Η εποχή της αποσύνθεσης των μικροαστών

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Διάβαζα αυτές τις μέρες τους τίτλους στον τύπο και ιδιαίτερα τον οικονομικό: «2,27 εκατομμύρια Έλληνες οφείλουν στην Εφορία», «1,8 εκατ. που οφείλουν στον ΕΦΚΑ», «1,96 εκατ. που οφείλουν σε τράπεζες και είναι εγκλωβισμένοι στα funds κόκκινων δανείων», «Η Μεσαία Tάξη έχει γονατίσει», «Η μεσαία τάξη μοιάζει σήμερα όλο και περισσότερο με μία βάρκα σε επικίνδυνα νερά», «Η κυβέρνηση συνεχίζει το έργο της καταστροφής των μικρομεσαίων στρωμάτων» κ.ο.κ. Ποια είναι αυτή η λεγόμενη «μεσαία τάξη», οι μικροαστοί;

Η μεγάλη διασπορά μικροπρονομίων και μικροϊδιοκτησίας που χαρακτήρισε τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό από τη δεκαετία του ’60, με μεγάλη αύξηση στη δεκαετία του ’80 και ως τις μέρες μας, είχε σαν βασική προϋπόθεση τη συστράτευση με το κεφάλαιο, τον κρατικό μηχανισμό, τους σκοπούς τους. Σε αντίθεση με τα σχήματα της αριστερής διανόησης που έβλεπαν μια αδιάκοπη σύγκρουση «λαού» και «εξουσίας», στα όπλα του κεφαλαίου είχαν προστεθεί μια σειρά νέων μηχανισμών ελέγχου και αφομοίωσης των εργατικών επιθέσεων. Ο πιο πετυχημένος από αυτούς, υπήρξε η δημιουργία ενός μικροαστικού στρώματος μέσα από την καρδιά της εργατικής τάξης! Η γενεαλογία του μικροαστού ανιχνεύεται στις πρώιμες απόπειρες του ελληνικής χρηματιστικής ολιγαρχίας και του κράτους, να τιθασεύσουν την ελληνική εργατική τάξη, να τη διαιρέσουν πολιτικά και να της προσφέρουν ένα υλικό κίνητρο για να κάθεται φρόνιμα…

Η μετατροπή μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε μικροαστικά στρώματα, ευνόησε την εξάπλωση της ιδεολογίας της μεσαίας τάξης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η ανομοιογενής και δύσκολα προσδιοριζόμενη μικροαστική τάξη διευρύνθηκε, ενσωμάτωσε κι εγκόλπωσε ακόμη και μέλη της εργατικής τάξης. Κι αυτό γιατί όταν ο εργάτης συμπλήρωνε το εισόδημά του από μικροεμπορευματικές δραστηριότητες, όταν οι μάστορες του ’50 μετατράπηκαν κατά τη δεκαετία του ’60 σε μικροεργολάβους, όταν οι πλέριες παχυλές χρηματοδοτήσεις της δεκαετίας του ’80 δημιούργησαν από το τίποτα «επιχειρηματίες», όταν οι απολυμένοι εργάτες μεταπηδούν στην οικοδομή και τη ναυτιλία —που παραδοσιακά απορροφούν τις κοινωνικές συγκρούσεις στη βιομηχανία— ή μετατρέπονται σε μικροϊδιοκτήτες ταξιτζήδες, μικρομαγαζάτορες ή μικροβιοτέχνες, η ταξική συνείδηση πάει περίπατο, ακροβατώντας ανάμεσα στο αφεντικό και τον εκμεταλλευόμενο. Έτσι, όταν το κράτος εγγυάται την ασφάλεια των μικροσυμφερόντων τους, η δουλοπρέπεια τους γίνεται κρατικισμός και οδηγούνται φανατικά σε έναν εθνοκεντρισμό. Όταν τα μικροσυμφέροντα τους απειλούνται γίνονται ακτικρατικιστές, μια διάχυτη αίσθηση που εκδηλώνεται σήμερα σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η προφανής αμφιθυμία τους απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο και την εξουσία του, από τη μια παραπέμπει στον γνωστό στίχο του Ανδρέα Κάλβου «Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει» και από την άλλη εκφράζεται από το πήγαινε-έλα ανάμεσα στα αστικά πολιτικά κόμματα, οδηγώντας ο ίδιο ψηφοφόρος μια το ένα και μια το άλλο κόμμα σε θέση εξουσίας. Έτσι φτάνουμε στο φαινόμενο το κάθε μαγαζάκι να είναι μικρογραφία της Βουλής, η αθλιότητα της πολιτικής να μεταφέρεται στον μικρόκοσμο του. Τελικά η απέραντη διαφθορά και πολιτικολογία προβάλλει σαν να μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη συλλογικότητας και προκαλεί την αναπόφευκτη ιδιώτευση του μικροαστού.

Μια άλλη πλευρά του μικροαστού, που δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι ότι ο μικροαστός εκτός από «πολιτική» άποψη έχει και πολιτιστική άποψη και συγκεκριμένη αισθητική. Ας δούμε ενδεικτικά την άποψη του για το τραγούδι και τη μουσική. Το «σκυλάδικο» αρχίζει να ανθίζει τη δεκαετία του 70, ενώ η αποκορύφωσή του φτάνει μέχρι και τις μέρες μας. Το πολιτιστικό αυτό ζενίθ των «καλλιτεχνικών» επιτευγμάτων της υποκουλτούρας αποτελούν τον καθρέφτη των ψυχικών του ανατάσεων…

Ας δούμε ένα παράδειγμα πάλι από το χώρο της μουσικής. Η ροκ ιδεολογία ήταν η αιτία που μια γενιά ολόκληρη ταύτισε την επανάσταση με τα πολιτιστικά εμπορεύματα. Έτσι νεαροί φοιτητές, επαναστάτες, μετατράπηκαν σε συλλέκτες δίσκων, καταναλωτές βιομηχανικών αξεσουάρ της ροκ μουσικής, στερεοφωνικά, ειδικά μουσικά περιοδικά, αφίσες, μουσικά κουτιά, «εναλλακτικά» ραδιόφωνα, μουσικά όργανα κλπ. Στόχους τους να κατέχουν όλα τα τεχνολογικά προϊόντα του σύγχρονου καπιταλισμού, πράγμα που δημιούργησε ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα, κάτι που οι μικροαστοί γονείς τους δεν μπορούσαν καν να ονειρευτούν…

Να μην ξεχνάμε ακόμη, ότι και οι άθλιες πόλεις του μπετόν και της αντιπαροχής αποτελούν αντανάκλαση της νοοτροπίας του να «πιάσει την καλή». Έχει πλέον αφήσει πίσω του την εκδοχή του σαν καλός οικογενειάρχης, φιλήσυχος νομοταγής πολίτης, πιστός στις παραδοσιακές αξίες της ηθικής, της εργασίας, της χριστιανικής πίστης, αλλά είναι πρόθυμος να επανέλθει στην εκδοχή του αυτή, αν το ατομικό του συμφέρον το απαιτεί. Η αυξανόμενη καταναλωτική κουλτούρα της δεκαετίας του 60-70 έστησε τα πρότυπά της, οδηγεί τις μύχιες επιθυμίες όποιου έπεσε στην παγίδα του «μικροαστικού ονείρου» και τον οδηγεί χωρίς να το καταλάβει στην αποκοπή από τους ταξικούς αγώνες. Ο λαίμαργος μικροαστός δελεάζεται και καθοδηγείται από το κυνήγι της αφθονίας και της απληστίας. Ο μικροαστός παίζει πλέον σωστά το ρόλο για τον οποίο των δημιούργησαν.

Δεν μπορούμε να μην τονίσουμε εδώ τον ιδιαίτερα γλαφυρό και πραγματικό τρόπο που περιγράφει τον μικροαστό ο τραγουδοποιός και αγωνιστής τους ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Πάνος Τζαβέλλας στον «Κυρ Παντελή» του!

Επίσης να σημειώσουμε τα λόγια του διανοητή της αριστεράς Βασίλη Ραφαηλίδη για τον μικροαστό, στο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους, 1830-1974», ISBN 9786185118297:

«Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη». Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι’ αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο. Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου.»

Η ιστορική καταγωγή του μικροαστού και η στράτευσή του στο πλευρό του κεφαλαίου και του κράτους μέχρι σήμερα, είναι σε θέση να φωτίσει μια όψη της επιταχυνόμενης βίας στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί, πράγματι, αυτό που ονομάζουνε «οικονομική κρίση», αυτή η ανάποδη διαδρομή από την απόλαυση του πλούτου στην βία της φτώχειας, την οποία τελευταία βιώνουν μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, είναι εκτός των άλλων και μια διαδικασία που προσδιορίζεται από την αναγκαιότητα. Το ελληνικό κεφάλαιο πιεσμένο από την οικονομική κρίση του καπιταλισμού, είναι αναγκασμένο να μετασχηματίσει το κράτος, να αλλάξει μορφή και περιεχόμενο, να διατηρήσει εν ζωή ή να δημιουργήσει εξαρχής θεσμούς και σχέσεις ικανές να το στηρίξουν, και παράλληλα, να διαλύσει με τη βία ανθρώπους και σχέσεις που δεν βοηθούν στην αναπαραγωγή του!

Οι μικροαστοί, νόθα παιδιά του κράτους της προσόδου, δημιουργήματα δηλαδή μιας άλλης φάσης συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου, καταλαβαίνουν την αλλαγή πορείας του δημιουργού τους. Αντιλαμβάνονται το μεταίχμιο της θέσης τους, μετά από δεκαετίες συλλογικής ύπαρξης νιώθουν να ασφυκτιούν, αισθάνονται όπως η Ιφιγένεια που πρέπει να θυσιαστεί για να εξευμενιστούν ανώτερες δυνάμεις…: τα κέρδη της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου! Οι μικροαστοί, αφού άρπαξαν ό,τι μπόρεσαν, αφού πλούτισαν όσο μπόρεσαν, αφού χωρίς αιδώ πάτησαν επί πτωμάτων, βλέπουν τον δημιουργό τους (το ελληνικό κεφάλαιο) να μετασχηματίζεται και να τους παρατάει απροστάτευτους, βορά στα γυρίσματα της εποχής. Γνωρίζουν ότι το κεφάλαιο μπορεί να τα καταφέρει και χωρίς αυτούς, αλλά αυτοί δε μπορούν να τα καταφέρουν δίχως το χάιδεμα του κεφαλαίου. Αγωνίζονται, προσπαθούν να γλιτώσουν… Κατά βάθος ξέρουν ότι είναι μάταιο, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους μικροαστούς να σπαρταρούν μπας και παρατείνουν για λίγο ακόμη την ψευδαίσθηση τους ότι μπορεί και να τη γλιτώσουν… Αυτό το ξέρουν καλά και οι πολιτικοί σχηματισμοί της ελληνόφωνης αποικίας, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να δηλώνουν τη συμπαράσταση του στο πλευρό των μικρομεσαίων. Ψήφοι είναι κι αυτοί!

Γιαυτό βλέπουμε ξαφνικά μικρομεσαίους επιχειρηματίες και λοιπούς μαγαζάτορες να υιοθετούν για λίγο σωτήριες θέσεις της αριστεράς, να μουτζώνουν όλοι μαζί τη Βουλή, να φωνάζουν «κλέφτες», «ψεύτες», «λαμόγια» κλπ. Πίσω όμως απ’ τις απόψεις, που παρουσιάζει ο τύπος, σαν «ριζοσπαστικοποίηση του λαού», η όψη της ζοφερής πραγματικότητας στα κοινωνικά στρώματα, απέχει έτη φωτός απ’ τις προσδοκίες της αριστερής διανόησης. Οι μικροαστοί, απλώς, δίνουν την ύστατη μάχη επιβίωσης και σ’ αυτή τους τη μάχη είναι αναγκασμένοι να στραφούν στις αξίες των δημιουργών τους: υπεράσπιση της ιδιοκτησίας τους, ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας (των άλλων), σχέση αγάπης-μίσους απέναντι στο κράτος, επίθεση σε όποιον τους φαίνεται πιο αδύναμος, διαφορετικός, ξένος. Τρόμος απέναντι στην προλεταριοποίηση και στη φτωχοποίηση. Λίγο πριν συνθλιβούν από τη διαδικασία μετάλλαξης του κεφαλαίου, καταφεύγουν στον κρατισμό και στην ιδιοκτησία. Ψηφίζουν ακόμη και φασίστες (μπας και τονώσουν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα!), ανοίγουν καταστήματα με φτηνότερες τιμές (κι άρα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας), ψάχνουν να βρουν διεξόδους, οσοδήποτε ανθρωποφαγικές κι αν είναι.

Αυτή είναι η ιστορική τους διαδρομή. Αυτό είναι το ταξικό τους πεπρωμένο. Αυτό επιτάσσει η θέση τους στον καταμερισμό της εργασίας. Δεν είναι κάτι για το οποίο «φταίνε»… Τουλάχιστον όχι περισσότερο, από κείνους που τους υπολογίζουν για συμμάχους στον αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, από κείνους που τους υπολογίζουν σύμμαχους των εργαζομένων…