Θα ήθελα να δω σήμερα εκείνον τον ηλικιωμένο που είπε στον Γιώργο Παπανδρέου να πάρει τη σύνταξή του για να σωθεί η Ελλάδα.
Αν υποθέσουμε πως είναι αληθές το περιστατικό που μας διηγήθηκε ο Γιώργος τον Μάρτιο του 2010, θα ήθελα αυτό τον μπάρμπα να τον δω και να τα λέγαμε με μια ρακή, στο καφενείο του χωριού.
Γιατί ο γέρος τού είπε πάρε μια σύνταξη και ο Γιώργος πήρε την πρώτη με το κόψιμο των δώρων, πήρε κι άλλη με την αύξηση του ΦΠΑ μέχρι και στον καφέ, πήρε κι άλλη μία με τον ΛΑΦΚΑ, πήρε κι άλλη μια από την περικοπή των επιδομάτων, πήρε κι άλλη με την έκτακτη εισφορά, θέλει κι άλλη μία κάθε χρόνο με το χαράτσι μέσω ΔΕΗ. Και θα τον αφήσει και χωρίς ρεύμα το γέρο, αν δεν έχει να πληρώσει.
Θέλω να τον δω τον μπάρμπα, να τον ρωτήσω αν βλέπει την Ελλάδα γύρω του να σώζεται, ώστε να έχει κι αυτός ήσυχη τη συνείδησή του πως δεν πάνε στο βρόντο τα δικά του βάσανα. Θα έχει σίγουρα βάλει σκοπό, όταν τα κλείσει τα μάτια του ο παππούς κάποτε, να ονειρεύεται καλύτερη την Ελλάδα. Ποια Ελλάδα, όμως, θα σώσεις αν καταστρέψεις αυτούς που θα ζούνε σ’ αυτήν; Και εν τέλει, τι είναι η πατρίδα μας, ρε μπάρμπα, αν δεν είναι οι άνθρωποί της;
Με τέτοια θα του έπιανα την κουβέντα του γέροντα, ελπίζοντας στη σοφία των χρόνων του. Γιατί ακόμα κι αν υπομένει αυτός τις θυσίες, δεν μπορεί, θα βλέπει τα παιδιά του να απολύονται και τα εγγόνια του να ξεκινάνε το σχολείο με φωτοτυπίες. Και όλους μαζί να το σκέφτονται για την Αυστραλία ή και αλλού.
Τι διάολο είναι η πατρίδα μας, ρε μπάρμπα; Πού την πήγε η πατρίδα τη σύνταξη που έδωσες στον Γιώργο; Πότε θα την πάρεις πίσω και ποιος σώθηκε από αυτή;
Κανείς, γέρο μου. Κι εσύ με τα λογικά σου θα τον διαολόστελνες τώρα, αν ήξερες τι ετοίμαζε. Αυτό θα κάνω κι εγώ. Αν όχι εγώ, ποιος, και αν όχι τώρα, πότε;