταγράφονται εντάσεις διαχρονικά στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο η δική μας έρευνα δεν εστιάζει σε αυτές, αλλά στην κοινή καθημερινότητα των ανθρώπων αυτών που εκ των πραγμάτων έπρεπε να συμβιώνουν για να λειτουργεί η πόλη», λέει ο κ. Νταλαχάνης.

«Ανακαλύπτουμε πολύτιμες πληροφορίες για τη συμβίωση αυτή για την περίοδο 1840-1940 από τα δημοτικά αρχεία, από τα αρχεία των τοπικών θρησκευτικών αρχών και κοινοτήτων, από τα αρχεία των δικαστηρίων και φυσικά από τα πληρέστατα οθωμανικά αρχεία της πόλης μέχρι το 1922», συμπληρώνει ο ίδιος.

Ωκεανός πληροφοριών

Στην ουσία πρόκειται για έναν ωκεανό πληροφοριών και στοιχείων που πρέπει να διαχειριστούν οι ερευνητές του προγράμματος.

Από την επεξεργασία των στοιχείων αυτών προκύπτουν σημεία επαφής που αναδεικνύουν τις ανταλλαγές, τη διάδραση, τις συγκρούσεις και ενίοτε την ώσμωση ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς και παραδόσεις.

Η δουλειά των ερευνητών φτάνει εξαιρετικά βαθιά.

Μία από τις παρουσιάσεις της πρώτης μέρας του συμποσίου αφορά τη μελέτη των κάθε λογής αιτήσεων (petitions) που συμπλήρωναν οι κάτοικοι της πόλης όταν έρχονταν σε επαφή με κάθε είδους αρχή.

Πολύτιμα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία προκύπτουν από τις αιτήσεις αυτές οι οποίες μελετώνται ακόμα και σε υποκατηγορίες ανάλογα με το αν έχουν συμπληρωθεί από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο ή από τον υπάλληλο της εκάστοτε αρχής (δήμος, δικαστήριο κτλ.).

Οπως λέει ο Αγγελος Νταλαχάνης, ο ίδιος έχει αναλάβει τη μελέτη των ελληνικών αρχείων.

Από τις ληξιαρχικές πράξεις γάμων και βαφτίσεων του Πατριαρχείου από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα ήδη προκύπτουν σημαντικές ενδείξεις ώσμωσης των διαφορετικών κοινοτήτων.

«Βλέπουμε να δίνονται ελληνικά ονόματα σε παιδιά που βαφτίζονται σε αραβόφωνες ορθόδοξες εκκλησίες και φυσικά αρκετούς μικτούς γάμους», λέει, ενώ η έρευνα συνεχίζεται με επίμονη δουλειά.

Ο Αγγελος Νταλαχάνης

Η μετάβαση από την καταγραφή των αρχείων στο επιστημονικό μέρος του προγράμματος γίνεται σε τρεις χρόνους.

Πρώτα πραγματοποιείται μια επισκόπηση των διαθέσιμων πηγών, στη συνέχεια οργανώνονται οι κατάλογοι και ο ιστότοπος που τους αναδεικνύει, για να ακολουθήσει η σύνθεση μιας νέας ιστορίας της Ιερουσαλήμ από το 1840 έως το 1940 μέσα από τη συγγραφή βιβλίων και άλλων δημοσιεύσεων.

Ηδη οι επιστήμονες του προγράμματος βρίσκονται σε συζητήσεις με εκδοτικούς οίκους για τη δημοσίευση των ανακοινώσεων του συνεδρίου του Ρεθύμνου, ενώ τα συνολικά αποτελέσματα της δουλειάς τους θα παρουσιαστούν σε ένα νέο μεγάλο συνέδριο μετά την ολοκλήρωση της εργασίας τους με το τέλος του προγράμματος το 2019.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις 23.05.2016