Αφιέρωμα στους ονειροπόλους αντάρτες πόλης Τουπαμάρος

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Τις προηγούμενες μέρες έγινε πολύς λόγος για τον θάνατο του Χοσέ Μουχίκα, πρώην προέδρου της Ουρουγουάης, πρώην αντάρτη Τουπαμάρος. Αλλά, ποιοι ήταν οι Τουπαμάρος; Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι μεγαλύτεροι, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στις αρχές του 19ου αιώνα στις περισσότερες χώρες της Λ. Αμερικής πραγματοποιήθηκαν αστικές αντιαποικοκρατικές επαναστάσεις που οδήγησαν στην εθνική ανεξαρτησία αυτών των χωρών. Ηγέτης αυτών των επαναστάσεων ήταν η αστική τάξη σε συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά. Στα μέσα του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκε σε μια σειρά χώρες, όπως η Βραζιλία, η κατάργηση της δουλείας. Οι εξελίξεις αυτές καθόρισαν την πορεία καπιταλιστικής ανάπτυξης αυτών των χωρών, στην οποία συντέλεσαν οι επενδύσεις αγγλικών, γαλλικών και στη συνέχεια βορειοαμερικανικών κεφαλαίων. Μια σειρά χώρες όπως η Χιλή, η Αργεντινή, η Βραζιλία αποτέλεσαν χώρες προσέλκυσης μεταναστών από χώρες της Ευρώπης (π.χ. Ιταλία, Γερμανία, ακόμη και Ελλάδα).

Οι χώρες τις Λατινικής Αμερικής δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζονται ενιαία, αφού σε αυτές υπήρχαν και υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Δεν μπορούν να μπουν μαζί χώρες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Χιλή με χώρες όπως η Γουατεμάλα, η Ονδούρα, η Κόστα Ρίκα κ.ά. Γιατί, για παράδειγμα η Χιλή με τη μεγαλύτερη βιομηχανία (49,7% συμμετοχή στο ΑΕΠ) στην περιοχή δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Βολιβία όπου το 40% του πληθυσμού απασχολείται στην αγροτική παραγωγή.

Κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 στην Κεντρική Αμερική στις λεγόμενες «χώρες της μπανάνας» (Γουατεμάλα, Νικαράγουα, Παναμάς, Κόστα Ρίκα κλπ.) και στην Καραϊβική (Κούβα, Πουέρτο Ρίκο, Τζαμάικα κλπ.) υπάρχουν καθεστώτα με σαφώς περιορισμένη εθνική ανεξαρτησία. Πρόκειται για χώρες οι οποίες είτε συνέχισαν να είναι αποικίες μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η Κούβα, είτε είχαν ουσιαστικά μετατραπεί από το 19ο αιώνα σε μισο-αποικίες των ΗΠΑ (όπως Παναμάς, Γουατεμάλα κλπ.), είτε ήταν κατεχόμενες από τις ΗΠΑ (όπως η Νικαράγουα από το 1907 έως το 1933). Η πολιτική διαχείρισης σε αυτές τις χώρες επίσης δεν μπορούσε να είναι ενιαία, όμως ακολούθησε ιστορικά -άλλωστε ήταν φυσικό- τις γενικές τάσεις της καπιταλιστικής εξέλιξης.

Σε μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής τις δεκαετίες του 1930, 1940, 1950 εφαρμόστηκαν πολιτικές με κυρίαρχα στοιχεία ορισμένα μέτρα προστασίας της εργατικής δύναμης, διαμορφώθηκαν εργατικοί νόμοι, που δεν υπήρχαν μέχρι τότε, εθνικοποιήθηκαν ορισμένες επιχειρήσεις, κυριάρχησε ο προσανατολισμός στην αξιοποίηση πηγών ενέργειας, επαναδιαπραγματεύτηκαν συμφωνίες με το κεφάλαιο των ΗΠΑ, πραγματοποιήθηκαν αγροτικές μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος κ.ά.

Στη δεκαετία του 1960, όταν οι λαϊκές εξεγέρσεις σάρωσαν τη Λατινική Αμερική (τότε εμφανίστηκε ο όρος «φλεγόμενη Ήπειρος»), η φλόγα έφτασε και στην Ουρουγουάη. Η Ουρουγουάη ήταν εντυπωσιακά διαφορετική από άλλες χώρες της περιοχής. Η Ουρουγουάη είναι μια από τις μικρότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής με 3,6 εκατ. κατοίκους (2024) και έκταση 176.220 χλμ. Εκείνα τα χρόνια, ονομαζόταν ήδη «Λατινοαμερικανική Ελβετία». Το βιοτικό επίπεδο ήταν ασύγκριτα υψηλότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της περιοχής, λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας (για εκείνη την εποχή, ήταν ένας αξιοπρεπής δείκτης, ακόμη και για ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία). Η Ουρουγουάη δεν γνώριζε τον υπερπληθωρισμό και η ανεργία στη χώρα ενώ ήταν αρκετά υψηλή για τα ευρωπαϊκά πρότυπα (12-14%), ήταν πολύ χαμηλή για τη Λατινική Αμερική. Η χώρα είχε δημοκρατικό σύστημα και κοινωνικούς νόμους. Φυσικά, η Ουρουγουάη δεν ήταν ένας παράδεισος στη γη – ήταν μια μικρή, μεσαία ανεπτυγμένη χώρα με μια αρκετά επιτυχημένη οικονομία και μια περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματική κοινωνική πολιτική. Στην Ουρουγουάη δεν υπήρχε τίποτα σαν τις ανατριχιαστικές βραζιλιάνικες φαβέλες, τα φτωχά αγροτικά χωριά της Κεντρικής Αμερικής, την κυριαρχία στην Αργεντινή των στρατιωτικών και των ολιγαρχών ή τους άγριους Κολομβιανούς λατιφουντιστές. Γενικά, δεν υπήρχε κοινωνικό περιβάλλον που να τροφοδότησε την λαϊκή εξέγερση από το Μεξικό μέχρι και την Αργεντινή.

Οι αγοραστές προϊόντων της Ουρουγουάης στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες χρειάζονταν προϊόντα και πρώτες ύλες για τη βιομηχανία τους, οι οποίες προμήθευαν τον αμερικανικό στρατό στην Άπω Ανατολή κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Το τέλος του πολέμου στην Κορεατική Χερσόνησο οδήγησε σε απότομη μείωση των εξαγωγών της Ουρουγουάης. Πρώτα απ’ όλα, αυτό επηρέασε τους γεωργικούς και βιομηχανικούς εργαζόμενους, των οποίων το βιοτικό επίπεδο έχει μειωθεί δραματικά. Η κατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων έγινε αφόρητη, ενώ πλούσιοι κτηνοτρόφοι και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων προσπάθησαν να διατηρήσουν τα εισοδήματά τους εις βάρος των μαζών. Ταυτόχρονα, η νίκη της Κουβανικής Επανάστασης το 1959 ώθησε τη ριζοσπαστικοποίηση του αριστερού κινήματος. Σε πολλές χώρες εμφανίστηκαν αντάρτικες ομάδες αγροτικών ανταρτών και σε ορισμένες, όπως στη Βενεζουέλα, συμπληρώθηκαν από τις δραστηριότητες «ειδικών τακτικών μονάδων» στις πόλεις.

Το 1958, ως απάντηση στις προσπάθειες της κυβέρνησης της Ουρουγουάης να εισαγάγει νέα νομοθεσία για την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων, προέκυψε η αντίσταση των φοιτητών. Πολλοί ακτιβιστές αριστερών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων ένα μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης, ο Ραούλ Σέντικ (Raúl Sendic) ο μελλοντικός ηγέτης του κινήματος των ανταρτών πόλης, αποστέλλονται στην επαρχία. Εκεί, ο Σέντικ γίνεται ένας από τους διοργανωτές της Ένωσης Εργατών Φυτείας Ζάχαρης, στην οποία αντιτίθεται όχι μόνο η αστυνομία, αλλά και το επίσημο συνδικάτο που δημιουργήθηκε από τους Λατιφουντιστές και υποστηρίχτηκε από τη CIA.

Το 1962, ο Σέντικ οδήγησε τους αγρότες στην ιστορική «πορεία προς το Μοντεβιδέο». Αγρότες διαδήλωσαν από την επαρχία στην πρωτεύουσα σε μια πορεία διαμαρτυρίας 500 χιλιομέτρων απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας στις φυτείες και την εθνικοποίηση 30.000 εκταρίων γης που δεν χρησιμοποιούνται από τους ιδιοκτήτες της. Στον δρόμο οι διαδηλωτές διασκορπίστηκαν από την αστυνομία, με ξυλοδαρμούς και συλλήψεις. Μετά την «πορεία στο Μοντεβιδέο», ο Σέντικ, ο Ελεουτέριο Χουιντόμπρο (Eleuterio Fernández Huidobro, γνωστός ως El Ñato) και αρκετά άλλα νεαρά μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αναρχικοί και Μαοϊκοί άρχισαν να προετοιμάζονται για έναν αντάρτικο πόλης.

Το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα Τουπαμάρος (Movimiento de Liberación Nacional-Tupamaros, MLN-T), η Μαρξιστική-Λενινιστική Ομάδα Ανταρτών Πόλης, σχηματίστηκε από μια ομάδα μορφωμένων νέων, εμπνεύστηκε κυρίως από λατινοαμερικανικά και παγκόσμια ζητήματα. Το όνομα Τουπαμάρος το δανείστηκε από τους Περουβιανούς Ινδιάνους αντάρτες του XVIII αιώνα. Από τον επαναστάτη Χοσέ Γαβριέλ (José Gabriel Condorcanqui Noguera,  1742 – 18/5/1781) που επωνομάστηκε Τουπάκ Αμάρου Β (Inca Tupac Amaru II), ο οποίος το 1780 ηγήθηκε μιας μεγάλης εξέγερσης των ιθαγενών εναντίον του αντιβασιλείου του Περού της ισπανικής κυριαρχίας. Εντωμεταξύ, οι Ινδιάνοι εξαφανίστηκαν στην Ουρουγουάη τη δεκαετία του 1830 και ο πληθυσμός της αποτελούνταν από απογόνους Ευρωπαίων μεταναστών – Ισπανών, Ιταλών, Γάλλων, Πολωνών και άλλων.

Η σημαία των Τουπαμάρος

.
Η πρώτη ενέργεια  της ομάδας ήταν να ληστέψουν ένα κατάστημα όπλων σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Η ομάδα των πέντε ατόμων, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σέντικ, αποτελούνταν από μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης, Μαοϊκούς και αναρχικούς που έλκονταν προς τον Μαρξισμό-Λενινισμό. Αναλύοντας την κατάσταση στη χώρα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια σοβαρή κρίση δημιουργείται στην Ουρουγουάη και υπάρχει η δυνατότητα επίλυσης της με βία. Το κίνημα χρηματοδοτήθηκε από λύτρα για αξιωματούχους, χρηματοδότες και βιομήχανους που είχε συλλάβει, απαλλοτρίωση τραπεζών και επιβολή «επαναστατικού φόρου» σε μέλη της πλουτοκρατίας. Τα χρήματα και τα προϊόντα που συγκέντρωναν, τα διένειμαν μεταξύ των εκπροσώπων των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας.

Τον Νοέμβρη του 1964, φυλλάδια υπογεγραμμένα από το «Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα Τουπαμάρος» εμφανίστηκαν στο Πανεπιστήμιο. Οι Τουπαμάρος θεωρούσαν τους εαυτούς τους στρατιώτες του παγκόσμιου αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Για αυτούς, η πατρίδα τους η Ουρουγουάη ήταν απλώς μια κουκκίδα στον χάρτη. Αγωνίστηκαν και πολέμησαν για την υπόθεση των Βιετκόνγκ, των Παλαιστινίων, των καταπιεσμένων Ινδιάνων της Γουατεμάλας και του Περού, ενάντια στα καθεστώτα του Φράνκο, του Σαλαζάρ της αμερικανοκίνητης στρατιωτικής χούντας των συνταγματαρχών της Ελλάδας, του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική κ.λ.π.

Το 1965, πυροδότησαν μια βόμβα στο γραφείο αντιπροσωπείας της γερμανικής χημικής εταιρείας Bayer. Εξήγησαν ότι αυτό έγινε «για τη βοήθεια της εταιρείας στους Αμερικανούς επιτιθέμενους στο Βιετνάμ» και κατέληξε με το σύνθημα «Ζήτω οι Βιετκόνγκ!». Οι Τουπαμάρος, όπως και άλλοι Μαοϊκοί και Γκεβαριστές, αρνήθηκαν την πιθανότητα ειρηνικών μεταρρυθμίσεων. «Αποκλείουμε την πιθανότητα μιας ειρηνικής μετάβασης στην εξουσία στη χώρα μας. Ο ένοπλος αγώνας θα είναι η κύρια μορφή αγώνα του λαού μας και άλλοι πρέπει να τον υπακούσουν. Η οργάνωση προσπαθεί να είναι η οργανωμένη πρωτοπορία των εκμεταλλευομένων τάξεων στον αγώνα τους ενάντια στο καθεστώς», ανέφεραν στα φυλλάδια τους.

Οι Τουπαμάρος ήταν πολύ πιο αποτελεσματικοί από άλλους λατινοαμερικανούς αντάρτες εκείνης της εποχής, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη – ήταν καλά μορφωμένοι άνθρωποι. Αυτή η αποτελεσματικότητα αντιστάθμισε την έλλειψη μαζικής δημόσιας υποστήριξης: στο αποκορύφωμα της εξέγερσης, το 1971-72, ο αριθμός των ενεργών μαχητών κυμαινόταν έως 100 άτομα, συν περίπου χίλιους ενεργούς συμπαραστάτες και έως τρεις χιλιάδες συμπαθούντες του κινήματος. Κατά την προετοιμασία των προεδρικών εκλογών του 1966, οι Τουπαμάρος έγιναν ένας εξέχων παράγοντας στη δημόσια ζωή της Ουρουγουάης. Οι αντάρτες έκλεψαν όπλα και «απαλλοτρίωσαν» τράπεζες. Μέχρι το τέλος του έτους, οι απώλειες σε συγκρούσεις και συλλήψεις είχαν μειωθεί, και πήραν το δρόμο τους: οι Ουρουγουάνοι μιλούσαν μόνο για τους Τουπαμάρος. Δεν ήταν μόνο οι Ουρουγουάνοι που άρχισαν να μιλάνε για τον Τουπαμάρος. Η New York Times τους ονόμασε «Ρομπέν των Δασών» (Robin Hoods). Ακτιβιστές των κινημάτων νεολαίας που σάρωσαν την Ευρώπη εκείνη την εποχή διαδήλωναν γι’ αυτούς, και αντάρτες πόλης του Δυτικού Βερολίνου ονόμασαν τους εαυτούς τους «Tupamaros».

Η δραστηριότητα των Τουπαμάρος αυξήθηκε. Το 1968, αντάρτες ανατίναξαν τον ραδιοφωνικό σταθμό Ariel, λήστεψαν το καζίνο Carrasco και απήγαγαν τον δεξιό πρόεδρο Ρεβέρμπελ (Ute Ulysses Pereira Reverbel). Οι Τουπαμάρος οργάνωσαν μια «λαϊκή φυλακή» (Carcel del pueblo) όπου κρατούνταν οι απαχθέντες –το παράδειγμά τους σύντομα θα ακολουθούσαν Ευρωπαίοι αντάρτες πόλης, όπως οι ιταλικές «Ερυθρές Ταξιαρχίες» (Brigate Rosse).

Συνειδητοποιώντας ότι η αστυνομία ήταν πολύ μικρή και ο στρατός αναξιόπιστος, ο Πρόεδρος Χόρχε Πατσέκο Αρέκο (Jorge Pacheco Areco) αποφάσισε να σχηματίσει ένοπλες ομάδες εθνικιστών έτοιμες να πολεμήσουν τους αντάρτες πόλης. Σε λίγα χρόνια, μια τέτοια στρατηγική θα επέτρεπε στις αρχές να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες στο Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα και το Περού. Τον Δεκέμβρη του 1967, ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Αρμάντο Ακόστα (Armando Acosta), ο προεδρικός Γραμματέας Κάρλος Πιράνα (Carlos Piranha) και ο συνταξιούχος στρατηγός Χουάν Ρίβας (Juan Rivas) άρχισαν να σχηματίζουν τις μονάδες Εθνικιστικής Ένοπλης Άμυνας (Defensa Armada Nacionalista. DAN), οι οποίες ξεκίνησαν τον πόλεμο εναντίον των Τουπαμάρος. Αυτές ήταν «ομάδες θανάτου» που αλληλεπιδρούσαν με την αστυνομία, την αντικατασκοπεία του στρατού DNII και την Αμερικανική CIA. Οι DAN αποτελούνταν από συνταξιούχους και ενεργούς αστυνομικούς και στρατιωτικό προσωπικό, ακροδεξιά νεολαία και εκπροσώπους των λούμπεν τάξεων της κοινωνίας, κατά κύριο λόγο εγκληματικών στοιχείων. Ένας νεαρός επιχειρηματίας ραδιοεπικοινωνιών, ο Σοφία Αμπελέιρα (Miguel Antonio Sofia Abeleira), έπαιξε σημαντικό ρόλο στις δραστηριότητες του DAN – συγκεκριμένα, έστειλε όπλα στις «μοίρες» από την Παραγουάη, κύριος υπεύθυνος για πολλές απαγωγές και δολοφονίες. Ο ψυχίατρος Κρόσα Κουέρας (Angel Pedro Crosa Cuevas) ανέπτυξε τις επιχειρήσεις των DAN χρησιμοποιώντας την εμπειρία της Παραγουάης. Οι DAN έλαβαν επίσης μεγάλη βοήθεια από τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Αργεντινής και της Βραζιλίας.

Το 1969, οι Tupamaros διέπραξαν μια σειρά από τολμηρές ληστείες τραπεζών, έκαψαν το γραφείο της General Motors και απήγαγαν τον τραπεζίτη Τζιανπιέτρο (Gaetano Pellegrini Giampietro), ο οποίος απελευθερώθηκε αφού πλήρωσε λύτρα.

Στις 8 Οκτώβρη του 1969, μια ομάδα 40 ανταρτών εισήλθε στην πόλη Πάντο (Pando), 32 χιλιόμετρα από το Μοντεβιδέο. Έφτασαν στην πόλη μεταμφιεσμένοι σε πομπή κηδείας για να καλύψουν την επιχείρηση. Επιτίθενται σε αστυνομικό τμήμα και κατάσχουν μεγάλο αριθμό όπλων. Επίσης λήστεψαν τρεις τράπεζες. Σε απάντηση, η κυβέρνηση ανέπτυξε μεγάλες δυνάμεις στην πόλη, αναπτύσσοντας την αστυνομία σε ελικόπτερα της Πολεμικής Αεροπορίας και μπλοκάροντας όλες τις εξόδους από την πόλη. Στη σκληρή μάχη, πολλοί από τους μαχητές σκοτώθηκαν ή συνελήφθησαν. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αυτή ήταν μια τακτική ήττα για τους Τουπαμάρο, αλλά στρατηγικά κέρδισαν, καθώς αυτό το γεγονός συζητήθηκε ευρέως στη χώρα, δίνοντας στο κίνημα νέους υποστηρικτές. Όσοι αντάρτες συνελήφθησαν από την αστυνομία υποβλήθηκαν σε σκληρές ανακρίσεις και βασανιστήρια. Ένας από τους αντάρτες, ο Χοσέ Ιγκλέσιας (Jose Iglesias), ανακρίθηκε βασανίστηκε και έμεινε «φυτό» με σοβαρό τραύμα στο κεφάλι. Καθώς οι βάναυσες ανακρίσεις και τα βασανιστήρια έγιναν σύστημα, οι Τουπαμάρος άρχισαν να ανταποδίδουν: κάθε αστυνομικός ή στρατιώτης που συμμετείχε στα βασανιστήρια μπορούσε σαφώς να περιμένει να πεθάνει στα χέρια των Τουπαμάρος. Για ένα διάστημα αυτό είχε αντίκτυπο στην αστυνομία της Ουρουγουάης, η οποία, παρεμπιπτόντως, είχε εκπαιδευτεί στα βασανιστήρια και τις ανακρίσεις όχι μόνο από Αμερικανούς πράκτορες του FBI και της CIA, αλλά και από πράκτορες των Βραζιλιάνικων μυστικών υπηρεσιών. Αλλά η αστυνομία ηρέμησε μόνο για λίγο.

Οι Τουπαμάρος συχνά πραγματοποιούσαν και δημοσιοποιούσαν τα λεγόμενα «ρομπινχουντιανά» χτυπήματα, όπως, για παράδειγμα, την απαγωγή ενός φορτηγού γεμάτο γαλοπούλες, μέρα μεσημέρι, τις οποίες στη συνέχεια μοίραζαν δωρεάν στους φτωχούς του Μοντεβιδέο για τα Χριστούγεννα σε ένα πιο ήσυχο και ελεγχόμενο τμήμα της πόλης.

Τα παραπάνω δείχνουν όντως ότι οι Τουπαμάρος προσέγγιζαν με την επιρροή τους ένα τμήμα του πληθυσμού. Και οι διακηρύξεις τους περιελάμβαναν πάντα τα «συμφέροντα της εργατικής τάξης», το «έθνος», τον «λαό», τον «ένοπλο αγώνα».

Οι ίδιοι οι Τούπας (Tupas), όπως τους ονόμαζε ο λαός, όριζαν τη διαφορά τους από άλλες πολιτικές ομάδες της χώρας από το γεγονός ότι ο αγώνας τους ήταν μια υπέρβαση, μια προσπάθεια θέλησης. Δήλωναν στις διακηρύξεις τους: «...Θέλουμε την κατάργηση κάθε ιδιοκτησίας που μπορεί να γίνει αντικείμενο κερδοσκοπίας, την απόλυτη ισότητα μεταξύ της κυβέρνησης και αυτών που κυβερνά, τις θυσίες και αυτούς που τις πληρώνουν. Και, εν ολίγοις, αυτό είναι το πρόγραμμά μας! Το κάνουμε! Μην το αποκαλείτε «ισμό». Είμαστε ένα ισχυρό μαχητικό αγωνιστικό κίνημα αγωνιστών, που περιλαμβάνει όλα τα είδη των ομάδων, από μαρξιστικές μέχρι καθολικές! Και δεν χρειαζόμαστε «ισμούς».» Εδώ αξίζει να σχολιάσουμε ότι ο Β. Ι. Λένιν έγραψε: «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα – το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία».

Το 1970, η κατάσταση στην Ουρουγουάη κλιμακώθηκε δραματικά: η άνοδος στην εξουσία στη Χιλή του μαρξιστή Προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε (Salvador Guillermo Allende Gossens) ενέπνευσε την Αριστερά της Ουρουγουάης, η οποία σχημάτισε ένα ανάλογο της «Λαϊκής Ενότητας» (Unidad Popular, UP) της Χιλής– το «Ευρύ Μέτωπο» (Frente Amplio, FA), το οποίο περιελάμβανε κομμουνιστές, σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες. Ο ηγέτης του FA και υποψήφιος για την προεδρία είναι ο στρατηγός και πολιτικός Λίμπερ Σερέγκνι (Líber Seregni Mosquera).

Τον Μάη του 1970 20 μαχητές κατάφεραν, μεταμφιεσμένοι με αστυνομικές στολές, να εισέλθουν στο Κέντρο Εκπαίδευσης του Ναυτικού στο Μοντεβιδέο, παίρνοντας ομήρους τοπικούς υπαλλήλους και κατάσχοντας ξανά μεγάλη ποσότητα όπλων και πυρομαχικών.

Την ίδια χρονιά, το 1970, πραγματοποίησαν μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων και εμπρηστικών επιθέσεων, κι έγινε η απαγωγή του Αμερικανού πράκτορα της CIA Νταν Μιτριόνε (Daniel Anthony Mitrione), ο οποίος εκπαίδευσε αστυνομικούς της Ουρουγουάης στη χρήση βασανιστηρίων, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτροπληξιών. Το πτώμα του ανακαλύφθηκε τον Αύγουστο, όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε να τον ανταλλάξει με 150 πολιτικούς κρατούμενους. Κατά τη διάρκεια της έρευνας για την απαγωγή, η αστυνομία κατάφερε να συλλάβει πολλούς από τους ηγέτες του Τουπαμάρος κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης στο Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου του Μοντεβιδέο. Η επόμενη αξιοσημείωτη προσωπικότητα που απήχθη ήταν ο Βρετανός πρέσβης Τζέφρι Τζάκσον (Jeffrey Jackson), ο οποίος, ωστόσο, απελευθερώθηκε τον Σεπτέμβρη του 1971.

.
Θριαμβευτικό γεγονός αποτέλεσε η απόδραση εκατό κρατουμένων από τη φυλακή της παράκτιας πόλης Πούντα Καρέτας (Punta Carretas). Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1971, ο Σέντικ και άλλοι κύριοι ηγέτες του κινήματος κρατούνταν εκεί. Όπως για παράδειγμα, ο Χοσέ Μουχίκα (José Alberto Mujica Cordano), ο οποίος συνελήφθη μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών με αστυνομικούς τον Μάρτη του 1970 σε μπαρ του Μοντεβιδέο.

Μια πραγματική ειδική επιχείρηση αναπτύχθηκε για τη διαφυγή, που ονομάστηκε El Abuso («βία» ή «προσβολή»). Οι κρατούμενοι κατάφεραν να σπάσουν τους τοίχους μεταξύ των κελιών, σκεπάζοντας τους με εφημερίδες, και έσκαψαν μια σήραγγα μέχρι έξω από τη φυλακή. Την ημέρα της απόδρασης, στις 6 Σεπτέμβρη 1971, οι αντάρτες Τουπαμάρος που παρέμειναν στην πόλη πραγματοποίησαν αρκετές θορυβώδεις ενέργειες που αποσπούσαν την προσοχή και κράτησαν σημαντικές αστυνομικές δυνάμεις μακριά.

Οι Τουπαμάρος σχημάτισαν ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα, το ανεξάρτητο «κίνημα της 26 Μάρτη» (Movimiento del 26 de marzo), το οποίο εντάχθηκε στην FA. Ο υποψήφιος της FA κατέλαβε την 3η θέση με το 18,3% των ψήφων συνολικά, αλλά βγήκε βγήκε πρώτος στο Μοντεβιδέο. Ο Χουάν Μπορνταμπέρι (Juan María Bordaberry Arocena), ένας ακροδεξιός λατιφουντιστής που προτάθηκε από το κόμμα Κολοράντο (Colorado), έγινε πρόεδρος τον Νοέμβρη του 1971, ως αποτέλεσμα εκλογικής νοθείας

Ο Μπορνταμπέρι απομάκρυνε την αστυνομία από την ειδική επιχείρηση εναντίον των Τουπαμάρος, κινητοποιώντας τον στρατό για το σκοπό αυτό. Επιπλέον δυνάμεις συμμετείχαν επίσης στις εθελοντικές μονάδες ακροδεξιών που πολεμούσαν τους Τουπαμάρο. Ο συνδυασμός στρατιωτικών επιχειρήσεων, εκτεταμένων συλλήψεων και εκφοβισμού του πληθυσμού απέδωσε γρήγορα καρπούς. Σύμφωνα με ερευνητές, ανακαλύφθηκε η «Λαϊκή φυλακή» για τα θύματα της απαγωγής και συνελήφθησαν περισσότεροι από 800 κορυφαίοι αντάρτες Τουπαμάρος.

Από τον Δεκέμβρη του 1971, η φήμη του Tupamaros έχει επίσης υποστεί σοβαρή ζημιά από την εκτέλεση του αγρότη Πασκάκιο Μπαέζ (Pascacio Baez) —δεν έχει καμία σχέση με τον πολιτικό αγώνα, ανακάλυψε κατά λάθος ένα καταφύγιο ανταρτών και εξαλείφθηκε ως ανεπιθύμητος μάρτυρας. Αυτή η εκτέλεση χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην προπαγάνδα εναντίον των Τουπαμάρος.

Οι δραστηριότητές των ανταρτών πόλης έγιναν ευρέως γνωστές σε όλον τον κόσμο. Ιδιαίτερα χάρη στον Κώστα Γαβρά, τον σκηνοθέτη που γύρισε την ταινία «Κατάσταση πολιορκίας» (État de Siège) με επεισόδια από τον αγώνα των ανταρτών του κινήματος Τουπαμάρος. Επίσης να θυμηθούμε την εκπληκτική μουσική που είχε γράψει για την ταινία ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στις 14 Απρίλη 1972, οι Τουπαμάρος σκότωσαν τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Ακόστα Λάρα (Acosta y Lara), δημιουργό του DAN, τον Αναπληρωτή Επίτροπος, αξιωματικό του Τμήματος 5 Όσκαρ Ντελέγκα (Dnii Oscar Delega), τον αστυνομικό Κάρλος Λεΐτες (Carlos Leites) και τον αξιωματικό ναυτικών πληροφοριών Ερνέστο Μότο (Ernesto Motto). Οι αντάρτες επιτέθηκαν επίσης στον ηγέτη του DAN Μιγκέλ Αμπελέιρα (Miguel Abeleyra), αλλά κατάφερε να ξεφύγει από την ενέδρα.

Το αντίποινα από τις δυνάμεις ασφαλείας και το DAN ήταν συντριπτικά. Στρατιώτες, αστυνομικοί και παρακρατικοί του DAN επιτέθηκαν σε όποιον υποπτευόταν ότι συμμετείχε στην εξέγερση, στους συγγενείς τους και στους συμπατριώτες τους. Οι δικηγόροι που υπερασπίζονταν τους Τουπαμάρος, οι αριστεροί πολιτικοί και οι συνδικαλιστές, τα γραφεία της FA και τα αριστερά κόμματα δέχθηκαν επίθεση. Ο Λίμπερ Σερέγκνι γλίτωσε από αρκετές απόπειρες δολοφονίας. Οι συλληφθέντες υποβλήθηκαν σε τρομερά βασανιστήρια, τα οποία επιτρεπόταν επίσημα «σε σχέση με προφανείς τρομοκράτες». Η αστυνομία κατάφερε να βρει τη «φυλακή του λαού» στην οποία οι Τουπαμάρος κρατούσαν τον επιχειρηματία Ρεβέρμπελ (Reverbel), τον Βρετανό πρεσβευτή Τζέφρι Τζάκσον και άλλους ομήρους.

Στις 27 Ιούνη 1973, ο Μπορνταμπέρι, υποστηριζόμενος από τον στρατό, πραγματοποίησε πραξικόπημα. Τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν, τα συνδικάτα ανεστάλησαν και οι δημοκρατικές ελευθερίες καταργήθηκαν. Όλες οι δυνάμεις της κρατικής μηχανής ρίχτηκαν στην καταστολή των Τουπαμάρος. Τους βοήθησε σημαντικά η σημαντική επιτυχία της νέας αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας που κατάφερε την εξαγορά και προδοσία των Έκτορ Αμόδιο Πέρεζ, στρατιωτικού διοικητή της Φάλαγγας 15 του Μοντεβιδέο που αποκάλυψε την τοποθεσία 30 βάσεων της οργάνωσης, της «Λαϊκής φυλακής», ενός νοσοκομείου, τυπογραφείων και αποθηκών με πυρομαχικά, καθώς και του Μάριο Πίριζ που έδωσε λίστα 100 τουλάχιστον ανταρτών της οργάνωσης. 846 αντάρτες Τουπαμάρος συνελήφθησαν! Οι ηγέτες του κινήματος και οι ενεργοί μαχητές – Raul sendik, Eleuterio Huidobro, Mauricio Rosenkof, Jose Mujica, Adolfo Vasem, Julio Marenales, Henry Engler, Jorge Manera και Jorge Sabalza – κατέληξαν σε φυλακές, όπου υποβλήθηκαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Ορισμένοι επιζώντες αντάρτες του κινήματος διέφυγαν στο εξωτερικό. Εκτός από τους Τουπαμάρος, πολλοί αθώοι πολίτες δολοφονήθηκαν επίσης βάναυσα. Μέχρι το 1973, η Ουρουγουάη είχε το υψηλότερο ποσοστό θυμάτων βασανιστηρίων από οποιαδήποτε χώρα στη Λατινική Αμερική. Με την καταστολή του κινήματος Τουπαμάρος, ο στρατός έχει εξαλείψει σταθερά την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και του εκτελεστικού κλάδου. Τελικά, τον Ιούνη του 1973, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας διέταξε τη διάλυση του Κοινοβουλίου και όλα τα υπόλοιπα όργανα της επίσημης αντιπολίτευσης απαγορεύτηκαν σταδιακά. Μέχρι το τέλος του έτους, η Ουρουγουάη είχε μετατραπεί σε σκληρή στρατιωτική δικτατορία, στην οποία ο Μπορνταμπέρι κατάφερε να κρατήσει την εξουσία για ένα χρονικό διάστημα και να την μετατρέψει σε κάτι παρόμοιο με την Ισπανία κατά την εποχή του Φράνκο. Η στρατιωτική χούντα τον έπαψε το 1976 και στη συνέχεια ενώ οι πολιτικοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, συνέχισε να κυβερνά δικτατορικά. Εννέα ακτιβιστές Τουπαμάρος, συμπεριλαμβανομένων των Σέντικ και Μουχίκα, επιλέχθηκαν ειδικά για να παραμείνουν σε άθλιες συνθήκες φυλακής.

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας έγινε το 1984 και οι πρώτες ελεύθερες εκλογές έγιναν το 1985. Υπό τον Χούλιο Μαρία Σανγκουινέτι (Julio María Sanguinetti), τον νέο πρόεδρο, οι Τουπαμάρος έλαβαν αμνηστία.

.
Στη νέα, μετα-δικτατορική Ουρουγουάη, το αποκατασταμένο αριστερό «Ευρύ Μέτωπο» έγινε μια από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις. Μέσα στο μέτωπο, το κίνημα Τουπαμάρος απέκτησε μεγάλη επιρροή, αναδημιουργημένο από πρώην αντάρτες που απελευθερώθηκαν από τη φυλακή και επέστρεψαν από την εξορία. Ήταν και πάλι επικεφαλής ο Ραούλ Σέντικ, ο οποίος επέζησε από τα βασανιστήρια 13 ετών στη φυλακή.  Απελευθερωμένοι από τη φυλακή μετά από περισσότερο από μια δεκαετία στη φυλακή, οι αντάρτες, με τη σειρά τους, δήλωσαν ότι εγκαταλείπουν τον ένοπλο αγώνα και στο εξής θα ενεργούν μόνο με νόμιμες πολιτικές μεθόδους.

Αργότερα, το κίνημα Τουπαμάρος αναδιοργανώθηκε στο πολιτικό «Κίνημα Λαϊκής Συμμετοχής» (Movimiento de Participación Popular), το οποίο αποτελεί μέρος του κυβερνώντος αριστερού συνασπισμού του Ευρέος Μετώπου. Δυστυχώς, ο Ραούλ Σέντικ πέθανε το 1989 λόγω των επιπτώσεων των βασανιστηρίων και της μακράς φυλάκισης, ενώ οι συνεργάτες του Μουχίκα και Χουιντόμπρο έγιναν, αντίστοιχα, Πρόεδρος (2010-2015) και Υπουργός Άμυνας (2011-2016) της Ουρουγουάης. Οι Τουπαμάρος μετατράπηκαν σε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα σκανδιναβικού τύπου, με μία μόνο διαφορά: ηγούνταν από πρώην αντάρτες. Οι ηγέτες τους, συνηθισμένοι σε αντάρτικες κρύπτες και απομόνωση, ήταν εντελώς απαλλαγμένοι από εξαγορά, απέφευγαν τα πολιτικά παιχνίδια και δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη διαφθορά. Παρέμειναν ιδεαλιστές και ρομαντικοί.

Στις 14 Δεκέμβρη 2008, ένας από τους ενεργούς μαχητές Τουπαμάρος, ο Χοσέ Μουχίκα (Jose Mujica), εξελέγη Πρόεδρος της Ουρουγουάης. Έγινε ένας από τους καλύτερους αρχηγούς κρατών στη Λατινική Αμερική: κάτω από την διακυβέρνηση του, η οικονομική ανάπτυξη συμβάδιζε με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Ο Μουχίκα δώρισε σχεδόν ολόκληρο τον προεδρικό του μισθό σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, καθιστώντας τον τον φτωχότερο και πιο γενναιόδωρο πρόεδρο στον κόσμο. Από το μηνιαίο μισθό που ισοδυναμούσε με 12.500 δολάρια ΗΠΑ, κρατούσε μόνο το ένα δέκατο για τον εαυτό του. «Αυτά τα χρήματα είναι αρκετά για μένα», διαβεβαίωσε ο Μουχίκα, «θα πρέπει να είναι αρκετά, επειδή τα εισοδήματα πολλών Ουρουγουανών είναι πολύ χαμηλότερα» έλεγε. Το 2014, ο Mujica προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

Σήμερα, στο μυαλό των Ουρουγουανών, οι Τουπαμάρος συνδέονται με υψηλότερους μισθούς και συντάξεις, χαμηλότερη ανεργία, κοινωνική στέγαση και, σε σχέση με την επιδημία COVID-19, επίσης με δωρεάν φάρμακα (τα φαρμακεία στην Ουρουγουάη παρείχαν τα περισσότερα φάρμακα δωρεάν, και δεν υπήρχε έλλειψη από αυτά).

Σήμερα τη δεύτερη μικρότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, την Ανατολική Δημοκρατία της Ουρουγουάης (República Oriental del Uruguay) κυβερνά ο «Συνασπισμός – Κίνημα Ευρύ Μέτωπο» με εκλεγμένο πρόεδρο τον 58χρονο Γιαμαντού Όρσι (Yamandú Ramón Antonio Orsi Martínez), καθηγητής ιστορίας, κυβερνήτη αγροτικού διαμερίσματος τα τελευταία εννέα χρόνια, στέλεχος του κόμματος – κορμού του Μετώπου («Κόμμα Λαϊκής Συμμετοχής», του Μουχίκα). Αντιπροεδρίνα, είναι η 64χρονη Καρολίνα Κόσε (Ana Carolina Cosse Garrido), μηχανικός, πρώην υπουργός βιομηχανίας και ενέργειας (2015-2019), πρώην δημαρχίνα του Μοντεβιδέο, στέλεχος του ΚΚ Ουρουγουάης.

Τελικά οι Τουπαμάρος κέρδισαν ή έχασαν; Σίγουρα απέτυχαν να κινητοποιήσουν τα μεγάλα τμήματα εργατών του πληθυσμού. Και αυτό το ζήτημα, της ισχυρής σύνδεσης των αγωνιστών με τις μάζες, είναι τεράστιας και αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχία των στόχων ενός λαϊκού κινήματος!