Ποιος ελέγχει και ποιος υποστηρίζει τμήματα της διχασμένης Λιβύης και η διαμάχη για τα πετρέλαια

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Τη νύχτα της 12ης προς 13η Μάη 2025, ξέσπασαν έντονες μάχες μεταξύ δύο αντιμαχόμενων φατριών στις νότιες συνοικίες της Τρίπολης (Tarābulus), της πρωτεύουσας του άλλοτε κραταιού και πλούσιου ενιαίου κράτους της Λιβυκής Τζαμαχιρίας (Great Socialist People’s Libyan Arab Jamahiriya) που μεγαλούργησε κάτω από το σύνθημα «Ενότητα, Ελευθερία, Σοσιαλισμός» (Unity, Freedom, Socialism). Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν μετά τη δολοφονία ενός σημαίνοντος ηγέτη της μιας από τις ομάδες, που ονομάζεται «Μηχανισμός Υποστήριξης της Σταθερότητας» (Stability Support Mechanism — SSM). Μαχητές του SSM, μιας πολιτοφυλακής που εκτελεί αστυνομικά καθήκοντα, αντιτάχθηκαν σε άνδρες της 444ης Ταξιαρχίας Πεζικού του Λιβυκού Στρατού (Libyan Army). Και οι δύο πολιτοφυλακές υπάγονται επισήμως στην «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» (Government of National Unity – GNU). Πίσω από τις επίσημες κρατικές ονομασίες στο δυτικό τμήμα της Λιβύης υπάρχουν συνήθως ημιαυτόνομες ομάδες ανταρτών, που διαπληκτίζονται και κατά περιόδους μάχονται μεταξύ τους.

.
Η Λιβύη βυθίστηκε στο χάος μετά την επέμβαση και το πραξικόπημα που οργάνωσε το ΝΑΤΟ  και η Μεγάλη Βρετανία, που το 2011 ανέτρεψε και δολοφόνησε μαρτυρικά τον εθνικό ηγέτη της χώρας Μουαμάρ Καντάφι (Muammar Muhammad Abu Minyar al-Gaddafi, 1942-20/10/2011). Κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τότε, η άλλοτε ευημερούσα και πλούσια σε πετρέλαιο χώρα κυβερνάται από αντίπαλες κυβερνήσεις, η καθεμία από τις οποίες υποστηρίζεται από πλήθος ένοπλων ομάδων και ξένων κυβερνήσεων. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ποιος και τι ελέγχει τι σε αυτή τη διχασμένη και κατεστραμμένη χώρα και γιατί.

Η ανατροπή και η δολοφονία του ηγέτη της Λιβυκής Τζαμαχιρίας, Μουαμάρ Καντάφι, οδήγησε στην κατάρρευση της μεγάλης βορειοαφρικανικής χώρας και τη διάσπαση της σε τρία κύρια μέρη: το δυτικό τμήμα, με κέντρο την Τρίπολη, το οποίο έχει την αναγνώριση από τις δυτικές χώρες· το ανατολικό, με την κεντρική πόλη της Βεγγάζης (Banġāzī)· και το κεντρικό, (που είναι ελάχιστα γνωστό στους εξωτερικούς παρατηρητές), του οποίου οι φυλές ελίσσονται μεταξύ Τρίπολης και Βεγγάζης. Αυτή τη στιγμή, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη Βεγγάζη: αυτό το τμήμα της Λιβύης διευθύνεται από την οικογένεια του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ (Khalifa Belqasim Omar Haftar, 7/11/1943-) ο οποίος σπούδασε στην ΕΣΣΔ και του οποίου η ηγεσία αναγνωρίζεται από τις περισσότερες τοπικές φυλές τόσο στο ανατολικό όσο και στο κεντρικό τμήμα της χώρας.

Από τον Μάρτη του 2022, η Λιβύη κυβερνάται από δύο διαφορετικές κυβερνήσεις: την φιλοδυτική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με έδρα την Τρίπολη, η οποία ελέγχει το δυτικό τμήμα της χώρας, υπό τον Αμπτούλ-Χαμίντ Ντμπέιμπα (Abdul Hamid Muhammad Abdul Rahman al-Dbeibeh, 13/2/1959)-, και την Κυβέρνηση Εθνικής Σταθερότητας (Government of National Stability – GNS) με έδρα τη Βεγγάζη, υπό τον Οσάμα Χαμμάντ (Osama Saad Hammad Salih al-Qabaili, 1979-), η οποία διοικεί την κεντρική και ανατολική Λιβύη, και βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων (Libyan House of Representatives) και του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (Libyan National Army) και του διοικητή του, Χαλίφα Χάφταρ. Τα υπόλοιπα εδάφη ελέγχονται από διάφορες μικρότερες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων ισλαμιστικών τρομοκρατικών ομάδων, του ISIS και φυλετικών ομάδων, η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι η Βερβερική νομαδική φυλή των Τουαρέγκ (Tuareg) της ερήμου στα νοτιοδυτικά της χώρας.

Η GNU παρόλο που η θητεία της έληξε στις 3/9/2021 από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αναγνωρίζεται διεθνώς από την πλειονότητα των κρατών της Δύσης σαν κυβέρνηση της Λιβύης και υποστηρίζεται ενεργά από τις ΗΠΑ, Βρετανία, Τουρκία και το Κατάρ. Οι ένοπλες δυνάμεις της GNU είναι οι Λιβυκές Ειδικές Δυνάμεις (Libyan Special Forces), οι οποίες αποτελούνται από διάφορες ξεχωριστές πολιτοφυλακές, συχνά αντίπαλες, με διαφορετικό βαθμό ριζοσπαστικοποίησης και μαχητικής αποτελεσματικότητας. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι η Δύναμη Ασπίδας της Λιβύης (Libyan Shield). Η οργάνωση αυτή σχηματίστηκε το 2012 από ομάδες κατά του Καντάφι και δρουν σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ υποστηρίζεται άμεσα και έμμεσα από τη Δύση. Οι μαχητές της Ασπίδας ομολογούν τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Πριν από το πραξικόπημα του 2011 το λιβυκό κοινοβούλιο αναγνώρισε την οργάνωση ως τρομοκρατική και διαπιστώθηκαν οι δεσμοί της με την Αλ Κάιντα (Al-Qaeda) και την Κοινωνία των Αδελφών Μουσουλμάνων γνωστή και ως Μουσουλμανική Αδελφότητα (Society of the Muslim Brothers). Στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης (2011 – 2014), οι δυνάμεις της Ασπίδας αντιμετώπισαν τα στρατεύματα που ήταν πιστά στον Καντάφι, και στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης (2014 – 2020) πολέμησαν ενάντια στον Λιβυκό Εθνικό Στρατό του στρατάρχη Χάφταρ. Σε μεγάλο βαθμό χάρη στις δραστηριότητες αυτής της ομάδας, η σύγχρονη Λιβύη έχει γίνει μια τεράστια βάση τρομοκρατών και ένα κέντρο δουλεμπορίου, το οποίο η κυβέρνηση της Τρίπολης ανέχεται. Επίσης, υπάρχουν Τούρκοι «πληρεξούσιοι» από τους Σύρους τζιχαντιστές που έλαβαν μέρος στις μάχες κατά τη διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου πολέμου, ενώ από το 2020 και μετά, Τούρκοι στρατιωτικοί σύμβουλοι δραστηριοποιούνται ανοιχτά πλέον στη χώρα. Όπως είναι γνωστό, ο τουρκικός στρατός ήταν αυτός που έσωσε την κυβέρνηση της Τρίπολης από την επιτυχημένη επίθεση του στρατού του Χαφτάρ το 2019-2020.

Είναι αδύνατο να εκτιμηθεί αντικειμενικά η σύνθεση και ο αριθμός των ενόπλων δυνάμεων στο πλευρό της GNU. Σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, μπορεί να υπάρχουν έως και 10.000 μαχητές στις τάξεις των εννέα πιο σημαντικών ομάδων.

Από την άλλη πλευρά ο Εθνικός Στρατός της Λιβύης, υπό την ηγεσία του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ από το 2015, πολεμάει με τις διάφορες τρομοκρατικές δυνάμεις. Ο στρατός αυτός που δημιουργήθηκε από την εποχή του συνταγματάρχη Καντάφι υποστηρίζεται από την Κυβέρνηση Εθνικής Σταθερότητας, της Βεγγάζης που συγκροτήθηκε το 2022. Περίπου το μισό του Εθνικού Στρατού της Λιβύης αποτελείται από πολιτοφυλακές και ξένους μισθοφόρους από το Σουδάν, το Τσαντ και τη ρωσική παραστρατιωτική οργάνωση Βάγκνερ (ЧВК Вагнер). Για τη Ρωσία, ο LNA είναι βασικός εταίρος στην αφρικανική κατεύθυνση. Η εφοδιαστική του ρωσικού Αφρικανικού Σώματος (Африканский корпус) βασίζεται στις λιβυκές υποδομές.

Αυτό το τμήμα της Λιβύης υποστηρίζεται ενεργά από τη Ρωσική Ομοσπονδία, όπως αποδεικνύεται και από την παρουσία του Χάφταρ στην παρέλαση στη Μόσχα για τα 80χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης, αλλά και από πολλές άλλες χώρες με επιρροή, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Σαουδικής Αραβίας και ακόμη και της Γαλλίας! Ωστόσο, η γειτονική στρατιωτική δικτατορία της Αιγύπτου ενδιαφέρεται περισσότερο για την υποστήριξη του δυτικού τμήματος της GNU, γιατί εύλογα δεν θέλει αντιπάλους κοντά στα σύνορά της.

Όλα αυτά τα γεγονότα που συνήθως αναφέρονται ως «κρίση της Λιβύης» διαρκούν από την αμερικανοκίνητη «Αραβική Άνοιξη» του 2011 και μετά, για περισσότερα από 14 χρόνια. Μετά από δύο εμφύλιους πολέμους και αρκετές πολιτικές προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενιαίας κυβέρνησης, κανένα τμήμα της Λιβύης δεν διαθέτει προφανώς αρκετές στρατιωτικές και πολιτικές δυνάμεις για την οριστική επίλυση της σύγκρουσης. Άλλωστε δεν υπάρχει πλέον το όραμα του Μουαμάρ Καντάφι που συνένωσε όλες τις φυλές κάτω από την προστασία της κεντρικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Επιπλέον, οι τρομοκρατικές και εγκληματικές δυνάμεις που κατακλύζουν τη Λιβύη δεν το χρειάζονται καθόλου. Η άλλοτε πιο ευημερούσα και αναπτυσσόμενη χώρα της Αφρικής υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Καντάφι συνεχίζει να υποβαθμίζεται και να καταστρέφεται.

Η Λιβύη σήμερα αποτελεί βασικό πεδίο αγώνα για έλεγχο στη Βόρεια Αφρική, όπου οι ΗΠΑ και η Τουρκία ανταγωνίζονται εδώ και καιρό τη Ρωσία και τα Αραβικά Εμιράτα.

Η μάχη των πετρελαίων συνεχίζεται

Η Δύση έριξε τον Καντάφι, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Η Λιβύη αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου στην Αφρική και είναι μέλος του ΟΠΕΚ — Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (Organization of the Petroleum Exporting Countries, OPEC). Όπως αναφέραμε παραπάνω, η Λιβύη μαστίζεται από εσωτερικές διαμάχες, γεγονός που καθιστά τις όποιες νέες συμφωνίες για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων —όπως αυτές που υπογράφηκαν σαν μνημόνιο συνεργασίες τις προηγούμενες ημέρες με την Τουρκική Κρατική Εταιρεία Πετρελαίου (TPAO) και την βρετανο-πορτογαλική BP p.l.c.— απλώς μια δήλωση προθέσεων, προς το παρόν. Η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της Λιβύης (National Oil Company of Libya), η οποία δημιουργήθηκε το 1970 από τον Μουαμάρ Καντάφι ως αποτέλεσμα της ανεξάρτητης αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής του και της εθνικοποίησης των περιουσιακών στοιχείων υδρογονανθράκων της χώρας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκαν σε ξένες εταιρείες, έχει την έδρα της στην Τρίπολη. Η πόλη ελέγχεται από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Αλλά τα σημαντικότερα κοιτάσματα πετρελαίου βρίσκονται στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της χώρας, στη ζώνη που ελέγχεται από την Κυβέρνηση Εθνικής Σταθερότητας και τον Εθνικό Στρατό της Λιβύης υπό τον στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ. Το νότιο τμήμα της Λιβύης ήταν μια γκρίζα ζώνη ακόμη και στις καλύτερες εποχές για την χώρα, επί Μεγάλης Σοσιαλιστικής Λαϊκής Λιβυκής Τζαμαχιρίας μέχρι που διαλύθηκε στις 20 Οκτώβρη 2011, και εξακολουθεί να είναι ακόμη περισσότερο σήμερα. Θα είναι τουλάχιστον δύσκολο να πραγματοποιηθεί γεωλογική έρευνα και να αποσαφηνιστεί το μέγεθος των ανακτήσιμων αποθεμάτων.

Το σύντομο δελτίο τύπου της πολυεθνικής εταιρείας πετρελαίου και φυσικού αερίου BP p.l.c. (πρώην British Petroleum) σχετικά με τη συμφωνία με την Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC) της Λιβύης πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό: η συμφωνία προβλέπει απλώς τη συμμετοχή της BP p.l.c. σε δραστηριότητες γεωλογικής εξερεύνησης για την αξιολόγηση της έκτασης των πετρελαϊκών αποθεμάτων της χώρας και των προοπτικών ανάπτυξής τους. Θεωρητικά, τα αποθέματα πετρελαίου της Λιβύης που υπερβαίνουν τα 46 δισεκατομμύρια βαρέλια την καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους δυνητικούς εξαγωγείς υδρογονανθράκων, ιδίως καθώς ο σχετικά μικρός πληθυσμός της και η καταστροφή μετά το 2011 της σημαντικής βιομηχανικής παραγωγής κι ανάπτυξης ελαχιστοποιούν την εγχώρια κατανάλωση.

Σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, θα είναι δύσκολο τουλάχιστον να διεξαχθούν γεωλογικές έρευνες και να αποσαφηνιστεί το μέγεθος των ανακτήσιμων αποθεμάτων. Αλλά θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας την εντελώς συγκεχυμένη κατάσταση με το νομικό καθεστώς της ίδιας της εταιρείας, τυπικά εθνικής εταιρείας, καθώς και τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις και τα περιουσιακά της στοιχεία στο πεδίο. Υπάρχουν τρεις άλλες συνθήκες που πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν μιλάμε για οποιοδήποτε έργο ξένων εταιρειών, ειδικά για ένα έργο σε έναν τόσο ιδιαίτερο πολιτικό και οικονομικό χώρο όπως η πρώην Λιβυκή Τζαμαχιρία.

■ Πρώτον. Η BP p.l.c., φυσικά, είναι μια αμιγώς ιδιωτική εταιρεία με ένα πολύ ευρύ φάσμα μετόχων. Αλλά σαν BP (British Petroleum) ήταν πάντα ένα εργαλείο για την εξασφάλιση της επιρροής του Λονδίνου, όπως και κάθε μεγάλης βρετανικής εταιρείας. Όλες τους συμπεριλαμβάνονταν στο περίγραμμα της βρετανικής αποικιοκρατίας. Αλλά η BP είχε πάντα έναν ιδιαίτερο ρόλο στη διασφάλιση της βρετανικής επιρροής στον κόσμο, ιδίως στις πετρελαιοφόρες χώρες και περιοχές. Αρκεί να υπενθυμίσουμε τον ρόλο της BP (σημειώνουμε ότι τότε δεν έφερε το σημερινό της όνομα, αλλά ονομαζόταν Αγγλοϊρανική Πετρελαϊκή ΕταιρείαAnglo-Persian Oil Company) στην οργάνωση της ανατροπής της προοδευτικής κυβέρνησης του λαοφιλούς πρωθυπουργού Μοχάμεντ Μοσαντέκ (Mohammad Mosaddegh, 16/6/1882-5/3/1967) στο Ιράν το 1953 όταν αυτός προχώρησε στην κρατικοποίηση της Αγγλοϊρανικής Πετρελαϊκής Εταιρείας (APOC). Παρεμπιπτόντως, η BP, η οποία έχασε σημαντικά περιουσιακά στοιχεία εκεί μετά την Ιρανική επανάσταση το 1979, είχε επίσης αξιώσεις στη Λιβύη της εποχής Καντάφι.

Όπου εμφανίζεται η BP, εμφανίζεται η Μεγάλη Βρετανία, εκπροσωπούμενη από τη διπλωματία και τις ειδικές υπηρεσίες της, οι οποίες είναι σχεδόν άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διπλωματία. Για να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο ισχυρή είναι ακόμη αυτή η επιρροή, αρκεί να εξετάσει τη σημερινή σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας…

■ Δεύτερον. Στη σύγχρονη Λιβύη δεν υπάρχει σήμερα κεντρικό κράτος ως τέτοιο. Και δεν είναι μόνο η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο συνασπισμών, η οποία μοιάζει περισσότερο με μια συμπλοκή στην παράκτια ζώνη κατά μήκος δύο ή τριών δρόμων και γύρω από διάφορα λιμάνια μεταφοράς πετρελαίου. Το γεγονός είναι ότι η Λιβύη, μετά την ανατροπή του ηγέτη της Μουαμάρ Καντάφι, επιστρέφει σταθερά στην παραδοσιακή της μορφή που είχε πριν από αυτόν· μία κρατική οντότητα-μωσαικό, διαιρεμένο κατά μήκος φυλετικών, εθνικών, ακόμη και γλωσσικών γραμμών, με εξαιρετικά αντιφατικές και συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων φυλετικών ενώσεων και ομάδων που είναι παραδοσιακά καλά εξοπλισμένες. Αλλά η BP p.l.c. αισθάνεται μια χαρά σε ένα τέτοιο «επιχειρηματικό περιβάλλον» (η διχόνοια, η χαρά των Άγγλων)!

Φυσικά, η κίνηση της BP p.l.c. μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί ως υποστήριξη προς το Μεταβατικό Εθνικό Συμβούλιο της Λιβύης, με το οποίο η Άγκυρα, στενός εταίρος του Λονδίνου, συνεργάζεται στενά εδώ και καιρό. Αλλά η λογική της διείσδυσης των βρετανικών εταιρειών σε άλλες χώρες (ιδίως με ένα αδύναμο ή καταρρέον κράτος) είναι η εξής: μια συμφωνία με έναν από τους παίκτες δεν σημαίνει ότι αυτός θα αποκτήσει πλήρη εξουσία! Αυτό σημαίνει ότι ο παίκτης αυτός ελέγχεται από την εταιρεία και στην πραγματικότητα από το Ηνωμένο Βασίλειο. Γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης.

Αυτό γίνεται καλά κατανοητό από το παράδειγμα της βρετανικής συμμετοχής στον εμφύλιο πόλεμο. Στη Λιβύη, η κατάσταση παραμένει εδώ και 14 χρόνια περίπου η ίδια —η Μ. Βρετανία δεν χρειάζεται μια σταθερή και τουλάχιστον ελάχιστα κυρίαρχη δύναμη εκεί. Γενικά, το παιχνίδι με τις φυλετικές αντιθέσεις, η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» είναι η κυρίαρχη βάση πάνω στην οποία στήθηκε η Βρετανική Αυτοκρατορία από την εποχή που «ο ήλιος δεν έδυσε πάνω της». Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η προστασία του προσωπικού της BP p.l.c. μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει ένα ισχυρό επιχείρημα για την εισαγωγή δομών ασφαλείας σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Και όχι μόνο ερευνητών, αλλά και των ειδικών δυνάμεων προσωπικού! Τέτοια προηγούμενα υπήρξαν και στην ιστορία όλων των μεγάλων αποικιοκρατικών βρετανικών εταιρειών.

■ Τρίτον, και πιθανώς το πιο σημαντικό βραχυπρόθεσμα, η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump, 14/6/1946-) και της αναίσχυντης ευρωγραφειοκρατίας για την επέκταση των πετρελαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας απλώς προκαθορίζει την εμφάνιση βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων της τιμής του πετρελαίου, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να ακολουθηθούν από διαταραχές της προσφοράς. Ειδικά αν οι κυρίαρχες δυνάμεις της χρηματιστικής ολιγαρχίας που επιδιώκουν την παγκόσμια γεω-οικονομική αποσταθεροποίηση καταφέρουν να συνδυάσουν ένα νέο κύμα πετρελαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας ταυτόχρονα με μια νέα όξυνση της κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή με την επανάληψη της αντιπαράθεσης μεταξύ του σιωνιστικού ισραήλ και του Ιράν. Σε μια τέτοια περίπτωση, όχι μόνο οι αυξήσεις των τιμών αλλά και οι διαταραχές στον εφοδιασμό υδρογονανθράκων είναι σχεδόν εγγυημένες. Και η δυνατότητα εξαγωγών πετρελαίου από τη Λιβύη προς την Ευρώπη μετατρέπεται σε εργαλείο άντλησης υπερκερδών.

Φαίνεται ότι η BP p.l.c. αποκτά ερείσματα στη Λιβύη με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετικά ευνοϊκή γεωπολιτική θέση της χώρας αυτής στη βασική περιοχή της Μεσογείου σε απόσταση αναπνοής από τις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο και το Γιβραλτάρ.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι υπάρχει έντονη διαφορά μεταξύ της βρετανικής γεωπολιτικής και της γεωπολιτικής του Τραμπ. Η μία βασίζεται στην αθόρυβη, ενίοτε εντελώς απαρατήρητη διείσδυση σε χώρους που είναι αδύναμοι από άποψη εθνικής κυριαρχίας και των δικών τους αμυντικών δυνατοτήτων. Η άλλη είναι μια μέθοδος μέγιστου δημόσιου θράσους για χάρη της επίτευξης ενός ελάχιστου αποτελέσματος, το οποίο στη συνέχεια ανακηρύσσεται «θρίαμβος»! Και στις δυο περιπτώσεις την πληρώνουν οι λαοί, όπως οι λαοί της Λιβύης που φτωχοποιούνται όλο και περισσότερο, ζώντας σε μια πλούσια χώρα και σκοτώνονται για τα συμφέροντα των ξένων.