Οι μαζικές φιλελεύθερες-εθνικιστικές διαδηλώσεις των «φοιτητών» (όπως ενημερώνουν συστηματικά τα έμμισθα παπαγαλάκια της δυτικής παραπληροφόρησης) που λαμβάνουν χώρα στη γείτονα Σερβία είναι ξεκάθαρα αντιλαϊκές και αποσκοπούν στο να θέσουν την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Είναι πλέον οφθαλμοφανές ότι οι ηγέτες των διαδηλώσεων επικρίνουν τις αρχές ότι δεν συνδέονται επαρκώς με την αντιλαϊκή Ευρωπαϊκή Ένωση και τον δυτικό ιμπεριαλισμό και ότι η Σερβία δεν έχει περισσότερο καπιταλισμό, περισσότερη εκμετάλλευση του λαού και ξεπούλημα των φυσικών πόρων της.
Παρόλο που οι διαδηλωτές επικεντρώνονται σε μια «αντι-Βούτσιτς πλατφόρμα» και αποφεύγουν έντεχνα να δώσουν απαντήσεις για την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει η χώρα όταν έρθουν στην εξουσία, οι δραστηριότητές τους καθιστούν σαφές ότι με την άφιξή τους στα κέντρα εξουσίας θα υπάρξουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας, τέλος στα σχέδια και τη συνεργασία με την Κίνα, τη συνεργασία με την Κούβα, καθώς και με προοδευτικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο που αντιστέκονται στον δυτικό ιμπεριαλισμό.

.
Οι διαμαρτυρίες στη Σερβία υιοθέτησαν μια σαφή ιδεολογική φιλελεύθερη γραμμή, η οποία θέλει τη Σερβία να γίνει ακόμη πιο υπάκουη στην ΕΕ και τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τα αιτήματα άλλαξαν γρήγορα και το κυριότερο έγινε η προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Πριν από αυτό, η αντιπολίτευση και οι λεγόμενοι «φοιτητές» επαναλάμβαναν επί μήνες νεοφιλελεύθερα συνθήματα, επιμένοντας στο σχηματισμό κυβέρνησης «εμπειρογνωμόνων», για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο έργο των θεσμών, ενώ παράλληλα αντιδρούσαν στις εκλογές. Οι διοργανωτές της διαμαρτυρίας αρχικά ισχυρίστηκαν ότι δεν επρόκειτο για πολιτικές διαμαρτυρίες και ότι όποιος συμμετείχε στις εκλογές του Αλεξάνταρ Βούτσιτς (Александар Вучић, 5/3/1940-) γινόταν συνεργός του καθεστώτος, επειδή δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για δίκαιες εκλογές. Ωστόσο, σύντομα ξέχασαν αυτό το… μάντρα, για το οποίο δεν γίνεται πλέον λόγος σήμερα, και επικεντρώθηκαν μόνο στις πρόωρες εκλογές!
Στη συνέχεια, οι λεγόμενοι «φοιτητές» πήγαν στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες, απαιτώντας από την ΕΕ να ασκήσει πίεση στη Σερβία, αποδεικνύοντας έτσι ότι είναι υπέρ του να γίνει η Σερβία μέλος της φυλακής των λαών —της ΕΕ, όπου οι πλούσιοι γίνονται ακόμα πλουσιότεροι και οι φτωχοί ακόμα φτωχότεροι. Είναι υποκριτικό το γεγονός ότι οι λεγόμενοι «φοιτητές» απαιτούν από την ΕΕ και τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν (Emmanuel Jean-Michel Frédéric Macron, 21/12/1977-) να καταδικάσουν την αστυνομική βία στη Σερβία! Μάλλον επειδή η ΕΕ και χώρες όπως η Γαλλία είναι γνωστές για την υπέρμετρη βία που ασκούν εναντίον των εργαζομένων και του λαού τους κατά τη διάρκεια απεργιών και αντιιμπεριαλιστικών διαδηλώσεων. Απαίτησαν από τη Σερβία να χάσει και τα τελευταία απομεινάρια κυριαρχίας, επιμένοντας ότι διεθνή δικαστήρια και θεσμοί εκτός Σερβίας πρέπει να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα στη Σερβία! Οι διαδηλωτές λένε ότι δεν θα επιτρέψουν στη Σερβία να γίνει Λευκορωσία ή Βόρεια Κορέα, γεγονός που σαφώς δίνει μια πολιτική και αντικομμουνιστική χροιά σε αυτές τις διαδηλώσεις.
Πριν από το συλλαλητήριο της 28ης Ιούνη, οι αρχές έλαβαν τελεσίγραφο να μην διαλύσουν το «Τσάτσιλαντ» (Ћациленд, ο καταυλισμός των λεγόμενων «φοιτητών» ή «Νάζιλαντ»* όπως το είπαν οι Βελιγραδιώτες) και να προκηρύξουν πρόωρες εκλογές μέχρι τις 21:00 της ίδιας ημέρας! Της διαμαρτυρίας αυτής προηγήθηκαν τοπικές εκλογές στο Κόσγεριτς (Косјерић) και στο Ζάγετσαρ (Зајечар), όπου η αντιπολίτευση, μαζί με τις φιλοδυτικές δυνάμεις και τους λεγόμενους «φοιτητές», κάλεσαν σε ενότητα. Στη διαμαρτυρία της 28ης Ιούνη, το μεταμοντέρνο τσίρκο συμπληρώθηκε από εθνικιστικό φολκλόρ, το οποίο αποτελεί συμπλήρωμα της φιλελεύθερης ιδεολογίας της διαμαρτυρίας και της αναρχικής μεθόδου των ολομελειών (και των συνελεύσεων). Η διαμαρτυρία πραγματοποιήθηκε την ημέρα του Αγίου Βίτου (Видовдан), μιας εθνικής και θρησκευτικής γιορτής με μυθολογική σημασία (ημέρα μνήμης των Σέρβων που έπεσαν στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 15/6/1389) για τον σερβικό λαό. Με αυτόν τον τρόπο οι διοργανωτές θέλησαν να συγκαλύψουν τη φιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή ατζέντα της διαμαρτυρίας. Οι ομιλητές αναφέρθηκαν στον σοβινιστή Νικολάι Βελιμίροβιτς (Николај Велимировић, 4/4/1881-18/3/1956, που ήταν ο εθνικιστής Ορθόδοξος Επίσκοπος Αχρίδας και Ζίτσας από το 1920 έως το 1956) και ο υπερεθνικιστής καθηγητής στη Φιλολογική Σχολή Μίλο Λόμπαρ (Мило Ломпар, 19/4/1962-) παρουσιάστηκε ως ένας από τους ηγέτες της «φοιτητικής» λίστας. Σε αυτό το πνεύμα, το τραγούδι του εθνικού ύμνου της Σερβίας, του 1882, «Θεέ της Δικαιοσύνης» (Боже правде) μαζί με σερβικές και εθνικιστικές σημαίες ήρθε να κυριαρχήσει στις διαδηλώσεις.
Η βία κλιμακώθηκε στους δρόμους μετά την άρνηση του προέδρου Βούτσιτς (είχαμε γράψει ότι πατάει σε δύο βάρκες) να ικανοποιήσει τα αιτήματα των διαδηλωτών. Ορισμένοι διαδηλωτές συνελήφθησαν και οι διαδηλώσεις μετατράπηκαν σε αποκλεισμούς σε όλη τη Σερβία (η «επανάσταση των εμπορευματοκιβωτίων») που οδήγησαν τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τα μπλόκα παρέλυσαν τις δημόσιες συγκοινωνίες και δυσκόλεψαν τους πολίτες, ιδίως τους εργαζόμενους, να πάνε στους χώρους εργασίας τους.
Επίσης, το παράδειγμα των μπλόκων στην παραδουνάβια πόλη Ζέμουν (Земун) μας λέει ότι αυτοί που ηγούνται αυτών των διαδηλώσεων δεν ενδιαφέρονται για τους πολίτες. Με αυτά τα μπλόκα εμπόδισαν άμεσα τους πολίτες της Ζέμουν να πάνε στα εξωτερικά ιατρεία και εξαιτίας αυτού του αποκλεισμού ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της πόλης δεν μπόρεσε να πάει στο νοσοκομείο της Ζέμουν. Είναι προφανές ότι ένας μικρός αριθμός πολιτών από μη παραγωγικούς τομείς, φοιτητές, μαθητές λυκείου ή συνταξιούχοι, συμμετέχουν σε αυτά τα μπλόκα. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς βρίσκεται σε προνομιακή θέση, ή τους φροντίζει κάποιος άλλος. Οι διοργανωτές κάλεσαν σε γενική απεργία τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα, αλλά τα συνδικάτα δεν δέχτηκαν. Αυτό είναι λογικό, γιατί τα αφηρημένα φιλελεύθερα αιτήματα δεν έχουν κανένα σημείο επαφής με την εργατική τάξη, και είναι λογικό ότι η εργατική τάξη δεν υποστηρίζει τις λεγόμενες «φοιτητικές διαμαρτυρίες», ο απώτερος στόχος των οποίων είναι να κάνουν τη δύσκολη θέση και την εκμετάλλευση των εργαζομένων ακόμα χειρότερη.
Μετά τις πρώτες διαμαρτυρίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά την τραγωδία της 1/11/2024 στο Νόβι Σαντ (Нови-Сад), οι διαμαρτυρίες πήραν νέα μορφή. Οι κατευθυνόμενες από ξένους παράγοντες φιλοδυτικές δυνάμεις συνειδητοποίησαν ότι ο λαός δεν τις υποστήριζε, οπότε οργάνωσαν τις λεγόμενες «φοιτητικές» διαμαρτυρίες και τους αποκλεισμούς των πανεπιστημιακών σχολών. Παρόλο που πολλοί καθηγητές με φιλοδυτικές απόψεις, συμπεριλαμβανομένης της πρυτανείας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, συντόνισαν κι οργάνωσαν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις διαμαρτυρίες, παρουσιάστηκαν ως «αυθόρμητες φοιτητικές» διαμαρτυρίες. Παρεμπιπτόντως, ορισμένοι από αυτούς τους καθηγητές, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν αντιταχθεί στις καταλήψεις όταν οι φοιτητές αντιδρούσαν στην εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, τώρα τους… υποστήριζαν!
Αρχικά, οι διοργανωτές των διαμαρτυριών έστησαν την προσομοίωση μιας αυθόρμητης φοιτητικής εξέγερσης, προσδιορίζοντας τρία κύρια αιτήματα, ενώ ορισμένοι φοιτητές κατάφεραν να εισάγουν και ένα τέταρτο αίτημα —την αύξηση του προϋπολογισμού του πανεπιστημίου κατά 20%. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ωστόσο, το Νόβι Σαντ απέρριψε αυτό το αίτημα και οι καθηγητές πίεσαν την ολομέλεια του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου να το αποσύρει (και μάλιστα μόλις τρεις ημέρες πριν η ολομέλεια ψηφίσει το αίτημα). Αντί αυτού, επικεντρώθηκαν στο νεοφιλελεύθερο μάντρα για τους «ειδικούς» και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ενώ είναι σαφές ότι η διαφθορά είναι σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα, η «ιερή αγελάδα» του αιτήματος κατά της διαφθοράς δεν επρόκειτο να αμφισβητηθεί.
Χάρη στην προπαγάνδα των φιλοδυτικών οργανώσεων και ΜΚΟ, οι φοιτητές απέκτησαν την ιδιότητα της… αδιαμφισβήτητης αυθεντίας, ενώ τα πραγματικά προβλήματα, όπως η καπιταλιστική εκμετάλλευση, περιθωριοποιήθηκαν. Η προπαγάνδα των διοργανωτών των διαδηλώσεων δημιούργησε έναν πρωτόγονο, φυλετικό διαχωρισμό σε «pumpadžije» [σπρώξε, μη σταματάς] και «ćacije» [ćaci είναι ένας υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που θεωρούνται αμόρφωτοι, ανίκανοι και υποστηρικτές του κυβερνώντος Σερβικού Προοδευτικού Κόμματος], με βάση την επανάληψη αφηρημένων φράσεων που είναι εντελώς παράλογες και αποκλείουν κάθε λογική συζήτηση. Δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι ο καθένας μπορεί να καθορίσει τα αιτήματα, αν και τα αιτήματα που «κάποιος» έγραψε και άλλαξε ήταν αναμφισβήτητα. Κάθε συζήτηση που αμφισβητούσε τις βασικές προϋποθέσεις της διαμαρτυρίας απορρίφθηκε αμέσως, και όποιος δεν υποστήριζε το νεοφιλελεύθερο μάντρα της διαμαρτυρίας χαρακτηρίστηκε ως «ćaci» ή «πράκτορας του Βούτσιτς». Αν και πρωτόγονη, αυτή η προπαγάνδα που βασίζεται στον φυλετικό διαχωρισμό είναι πολύ αποτελεσματική. Έχει οδηγήσει σε μαζική υστερία και στη δημιουργία μιας παράλογης ταυτότητας «pumpadžija» με την οποία χειραγωγούνται οι διαδηλωτές.
Οι διαμαρτυρίες αυτές χρηματοδοτούνται από εγχώριους μεγιστάνες όπως ο Φίλιπ Τσέπτερ (Филип Цептер, 23/11/1950, Σέρβος επιχειρηματίας, πρόεδρος της πολυεθνικής Zepter International Group με έδρα την Ελβετία) και ο Ρόντολιουμπ Ντράσκοβιτς (Родољуб Драшковић, 1949-, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Swisslion Takovo και ο κύριος ιδιοκτήτης της СЛ Индустрија алата Требиње), που αμέσως άνοιξαν ειδικούς τραπεζικούς λογαριασμούς για δωρεές. Οι δωρεές που προέρχονταν από τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, παρουσιάστηκαν ως πρωτοβουλίες ενός ειδικού της πληροφορικής που κατέβαλε δύο εκατομμύρια δηνάρια· υπάρχουν επίσης πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα. Επίσης, μετά την κατάρρευση του στεγάστρου —στον σιδηροδρομικό σταθμό του Νόβι Σαντ, που προκάλεσε την αφορμή για την έναρξη των διαδηλώσεων—, δημιουργήθηκαν εταιρείες οδικών μεταφορών που αποφάσισαν να μεταφέρουν δωρεάν τους φοιτητές, ενώ δεν είναι ξεκάθαρο από που χρηματοδοτούνται. Όλα αυτά είναι ένα σενάριο που λίγοι άνθρωποι μπορούν να πιστέψουν ότι είναι αληθινό. Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται ότι η ίδια η υλικοτεχνική υποδομή των διαδηλώσεων υποστηρίζεται και διαχειρίζεται από το «μη ορατό» χέρι της αγοράς.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι διαμαρτυρίες κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν τη δεξιά φιλελεύθερη αντιπολίτευση, η οποία βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο των λεγόμενων «φοιτητών» και δεν έχει τη δυνατότητα να δράσει ανεξάρτητα. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπτρίστηκαν επίσης στις τοπικές εκλογές, όπου οι λεγόμενοι «φοιτητές» αποφάσισαν ποιοι υποψήφιοι θα προταθούν! Μετά από αυτό, ο Μίλο Λόμπαρ, μια ανακυκλωμένη καρικατούρα του πρώην πρωθυπουργού Βόισλαβ Κοστούνιτσα (Војислав Коштуница, 24/3/1944-), ο οποίος υποστήριξε τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και συμμετείχε στην πολιτική της διάλυσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (Савезна Република Југославија, 1992-2003) εξελέγη ως το νέο ηγετικό πρόσωπο των λεγόμενων φοιτητικών διαμαρτυριών!
Αυτές οι διαμαρτυρίες δεν είναι απομονωμένες από τα παγκόσμια γεγονότα. Ο δυτικός ιμπεριαλισμός, ο οποίος είναι υπεύθυνος για πολλές συγκρούσεις —στην Ουκρανία, την Παλαιστίνη, το Ιράν και άλλες χώρες σε όλον τον κόσμο— θέλει να θέσει τη Σερβία, η οποία δεν είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, 100% υπό τον έλεγχό του. Στόχος τους είναι να υποτάξουν τη Σερβία με μια ακόμη πιο υπάκουη κυβέρνηση, που θα βρίσκεται υπό την πλήρη υπαγόρευση των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, επειδή η Σερβία είναι πλέον ένας πολύ σημαντικός οικονομικός εταίρος της Κίνας και δεν έχει επιβάλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Δικαιολογημένη η οργή του λαού και πολλοί νέοι άνθρωποι είναι εξοργισμένοι από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη Σερβία, για την οποία το καθεστώς του εθνικιστικού, συντηρητικού, κυβερνώντος Σερβικού Προοδευτικού Κόμματος (Српска напредна странка) φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη. Βλέποντας μέσα από αντικειμενικές πολιτικές διαδικασίες γίνεται φανερό ότι οι φιλελεύθερες-εθνικιστικές διαμαρτυρίες , που οργανώνονται από τη Δύση, δεν μπορούν να είναι προς το συμφέρον του σερβικού λαού. Ο οποίος μπορεί να είναι ενάντια στη κυβέρνηση του Αλεξάνταρ Βούτσιτς, αλλά γνωρίζει επίσης ότι μια κακή κυβέρνηση μπορεί να αντικατασταθεί από μια ακόμη χειρότερη και πιο δουλική κυβέρνηση. Αυτό θα ήταν καταστροφή για το λαό της Σερβίας. Οι εργαζόμενοι στη Σερβία δεν πολυενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε αυτές τις στημένες από τις χρηματοδοτούμενες από τους δυτικούς ΜΚΟ διαμαρτυρίες. Η προοπτική των εργαζομένων θα ήταν προς όφελος τους αν καταφέρουν να σχηματίσουν ένα πραγματικό λαϊκό μέτωπο που θα υπερασπιστεί τις διαδικασίες προς τις χώρες BRICS+ (όπως είχε κάνει τα σχετικά βήματα προηγουμένως η Σερβία) και ενάντια στην ένταξης της χώρας στην αντιλαϊκή ΕΕ, αλλά και να συνεργαστεί —όπως σχεδίαζαν μέχρι πρότινος— με χώρες όπως η Κίνα, το Βιετνάμ, το Λάος, η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Ρωσία, η Νικαράγουα, η Λευκορωσία, η Αγκόλα, η Παλαιστίνη, οι χώρες του Σαχέλ και άλλοι παραδοσιακοί και αποδεδειγμένα φίλοι του σερβικού λαού που δεν δίνουν τελεσίγραφα. Θα καταφέρουν —μέσα από ένα κατακερματισμένο και υποτονικό εργατικό κίνημα, που έχει όμως αγωνιστική παράδοση— να ακολουθήσουν μια πολιτική αρχών, να συσπειρωθούν σε ένα λαϊκό μέτωπο και να αγωνιστούν προς το συμφέρον του απλού ανθρώπου και των λαών της Σερβίας ή θα πέσουν θύματα μιας ακόμη «έγχρωμης επανάστασης» που ενορχηστρώνει η Δύση;#
*Σημείωση: Ο Χάινριχ Χίμλερ (Heinrich Luitpold Himmler, 7/10/1900-23/5/1945), ένα παράδειγμα υπανθρώπου που είχε εμμονή με το κύρος και τη θέση, είχε τη δική του «Νάζιλαντ», όπως την ονόμασαν αργότερα οι ιστορικοί· μόνο που ήταν ένα πραγματικό κάστρο και όχι μια παρωδία από σκηνές στο κέντρο της πόλης. Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν αθλητικός τύπος (πράγμα που δεν τον εμπόδισε να ηγηθεί των μονάδων των SS) και ότι ήταν επιμελής μαθητής και σκακιστής (πράγμα που δεν τον εμπόδισε να είναι επικεφαλής της Γκεστάπο), αλλά έχτιζε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους αντιπάλους του ναζιστικού καθεστώτος…