Όχι άλλες σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες!

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

-Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι η σοσιαλδημοκρατία, ανεξάρτητα με το πως παρουσιάζεται,  αποτέλεσε έναν διαχρονικά πολύ επικίνδυνο αντίπαλο του λαού και του εργατικού κινήματος. Αποτέλεσαν και αποτελούν συχνά το «τελευταίο χαρτί» του κεφαλαίου και της αστικής τάξης όταν κλονίζεται η εξουσία τους. Δεν μπορούμε διαχρονικά να περιμένουμε να ενεργήσουν στο πλευρό του λαού και των εργαζομένων. Η σοσιαλδημοκρατία θέλει να κρατά το λαό εγκλωβισμένο στην αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρχει ένας καπιταλισμός με «ανθρώπινο πρόσωπο». Διατυμπανίζει ότι μπορεί να υπάρχει ένας καπιταλισμός που κερδισμένοι μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ο εργοδότης και ο εργαζόμενος, και ο εργάτης και ο βιομήχανος, ο εφοπλιστής ή ο τραπεζίτης. Ο «μύθος» ενός τέτοιου φιλολαϊκού καπιταλισμού ή μιας δήθεν «προοδευτικής» κυβέρνησης που μπορεί να διαχειριστεί φιλολαϊκά τον καπιταλισμό προς όφελος των εργαζόμενων έχει διαψευστεί πολλές φορές.

Σήμερα οι σοσιαλδημοκράτες είναι από τις δυνάμεις που πρωτοστατούν στην κλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και στην γιγάντωση των εξοπλισμών. Με τη σφραγίδα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε Σουηδία και Φινλανδία τέθηκε το αίτημα ένταξής τους στο ΝΑΤΟ, δηλαδή της διεύρυνσης και ενίσχυσης της επιθετικής στρατιωτικής συμμαχίας. Όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θυσίασαν τις λαϊκές ανάγκες για να προωθήσουν τη στρατηγική του κεφαλαίου και τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, τις οποίες προβάλλουν σταθερά ως μονόδρομο.

Η Ιστορία μας διδάσκει. Ας θυμηθούμε σύντομα την ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας η οποία έχει μια μακρά ιστορική πορεία, στη διάρκεια της οποίας υπέστη δραματικές μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις. Ως πολιτικό ρεύμα προέκυψε ουσιαστικά μέσα από τα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα της Β ́ Διεθνούς το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Την περίοδο περάσματος στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, περίοδο στην οποία συντελείται μεγάλη ανάπτυξη και εξάπλωση της καπιταλιστικής βιομηχανίας, η εμφάνιση και ενδυνάμωση των μονοπωλίων, καθώς και ένταση της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, εμφανίζεται και ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας. Αρχίζει να διαμορφώνεται ένα τμήμα της εργατικής τάξης του οποίου οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται δυσανάλογα σε σχέση με το σύνολο της τάξης και το οποίο συνδέει τους δικούς του υλικούς όρους με την αστική τάξη, τείνοντας να συμβιβαστεί. Δηλαδή να βλέπει τη δική του πορεία συνδεδεμένη με την πορεία των καπιταλιστών, και όχι με τον αγώνα εναντίον τους. Πρόκειται για τη διαμόρφωση του κοινωνικού στρώματος της «εργατικής αριστοκρατίας», που αποτέλεσε την κοινωνική δύναμη υποστήριξης του κεφαλαίου μέσα στην εργατική τάξη. Σε τέτοιες δυνάμεις ο καπιταλισμός φάνταζε παντοδύναμος, ενώ παράλληλα άρχισαν να τροφοδοτούνται αυταπάτες για τη δήθεν «ειρηνική μετεξέλιξη» του καπιταλισμού και να ενισχύονται ψευδαισθήσεις για δήθεν φιλολαϊκή διαχείρισή του.

Η προδοσία της εργατικής τάξης από τη σοσιαλδημοκρατία περνάει σε άλλο επίπεδο κατά τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, που αποτέλεσε και μια κρίσιμη καμπή για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Την εποχή εκείνη πραγματοποιήθηκε η εμβληματική κορύφωση μιας πορείας διαρκούς διολίσθησης της σοσιαλδημοκρατίας στην υπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Από το σημείο εκείνο και μετά ουσιαστικά αποτελεί εχθρό του εργατικού κινήματος. Περνάει ολοκληρωτικά στην αντίδραση και δρα ως «εκπρόσωπος» του κεφαλαίου μέσα στο εργατικό κίνημα. Με το ξέσπασμα του μεγάλου πολέμου οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που εμφάνιζαν τον εαυτό τους ως εκπροσώπους του εργατικού κινήματος ουσιαστικά συντάχτηκαν με τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις σε κάθε χώρα, για να στρατεύσουν τους εργαζόμενους στα συμφέροντα του κεφαλαίου και προπαγάνδιζαν το εθνικιστικό μίσος ανάμεσα στους εργάτες.

Οι καταστροφές που έφερε ο Α ́ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και η νίκη της Ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917 συνέβαλαν ώστε να απλωθεί η επαναστατική πυρκαγιά στη Γερμανία, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία, την Ιταλία και αλλού —όπου όμως οι εργατικές επαναστάσεις ηττήθηκαν—, ενώ στοιχεία επαναστατικής ανόδου διατηρήθηκαν σε ορισμένες χώρες ως και το 1922-23.

Οι σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες τάχτηκαν ανοιχτά ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, κατάπνιξαν στο αίμα την επανάσταση των Σπαρτακιστών (Spartakusaufstand) του 1918 στη Γερμανία. Το κεφάλαιο για να μπορέσει να χειραγωγήσει τις εξεγερμένες μάζες, για να ρίξει στάχτη στα μάτια του λαού, έβαλε στην κυβέρνηση στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας. Και οι Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich Ebert, 4/2/1871-28/2/1925) και Γκούσταβ Νόσκε (Gustav Noske, 9/7/1868-30/11/1946) ήταν αυτοί που χτύπησαν τους απεργούς κι εξεγερμένους εργάτες. Αναδείχτηκε ότι τόσο με την ενσωμάτωση όσο και με την καταστολή, όταν χρειάζεται, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις μπορούν με μεγάλη ευελιξία και αποτελεσματικότητα να χτυπήσουν το εργατικό κίνημα.

Τόσο κατά την περίοδο εκείνη, καθώς και τα χρόνια που ακολούθησαν μετά από τον πόλεμο, ήταν η πρώτη φορά που οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις αναλαμβάνουν πλέον να υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου από κυβερνητικές θέσεις. Συγκροτήθηκαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία, η Βρετανία κλπ.

Η διεθνής πλουτοκρατία ήρθε αντιμέτωπη με τη βαθιά καπιταλιστική κρίση του 1929 που πυροδότησε την ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών κρατικής ρύθμισης και παρέμβασης στην οικονομία. Η περίοδος εκείνη αποκάλυψε και τις πολύτροπες σχέσεις ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τις φασιστικές δυνάμεις. Να θυμίσουμε τις παραστρατιωτικές φασιστικές ομάδες των Φράικορπς (Freikorps) της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (Weimarer Republik ή Deutsches Reich)  στη Γερμανία, που αποτέλεσαν τα εκκολαπτήρια των ναζί και στηρίχτηκαν ανοιχτά από τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες. Ήταν αυτοί που δολοφόνησαν τους Γερμανούς επαναστάτες, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg, 5/3/1871-15/1/1919) και τον Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht, 13/8/1871-15/1/1919). Η Συμφωνία του Μονάχου (Münchner Abkommen) 29-30/9/1938 ανάμεσα στον Γερμανό ναζί Χίτλερ, τον φασίστα Ιταλό Μουσολίνι και τους πρωθυπουργούς της Γαλλίας Εντουάρ Νταλαντιέ (Édouard Daladier, 18/6/1884-10/10/1970) και της Μεγ. Βρετανίας Νέβιλ Τσάμπερλεν (Arthur Neville Chamberlain, 18/3/1869-9/11/1940) με στόχο τη λεγόμενη «πολιτική του κατευνασμού» έδειχνε καθαρά ότι κοινός στόχος ήταν η σύμπραξη των καπιταλιστικών, φασιστικών, σοσιαλδημοκρατικών και «δημοκρατικών» δυνάμεων, ενάντια στη νεαρή ΕΣΣΔ.

Μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο —που οι λαοί του κόσμου πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τη νίκη ενάντια στο φασισμό-ναζισμό—, το εργατικό κίνημα σε πολλές χώρες βγήκε ενισχυμένο, με ανεβασμένη τη μαζικότητα και το κύρος, επειδή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είχαν πρωταγωνιστήσει στον αντιφασιστικό αγώνα. Ακολουθεί η επονομαζόμενη και ως «χρυσή τριακονταετία» περίοδος (1945 – 1975) που χαρακτηρίζεται από τη μεταπολεμική ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας και την «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας.

Στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών η σοσιαλδημοκρατία σταθεροποιείται ως πυλώνας άσκησης της αστικής εξουσίας, συγκροτώντας σε πολλές από αυτές κυβερνήσεις, κάποιες μάλιστα μακρόβιες, ενώ στο έδαφος της οικονομικής μεγέθυνσης είχε αυξημένα περιθώρια ελιγμών και χειραγώγησης του εργατικού κινήματος. Το αστικό κράτος ανέλαβε την υποστήριξη κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας μέσα από την κρατική ιδιοκτησία σε ορισμένους τομείς, ενώ παράλληλα επέκτεινε λειτουργίες του στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, της εκπαίδευσης, της υγείας και πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης, βάζοντας τα θεμέλια τέτοιων λειτουργιών που γενικεύτηκαν στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη. Είναι η περίοδος που αρχίζει να μεσουρανεί ο κεϋνσιανισμός (Keynesian economics), η λεγόμενη «κρατική ρύθμιση της οικονομίας», και μπαίνουν οι βάσεις για τη δημιουργία του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους» που αποτέλεσε «σημαία» της σοσιαλδημοκρατίας. Όλα αυτά δεν έγιναν με γνώμονα τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά για τις ανάγκες αναπαραγωγής και κερδοφορίας του κεφαλαίου, για τις ανάγκες ανασύνταξης της βιομηχανικής ανάπτυξης μετά τον πόλεμο, ώστε στη συνέχεια υγιείς και κερδοφόρες οι μεγάλες επιχειρήσεις να παραδοθούν στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

Στη Μεγάλη Βρετανία όταν οι Συντηρητικοί διαδέχτηκαν τους Εργατικούς στην κυβέρνηση, συνέχισαν το πρόγραμμα εθνικοποιήσεων που οι τελευταίοι είχαν εφαρμόσει την περίοδο 1945-1951. Τα κρατικά προγράμματα επενδύσεων στη Γαλλία αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Σαρλ ντε Γκωλ (Charles André Joseph Marie de Gaulle, 22/11/1890-9/9/1970) στηρίζοντας τη μεγέθυνση των μονοπωλίων σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, στον ηλεκτρισμό, στην αεροναυπηγική, στις τηλεπικοινωνίες, στην αυτοκινητοβιομηχανία. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και σε άλλες τις χώρες. Η σοσιαλδημοκρατία παγιώνεται ως κυβερνητική δύναμη σε αρκετές χώρες. Διατηρεί και διαμορφώνει στενούς δεσμούς με τα ρεφορμιστικά συνδικάτα, παρεμβαίνοντας για να ισχυροποιείται η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η γραμμή της ταξικής συνεργασίας, με έντονα παραδείγματα την Γερμανία, την Σουηδία και την Μεγ. Βρετανία.

Έτσι η ανάγκη μεγαλύτερης κρατικής στήριξης και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, με άμεση ανάληψη από το κράτος ενός μέρους της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (παιδεία, υγεία, πρόνοια), η επίδραση που ασκούσαν στο εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών οι κοινωνικές κατακτήσεις στην ΕΣΣΔ, και η ανάγκη να ενσωματωθεί στο καπιταλιστικό σύστημα το εργατικό-λαϊκό κίνημα αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες, ώστε να εμφανιστεί η μεταπολεμική εκτεταμένη κρατική κοινωνική πολιτική, έργο και των φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κυβερνήσεων. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν κομβικό ρόλο σε όλες τις στρατηγικές επιλογές του διεθνούς καπιταλισμού, όπως η συγκρότηση του ΝΑΤΟ, η συγκρότηση της ΕΟΚ, η στήριξη του αμερικανοΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλισμού σε όλον τον κόσμο.

Όπως και στην προπολεμική έτσι και στη μεταπολεμική περίοδο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η καπιταλιστική οικονομία περνάει σε νέα φάση. Προωθείται ο περιορισμός της κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η επανιδιωτικοποίηση σημαντικών τομέων της παραγωγής και των υπηρεσιών, ο περιορισμός των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών, η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις. Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας κινούνται με ευελιξία και εναλλαγές στο φάσμα ανάμεσα στην ενσωμάτωση και στην καταστολή.

Με την ανατροπή του διεθνούς συσχετισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, το κεφάλαιο περνάει σε νέα επίθεση, με τις λεγόμενες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, σε νέο γύρο επίθεσης ενάντια στα εργατικά δικαιώματα. Η δραστηριότητα της σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται κυρίως με την περιβόητη υιοθέτηση του λεγόμενου «τρίτου δρόμου», που παρουσιάζεται ως το πρόγραμμα του Εργατικού Κόμματος υπό τον Τόνυ Μπλερ (Anthony Charles Lynton “Tony” Blair, 6/5/1953) στη Μ. Βρετανία, που μετά από 18 χρόνια στην αντιπολίτευση, ανακάμπτει στην κυβέρνηση το 1997. Είχε προηγηθεί το 1996 ο σχηματισμός της «κεντροαριστερής» κυβέρνησης του Ρομάνο Πρόντι (Romano Prodi, 9/8/1939-, γνωστός σαν Mortadella) στην Ιταλία. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ανέλαβαν την κυβέρνηση μετά από 16 χρόνια με τον Γκέρχαρντ Σρέντερ (Gerhard Fritz Kurt Schröder, 7/4/1944-) το 1998.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υλοποίησαν με επιτυχία μεγάλο μέρος των λεγόμενων «καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων» ολόκληρη τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, πολλές φορές με μεγαλύτερη δυναμική και από τα αστικά φιλελεύθερα και «συντηρητικά» κόμματα πετυχαίνοντας μειώσεις μισθών, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, μερική απασχόληση, χτύπημα στα συνταξιοδοτικά προγράμματα, στα δικαιώματα στην κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, χτύπημα στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και στο δικαίωμα στην απεργία. Στη Γερμανία τα αντιλαϊκά μέτρα προωθήθηκαν με τη γνωστή «Ατζέντα 2010» από τους σοσιαλδημοκράτες του Σρέντερ. Το αποτέλεσμα στην πράξη είναι να γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτες οι διαφορές ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά και στα νεοφιλελεύθερα-συντηρητικά και ακροδεξιά κόμματα.

Ας δούμε και την κατάσταση στην Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία, φρόντισε να διαμορφώσει και να δυναμώσει μέσα στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα τις δυνάμεις του ρεφορμισμού. Σε μεγάλο βαθμό καταφέρνουν να ελέγχουν τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας. Οι σοσιαλδημοκρατικές συνδικαλιστικές δυνάμεις προώθησαν την «πρωτότυπη» γραμμή της λεγόμενης «αγωνιστικής απεργοσπασίας»! Στη δεκαετία του 1990, ενώ το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε συνθήκες βαθιάς υποχώρησης, το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει και αναβαθμίζει την παρέμβασή του για τη διάβρωση και τον εκφυλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, διαμορφώνοντας μια ισχυρή συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ακόμη εκτίναξε στα ύψη τις απογοητεύσεις, τις αποσύρσεις και ιδιωτεύσεις αγωνιστών εξαιτίας των ψευδαισθήσεων που δημιούργησε.

Η Ελλάδα χτυπήθηκε ιδιαίτερα από την καπιταλιστική κρίση μετά το 2009 και το αστικό κράτος είχε μεγάλες δυσκολίες στη διαχείριση της. Ξέσπασαν μεγάλες λαϊκές διαμαρτυρίες και απεργιακές κινητοποιήσεις. Σε μια περίοδο τεσσάρων περίπου χρόνων άλλαξαν επτά διαφορετικές κυβερνήσεις απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, ενώ δοκιμάστηκαν και οι λύσεις κυβερνήσεων συνασπισμού, ανάμεσα στις πιο διαφορετικές δυνάμεις, από τα δεξιά συντηρητικά ως τα ακροδεξιά κόμματα και τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που ως τότε ήταν στο 3%, στηρίχτηκε πολλαπλά από το κεφάλαιο κι εκτοξεύτηκε μέσα σ’ ένα-δυο χρόνια σε κυβερνητικό κόμμα. Του έδωσαν δυνάμεις και στελέχη από τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πήρε τα εύσημα από τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ και ανέλαβε τη διακυβέρνηση. Νέες αυταπάτες για το λαό!

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να παραπλανήσει τον λαό για το χαρακτήρα της κρίσης. Έλεγε ότι για την κρίση φταίνε οι «κακοί ξένοι δανειστές» και ότι μπορεί «μέσα σε μια νύχτα» να διορθώσει όλα τα προβλήματα! Δημιούργησε πολλές ψεύτικες ελπίδες, καθώς μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού πίστεψε ότι μπορούσε χωρίς σύγκρουση να πετύχει μεγάλες και εύκολες νίκες. Σαν κυβέρνηση, υπέγραψε νέες, ακόμη χειρότερες συμφωνίες με την ΕΕ και τους δανειστές (το λεγόμενο 3ο Μνημόνιο), ανέλαβε να περάσει τα πιο δύσκολα μέτρα που μέχρι τότε συναντούσαν αντίσταση, συγκυβέρνησε με ακροδεξιές δυνάμεις για να συγκεντρώσει πλειοψηφία. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής διοργάνωσε και το δημοψήφισμα της «κωλοτούμπας» της 5ης Ιούλη 2015, κλείνοντας ουσιαστικά την ταφόπλακα τόσο στην οικονομία όσο στη λαϊκή αντίσταση, αλλά και ξεπουλώντας τις ελπίδες του λαού και των εργαζομένων. Χαρακτηριστικά μάλιστα, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν «η κυβέρνηση με την οποία συνεργάστηκα καλύτερα όλα τα προηγούμενα χρόνια»!

Τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, που ηγήθηκαν σε κυβερνήσεις, διαχειρίστηκαν την καπιταλιστική κρίση, ψήφισαν και υλοποίησαν την πολιτική των μνημονίων που οδήγησε στη μεγάλη επιδείνωση στη ζωή των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων. Ο τυχοδιωκτισμός και ο οπορτουνισμός συναντήθηκαν με τις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες. Πρόβαλλαν τα παραμύθια της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και της «δίκαιης καπιταλιστικής ανάπτυξης για όλους». Ορκίζονται μέχρι σήμερα ότι θέλουν να σώσουν την ψυχή της Αριστεράς! Μέσα από διαφορετικά πρόσωπα που εναλλάσσονται στις ηγεσίες και διαφορετικά κομματικά μορφώματα κορυφώνουν την φαρσοκωμωδία του μύθου της «προοδευτικής διακυβέρνησης» ενώ στηρίζουν και προωθούν: Την βαθύτερη εμπλοκή της χώρας ως πρωτοπαλλήκαρου του ΝΑΤΟ στον πόλεμο στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, μέχρι και στον Ειρηνικό! Την Ελληνοαμερικανική Συμφωνία, που μετατρέπει τη χώρα σε απέραντη αμερικάνικη βάση και στόχο στρατιωτικών αντιποίνων σε περίπτωση επέκτασης του πολέμου. Τη στρατηγική συνεργασία με το κράτος-δολοφόνο του ισραήλ που κυριολεκτικά σφαγιάζει τον λαό της Παλαιστίνης. Τα επικίνδυνα παζάρια με την αστική τάξη της Τουρκίας για να διατηρηθεί η συνοχή του ΝΑΤΟ και να προχωρήσει η συνεκμετάλλευση. Παζάρια εφ’ όλης της ύλης για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας που δεν αποθαρρύνουν αλλά ενισχύουν την τουρκική επιθετικότητα…

Οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις θέλουν να κρατάνε το κίνημα εγκλωβισμένο στην αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρχει ένας καπιταλισμός με «ανθρώπινο πρόσωπο». Ο μύθος ενός τέτοιου «φιλολαϊκού» καπιταλισμού ή μιας δήθεν «προοδευτικής» κυβέρνησης που μπορεί να διαχειριστεί φιλολαϊκά τον καπιταλισμό προς όφελος των εργαζόμενων έχει διαψευστεί ιστορικά πολλές φορές. Επιδιώκουν συχνά να χειραγωγήσουν τη λαϊκή αγανάκτηση και τις αγωνιστικές διεκδικήσεις που μπορεί να προκύπτουν κάτω από το βάρος των προβλημάτων, να εξασφαλίσουν τη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από την κυβερνητική εναλλαγή ανάμεσα στις δυνάμεις που εκπροσωπούν το κεφάλαιο. Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας, όποιο πρόσωπο κι αν παρουσιάζει κάθε φορά. Όμως δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες αυταπάτες. #